Άγιος Αθανάσιος Κατούνας: Ο στολισμός του Επιταφίου και το μοιρολόι της Παναγίας (Φωτό)

Με μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό και τηρώντας τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, κυρίες και δεσποινίδες της Κατούνας, αμέσως μετά το πέρας της ακολουθίας των Παθών το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, κάθισαν και στόλισαν τον επιτάφιο έτσι ώστε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής να είναι έτοιμος να δεχθεί το σώμα του Χριστού κατά την Αποκαθήλωση.
Μετά τον στολισμό του επιταφίου όσοι παρέμειναν έψαλλαν τα “Πάθη του Χριστού ή το Μοιρολόι της Παναγίας, η οποία ξενυχτάει το μονάκριβο Υιό της: Σήμερα μαύρος ουρανός…” που ακούγεται σε πολλά μέρη με παραλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφοεκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη.
Κι αυτά τα ριζοκλώναρα ήταν οι μαθητές του,το δέντρο ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη:κι αυτά τα φύλλα που ‘πεφταν ήταν οι μάρτυρές του, Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, οι άνομοι και τα σκυλιά κ’ οι τρισκαταραμένοισήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται, σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, για να σταυρώσουν το Χριστό, των Πάντων Βασιλέα.
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι. Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραγνάνε.Φωνή της ήλθε εξ Ουρανού κ’ απ΄Αρχαγγέλου στόμα: -Πάψε κυρά μου τας προσευχάς, πάψε και τις μετάνοιες και τον υιόν σου τον πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
-Τα δυό βάλτε στας χείρας του και τ’ άλλα δυο στας πόδας,- Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περούνια και ‘κείνος ο παράνομος βαρεί και φτι’αχνει πέντε. – Σύ Φαραέ που τα’ φτιαξες, πρέπει να μας διατάξεις. το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
Κι’ όταν της ήρθε ο λογισμός, κι’ όταν της ήρθ’ ο νους της,να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του. Κι’ η Παναγιά σαν τ΄άκουσε έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο και τρία με ροδόσταμα για να της έρθει ο νούς της. ζητάει μαχαίρι να σφαεί, ζητάει φωτιά να πέσει,
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της. Κι’ η Μάρθα και η ,Μαγδαληνή και του Λαζάρου η Μάνα και του Ιακώβ η αδερφή κι’ οι τέσσερις αντάμα σαν πήραν το στρατί στρατί,στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τς’ έβγαλε μεσ’ στου ληστή την πόρτα.

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Κοιτούν δεξιά, κοιτούν ζερβά,κανέναν δεν γνωρίζουν Κοιτούν και δεξιότερα βλέπουν τον Άγιο Γιάννη. -Αφέντ’, ΑΓιάννη, Πρόδρομε και βαπτιστά του γυιού μου μην είδες τον υιγιόκα μου και σέ δάσκαλό σου; δεν έχω χειροπάλαμο, να σου τον υποδείξω.

-Τι να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι, όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και με ο δάσκαλος μου. Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει: -Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου; Το Μέγα Σάββατο πρωί κοντά στο μεσημέρι,
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες, σημαίν’ ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια, σημάνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξήντα δυο καμπάνες, όποιος τ’ ακούσει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει κι όποιος το παραδέχεται, Παράδεισο θα λάβει!

Ευάγγελος Κουτιβής – katounanews.blogspot.gr