Ο αγώνας της μεταποίησης στη Βόρεια Ελλάδα

Ανενεργές είναι σήμερα δεκάδες επιχειρήσεις με έδρα τη Βιομηχανική Περιοχή (ΒΙΠΕ) της Σίνδου, όπως προκύπτει από έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) και της ΕΤΒΑ-ΒΙΠΕ ΑΕ, που βρίσκεται σε εξέλιξη, στοιχεία της οποίας παρουσιάστηκαν σε κοινή εκδήλωση των δύο φορέων, στη Θεσσαλονίκη.

Μάλιστα, οι επιχειρήσεις αυτές είναι ανενεργές επί της ουσίας της λειτουργίας μιας μεταποιητικής βιομηχανίας και όχι απλά σε όρους ενεργού ή ανενεργού ΑΦΜ, όπως διευκρίνισε κατά την ομιλία του στην εκδήλωση ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης.

«Η αποβιομηχάνιση είναι γεγονός αναμφισβήτητο από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα. Ο ΣΒΒΕ, στο πλαίσιο της μελέτης με την ΕΤΒΑ – ΒΙΠΕ, κατέγραψε 846 επιχειρήσεις εγκατεστημένες στη ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης. Εξ αυτών, οι 603 είναι μεταποιητικές δηλαδή το 72,5% περίπου. Από αυτές ενεργές είναι οι 425, δηλαδή το 70,5% και ανενεργές οι υπόλοιπες 178 ή το 29,5%. Το στοιχείο αυτό είναι πραγματικά σημαντικό, αν μάλιστα λάβει κάποιος υπόψη του ότι σε έναν οργανωμένο υποδοχέα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπως η ΒΙΠΕ της Θεσσαλονίκης, οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν υψηλότερο βαθμό ανθεκτικότητας από άλλες που βρίσκονται εκτός βιομηχανικών περιοχών», σημείωσε ο κ.Σαββάκης.

Προβλήματα αλλά και αντοχές

Πάντως, η μεταποιητική δραστηριότητα στη Βόρεια Ελλάδα εξακολουθεί να αντέχει στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού σε συνολικό επίπεδο, με βάση στοιχεία της ίδιας έρευνας. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της μελέτης εξετάσθηκε δείγμα 750 μεταποιητικών επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ, με έδρα στις τέσσερις περιφέρειες του Βορειοελλαδικού Τόξου, με κριτήριο τη συνεχή τους λειτουργία από το 2000 και μετά (για τις επιχειρήσεις αυτές βρέθηκαν τα πλήρη στοιχεία των ισολογισμών τους. Αυτές οι 750 μεταποιητικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κύκλο εργασιών της τάξης των 5,4 δισ. ευρώ το 2015 (έτος που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα), ενώ εξάγουν κατά μέσον όρο περίπου το 42% του τζίρου τους, στοιχείο που προκύπτει τόσο από τα σχετικά στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ICAP, όσο και από έρευνα γνώμης που διενεργήθηκε μεταξύ των μελών του ΣΒΒΕ. Άρα, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις πραγματοποιούν εξαγωγές της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ περίπου.

“Εξ αυτών των επιχειρήσεων ποσοστό μεγαλύτερο του 70% ανήκει στο δυναμικό των μελών του ΣΒΒΕ, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις – μέλη μας να πραγματοποιούν περίπου 1,5 δισ. ευρώ εξαγωγές για το 2015, χωρίς βεβαίως να έχουμε συμπεριλάβει τις εξαγωγές του Ομίλου των Ελληνικών Πετρελαίων που είναι ένα από τα εξέχοντα μέλη μας. Ουσιαστικά, και με βάση τα επίσημα στοιχεία των εξαγωγών για ολόκληρο το Βορειοελλαδικό Τόξο, οι επιχειρήσεις μέλη του ΣΒΒΕ, πραγματοποιούν περισσότερο από το 30% του συνόλου των εξαγωγών της περιοχής για το 2015, με σύνολο εξαγωγών ίσο με 5,5 δισ. ευρώ περίπου” υπογράμμισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου και πρόσθεσε: “οι μεταποιητικές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας έχουν αντιδράσει θετικά στην κρίση. Πώς; Με την αύξηση των διεθνών τους δραστηριοτήτων, την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, και με το άνοιγμα νέων αγορών, για την υποκατάσταση του χαμένου μεριδίου τους από την εγχώρια αγορά και την αξιοποίηση της περίσσειας σε παραγωγική δυναμικότητα”.

Από το 15% το 1995 στο 8,9% σήμερα η εισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ

Κατά τον κ.Σαββάκη, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει βιομηχανική πολιτική, καθώς η τελευταία σοβαρή προσπάθεια για ν’ αποκτήσει η χώρα τέτοια έγινε το 1997, από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του τότε Επιχειρησιακού Προγράμματος Βιομηχανίας. “Βεβαίως, κι από εκείνη την προσπάθεια πολλά δεν πραγματοποιήθηκαν, απόδειξη του ότι διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις θέτουν μόνο κατ΄ επίφαση τη μεταποίηση στο επίκεντρο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Τονίζω ακριβώς αυτή τη διαπίστωση, διότι τα τελευταία 30 χρόνια δεν εφαρμόσθηκε μια πραγματικά συνεκτική βιομηχανική πολιτική, αλλά, ουσιαστικά, η χώρα κατευθύνθηκε προς την αύξηση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, οδηγώντας στον μαρασμό και την κοινωνική και αναπτυξιακή απομόνωση τη βιομηχανία. Μάλιστα η δεκαετία του 2000 ήταν αυτή που έδωσε τη χαριστική βολή στη μεταποίηση. Έτσι, ενώ το 1995 η μεταποίηση εισέφερε περίπου με 15% στο σχηματισμό του εθνικού ΑΕΠ, σήμερα εισφέρει με το ισχνό 8,9%” σημείωσε.

«Τα νούμερα ξέρω ότι μας στενοχωρούν όλους. Αυτό που όμως θα πρέπει περισσότερο απ’ όλα να μας στενοχωρεί είναι η απουσία βιομηχανικής πολιτικής στην πατρίδα μας. Πολιτικό σύστημα, φορείς υποστήριξης της επιχειρηματικότητας, αλλά και η ίδια η κοινωνία, ζητούν την αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου. Είναι προφανές ότι αυτό δεν θα συμβεί όσο απλώς συζητάμε και ζητάμε να γίνει …σχεδόν με τη θεϊκή παρέμβαση. Ζητούμενο για τον ΣΒΒΕ είναι να υπάρξουν σύντομα οι κατάλληλες αποφάσεις για το θέμα, με πρώτη την προσαρμογή της Ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής στα ελληνικά δεδομένα» σημείωσε ο κ.Σαββάκης, σύμφωνα με τον οποίο κατά τη διαδικασία αναζήτησης του νέου παραγωγικού μοντέλου, στόχος θα πρέπει να είναι να ταυτιστεί το «προφανές» με το «εφικτό».

Κατά τον ίδιο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί “αν καταφέρουμε να πείσουμε τη δημόσια διοίκηση να φέρει τα λιγότερα δυνατά προσκόμματα στην πορεία για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας και να κατανοήσει ότι η άσκηση βιομηχανικής πολιτικής δεν εξαντλείται με την προκήρυξη κάθε είδους συγχρηματοδοτούμενων έργων και προγραμμάτων. Η βιομηχανική πολιτική γίνεται πράξη αν εξετάσουμε με σοβαρότητα και συνέπεια την πολιτική για την καινοτομία κα την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών από τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, την πολιτική ανταγωνισμού, τις υποδομές (υλικές και άυλες) για την έμπρακτη υποστήριξη της μεταποίησης, την πολιτική υποστήριξης της διεθνοποίησης και της εξωστρέφειας, εκπαίδευσης και κατάρτισης του υφιστάμενου ανθρώπινου δυναμικού, την περιφερειακή και την περιβαλλοντική πολιτική και τις συνεργασίες του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

«Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται βεβαίως, και ίσως κατά προτεραιότητα, η επίλυση των καθημερινών προβλημάτων των εγκατεστημένων επιχειρήσεων στις βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Η Διοίκηση της ΕΤΒΑ – ΒΙΠΕ, και το γνωρίζω πολύ καλά, είναι πρόθυμη όχι μόνον να συζητήσει, αλλά, κυρίως, να εισφέρει θετικά στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε» κατέληξε.

ΑΠΕ-ΜΠΕ