Αρχαία Ελληνική κληρονομιά – Ο κρατήρας του Δερβενίου

Ξεκινάμε με λίγα λόγια για το σχετικά κοντινό Δερβένι Κορινθίας πριν περάσουμε στον κρατήρα του, το αριστούργημα τέχνης που προκαλεί παγκόσμιο θαυμασμό;

Το Δερβένι , γενέτειρα του ποιητή Ρώμου Φιλύρα, είναι παραθαλάσσιο χωριό – κωμόπολη του νομού Κορινθίας με 1.514 κατοίκους, στα σύνορα με την Αχαΐα.. Βρίσκεται 56 χιλιόμετρα δυτικά της Κορίνθου και 75 χιλιόμετρα ανατολικά της Πάτρας, ενώ απέχει 141 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Αποτελεί το επίνειο για τα μεσόγεια και ορεινά χωριά της Ευρωστίνης και του Φενεού.

Το όνομά του το πήρε από τη στενότητα της θέσεώς του ανάμεσα στο βουνό και την θάλασσα. Η λέξη (derven σημαίνει στενό πέρασμα) είναι τούρκικη, αλλά έχει πολιτογραφηθεί και προσαρμοστεί στο τυπικό της νεοελληνικής. Το Δερβένι δρύθηκε από Ζαχολίτες έποικους, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο σταφίδας. Στην εμπορική ακμή του Δερβενίου, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού, εκατοντάδες εργάτες δούλευαν σε συσκευαστήρια κορινθιακής σταφίδας, η οποία φορτωνόταν από το λιμάνι του Δερβενίου σε μεγάλα εμπορικά πλοία και πωλείτο στις αγορές της Ευρώπης. Σήμερα το Δερβένι είναι κέντρο παραγωγής λεμονιών.

Τα περισσότερα σπίτια είναι διατεταγμένα εκατέρωθεν της παλαιάς εθνικής οδού Κορίνθου – Πατρών, παράλληλα προς την οποία βαίνει επίσης η σιδηροδρομική γραμμή, αλλά και η νέα εθνική οδός Αθηνών – Πατρών, αγγίζοντας σε πολλά σημεία τους καταπράσινους από φυσική βλάστηση και καλλιέργειες λόφους. Ο επισκέπτης εύκολα διακρίνει τα πολλά διώροφα παραδοσιακά οικήματα, με κύριο υλικό την πέτρα, το ξύλο και το κεραμίδι.

Και ο κρατήρας του Δερβενίου.

Το σπουδαιότερο εύρημα του νεκροταφείου του Δερβενίου είναι ο περίφημος χάλκινος κρατήρας, που είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοδόχο σκεύος. Το αριστουργηματικό και μοναδικό στο είδος του έργο σώζεται ακέραιο και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Ο κρατήρας είναι κατασκευασμένος με δύο τεχνικές: χύτευση για το χείλος, τις λαβές και τα προσωπεία τους, τη βάση, και τα αγαλμάτια των ώμων, και σφυρηλάτηση για τις ανάγλυφες μορφές της κοιλιάς και του λαιμού. Το σώμα του αγγείου ως το λαιμό κατασκευάσθηκε από ένα

έλασμα, ενώ από ένα δεύτερο το άνω τμήμα του λαιμού. Το θέμα της κύριας παράστασης αντλείται από το διονυσιακό κύκλο. Κεντρικές μορφές είναι ο Διόνυσος με την Αριάδνη. Ο γυμνός νεαρός θεός ακουμπά σε βράχο ανέμελος, έχει το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω στο κεφάλι του, το δεξί του πόδι πάνω στα πόδια της Αριάδνης, ενώ συνοδεύεται από ένα πάνθηρα. Δίπλα του κάθεται η όμορφη Αριάδνη, που φοράει καλύπτρα στο κεφάλι και χειριδωτό χιτώνα, και με μια κίνηση του δεξιού της χεριού γεμάτη χάρη, πιάνοντας την καλύπτρα, ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί στο σύντροφό της. Σε αντίθεση με την ηρεμία και γαλήνη των κεντρικών μορφών έρχεται ο οργιαστικός χορός των μαινάδων, που πλαισιώνουν το ιερό ζεύγος. Εκστατικό πάθος έχει κυριεύσει τις μαινάδες, το οποίο εκφράζεται με έντονες κινήσεις, με ρούχα που ανεμίζουν, αφήνοντας να διαφανεί κάτω από αυτά η ανατομία του σώματος. Το χορό παρακολουθεί σειλινός που στέκεται στις άκρες των δακτύλων και έχει σηκωμένο το ένα χέρι σαν να καθοδηγεί τον όλο χορό. Στο άλλο χέρι, πίσω από την πλάτη του, κρατά θυρσό. Αινιγματική είναι η άλλη ανδρική γενειοφόρος μορφή. Πρόκειται για έναν «μονοσάνδαλο» άνδρα που προχωρά σε έντονο βηματισμό. Φορά χλαμύδα και ιμάτιο, από τον ώμο κρέμεται σπαθί στη θήκη του, στο αριστερό κρατά άλλο εγχειρίδιο, ενώ στο δεξί κρατούσε δύο δόρατα.

Τα αγαλματίδια, που κάθονται στους ώμους του αγγείου, ανήκουν στα αριστουργήματα της αρχαίας χαλκοπλαστικής. Η στάση τους προσαρμόζεται στις καμπυλώσεις του κρατήρα. Στη μια πλευρά παρουσιάζεται και πάλι ο νεαρός Διόνυσος, που αρχικά κρατούσε θύρσο, στρέφεται προς την μαινάδα δείχνοντας την με το χέρι του, η οποία κάθεται στην απέναντι μεριά και γέρνει το κεφάλι στο στέρνο. Στην άλλη πλευρά εμφανίζονται ένας αποκοιμισμένος σειλινός με ασκό στο χέρι και μια εκστασιασμένη μαινάδα. Πάνω από το χείλος υπάρχουν φίδια. Οι έλικες των λαβών κοσμούνται από τέσσερις προτομές: στη μια πλευρά από τις προτομές του Ηρακλή και ενός γενειοφόρου θεού με κέρατα, στην άλλη από την προτομή του Άδη. Κάτω από την κύρια σκηνή του σώματος εμφανίζονται ζεύγη γρυπών και λέοντας με πάνθηρα που σπαράσσουν μικρό ελάφι και μοσχάρι.

Ο κρατήρας αποτελεί πιθανόν μακεδονικό έργο, αριστούργημα κάποιου Μακεδόνα καλλιτέχνη εξοικειωμένου με την αττική τέχνη. Επιγραφή με αργυρά γράμματα στο χείλος του αγγείου δηλώνει τον κάτοχό του: ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ. Η παρουσία ενός Θεσσαλού στη Μακεδονία συμπίπτει με ένα ιστορικό γεγονός: το 344 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ πήρε ομήρους από την αριστοκρατική οικογένεια των Αλευάδων, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρά τους να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία.

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

 

Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

aixmi-news.gr