«Έγκλημα στην όπερα Παλέ Γκαρνιέ» – Το νέο αστυνομικό διήγημα της Ιωάννας Μαστοράκη

Το νέο αστυνομικό διήγημα της βραβευμένης συγγραφέως Ιωάννας Μαστοράκη «Έγκλημα στην όπερα Παλέ Γκαρνιέ» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πνοές Λόγου και Τέχνης» σε μια εξαιρετική ανθολογία που αποτελείται από ελληνικά αστυνομικά διηγήματα, με τίτλο: «Αναζήτηση και Αποκάλυψη».

Το αστυνομικό διήγημα της Ιωάννας Μαστοράκη μας ανατρέχει στην Μπελ Επόκ εποχή και μας παρασύρει σε μια γοητευτική ιστορία μυστηρίου, στα καμαρίνια της περίφημης όπερας του Παρισιού Παλέ Γκαρνιέ, όπου διαπράττεται, ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα… Ο Επιθεωρητής Πιερ Μαρί, καλείται να το εξιχνιάσει, οι ύποπτοι συνεχώς εναλλάσσονται, σασπένς και συνεχείς ανατροπές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και καθιστούν τη συγγραφέα ως μία μετρ του αστυνομικού διηγήματος…

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Το τρένο σφύριξε τρεις φορές και η Έβελιν, έφτανε στην Γαλλία γεμάτη από ενθουσιασμό. Επιτέλους, μπορούσε να αφουγκραστεί και να αφεθεί στη διάχυτη μαγεία της Μπελ Επόκ εποχής. Ζαλισμένη από το γλυκό άρωμα του Παρισιού παραδόθηκε για μια στιγμή στη μεθυστική ονειροπόληση του μοναδικού ονείρου που είχε έρθει για να ζήσει. Ήθελε να γίνει η πιο διάσημη ντίβα της χρυσής εποχής του Παρισιού, η μία και μοναδική Λαίδη Έβελιν Ντίκινσον, το αηδόνι του Παρισιού, η ντίβα με τη διαμαντένια φωνή.

Από μικρή θαύμαζε την ευημερία του Παρισιού στις τέχνες και ήθελε να γίνει ένα μέρος της αριστουργηματικής άνθισης του. Επιτέλους ένιωθε μέσα της ότι είχε έλθει η μεγάλη στιγμή. Με το ανάστημά της, ψηλά, γεμάτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση στάθηκε έξω από το πολυτελές θέατρο της Όπερας Παλέ Γκαρνιέ. Τώρα πια, τίποτα δεν θα έμπαινε εμπόδιο στα όνειρα της, τίποτα δεν τη φόβιζε πια, ούτε καν οι παράξενες φήμες για την εξαφάνιση της μεγάλης ντίβας ΖουλιέτΑνρί στο ΠαλέΓκαρνιέ, μια, μόλις ημέρα, πριν την έναρξη της πρεμιέρας της.

Η Έβελιν πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα χτύπησε με θάρρος, την επιβλητική πόρτα της όπερας Παλέ Γκαρνιέ. Ξάφνου ένα ρίγος τη διαπέρασε σε όλο της το σώμα, κάνοντας την να κοντοσταθεί και να τρομάξει από την πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση φόβου, αγωνίας και λαχτάρας. Σε λίγο όμως άνοιξε, μεγαλοπρεπώς η πόρτα και ένα μεθυστικό άρωμα άφησε διάχυτα όλα τα όνειρά της να διεισδύσουν στον παραμυθένιο κόσμο της μαγικής Όπερας Παλέ Γκαρνιέ. Καθώς διάβαινε, τον σκαλιστό διάδρομο κι ανέβαινε τα κόκκινα σκαλιά, η αιθέρια παρουσία της έγινε αμέσως αισθητή. Τα περίεργα βλέμματα των συναδέλφων της και των εργαζομένων του θεάτρου, άρχισαν να πέφτουν βροχή πάνω της. Τα κρυφά σχόλια γύρω της ήταν πολλά, άλλα γλυκά γεμάτα θαυμασμό και άλλα πικρά γεμάτα φθόνο.

Τα καστανόξανθα μαλλιά της, τα εκφραστικά καταπράσινα μάτια της και το κατάλευκο σαν το χιόνι δέρμα της, γοήτευαν και μαγνήτιζαν όποιον την θωρούσε. Συνάμα την πολύτιμη ομορφιά της συμπλήρωνε η χρυσή πινελιά των πανάκριβων κοσμημάτων και των πολυτελών ρούχων της, που προδίδαν μεμιάς την πλούσια και ευγενή καταγωγή της.

Δίπλα στην λαίδη Έβελιν Ντίκινσον, πάντα η πιστή υπηρέτρια της η μις Έμμα Γκάμπλερ. Μια γυναίκα δυναμική, πάντα καλοσυνάτη, γλυκομίλητη και πρόθυμη που κουβαλούσε τις βαλίτσες της λαίδης της. Ήταν σαφές ότι τα μεγάλα καστανά αμυγδαλωτά μάτια της Έμμα ήταν αφιερωμένα μόνο για τις επιθυμίες της κυρίας της, λαίδης Ντίκινσον.

Οι δυο τους, στάθηκαν για λίγο, στον χώρο υποδοχής του θεάτρου, όπου υπήρχε ένα μικρό μπαρ. Ευγενέστατος ο μπάρμαν Αντρέ, τους πρόσφερε ένα μικρό απεριτίφ και τους είπε:

– Θα περιμένετε για λίγο, μέχρι να έλθει ο καλλιτεχνικός μας διευθυντής Ζαν Λουί Μπατίστ να σας ξεναγήσει στον χώρο του θεάτρου.

Από το βάθος ξεπρόβαλε ένας ωραίος, μελαχρινός άνδρας, μέσης ηλικίας, ντυμένος με κομψά ρούχα υψηλής ραπτικής. Η ευγένεια του και το μπρίο του, φανέρωναν άνδρα με υψηλό ταμπεραμέντο. Τα λόγια του αντηχούσαν σαν ποίημα και κάθε λέξη του φάνταζε ουράνια στα αυτιά της μαγεμένης Έβελιν. Η υπηρέτρια της, η Έμμα παρασύρθηκε και αυτή σαν γυναίκα, από τον γοητευτικό άνδρα και για πρώτη φορά αισθάνθηκε να προδίδει την κυρία της, καθώς η ματιά της καθηλώθηκε στην αγγελική ομορφιά του Γάλλου κυρίου…

-Καλώς ήλθατε στο Παλέ Γκαρνιέ. Ονομάζομαι Ζαν Μπατίστ Λουί και τυγχάνει να έχω την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου. Είναι μέγιστη η χαρά μας, Λαίδη Ντίκινσον που θα σας έχουμε κοντά μας. Είμαστε ευγνώμονες για τη συνεργασία μας. Λοιπόν,ωραία μου κυρία, θα σας δω αύριο στην πρόβα μας, είπε ευγενικά, ο Ζαν Μπατίστ Λουί, και αποχώρησε αφού πρώτα της φίλησε ιπποτικά το χέρι.

Την επόμενη μέρα η Έβελιν κατέφθασε πρώτη από όλους, στην πρόβα. Φορούσε ένα φανταχτερό καπέλο με φτερά από παγώνι και ένα ολομέταξο, κόκκινο φόρεμα, ακριβές αντίγραφό του αυθεντικού θεατρικού κουστουμιού της, με μικρές παραλλαγές που του πρόσδιδαν μοναδική πολυτέλεια. Στο λαιμό της άστραφτε ένα διαμαντένιο κολιέ που κόστιζε μια περιουσία, δώρο του αγαπητού πατέρα της, που δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι.

Σύντομα κατέφθασαν όλοι οι συνάδελφοί της και ο μαέστρος με το πόρτο του στο χέρι, στάθηκε μπροστά από ένα πολυτελέστατο, σκαλιστό πιάνο με ουρά.

Η αντίπαλη ντίβα μαντάμ Σουζέτ εισήλθε καθυστερημένη στην αίθουσα της σκηνής και με ένα ψυχρό χαμόγελο, είπε:

– Αγαπητή λαίδη Ντίκινσον θα ήταν μεγάλη χαρά ξεκινήσουμε την πρόβα μας.

Η πρόβα εξελίχθηκε πολύ όμορφα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα άγγιξε την τελειότητα. Ο μαέστρος Ντανιέλ Απρέ συνεχάρη τις δύο κυρίες για την άρτια συνεργασία τους και η περήφανη μαντάμ Σουζέτ απάντησε:

-Κάναμε το ελάχιστο δυνατό, Ντανιέλ.

H Έβελιν ενοχλημένη από το μπλαζέ σχόλιο της μαντάμ Σουζέτ απάντησε:

-Μου επιτρέπετε, φαντάζομαι, μετά από μια κουραστική πρόβα, να αποσυρθώ για να φρεσκαριστώ στο καμαρίνι μου.

Η Έβελιν αισθάνθηκε την ψυχρή ματιά της μαντάμ Σουζέτ να τη διαπερνάει και τον μαέστρο να την κοιτάζει με καχυποψία. Καθώς αποχωρούσε, την ακολούθησε η προσωπική της βοηθός Έμμα που κατά τη διάρκεια της πρόβας καθόταν στα πίσω καθίσματα. Πριν αποσυρθούν στα καμαρίνια η Έβελιν, έριξε μια τελευταία ματιά στη σκηνή. Είδε τον μαέστρο και τη Σουζέτ, να σιγοψιθυρίζουν κάτι συνωμοτικό μεταξύ τους. Πίσω τους ερχόταν ο μετρ Αντρέ με ένα μπουκάλι. Τα φώτα έσβησαν και οι τρεις σκιές τους, ενώθηκαν σαν μια φλόγα.

Την έπιασε ένα ρίγος, μια διαίσθηση φόβου ότι κάτι κακό θα συμβεί.

– Λαίδη, αυτός ο μπάρμαν ο Αντρέ, κάτι θέλει από μένα.

– Έλα Έμμα, μην ακούω υπερβολές.

Το επόμενο πρωί, με την πρώτη αχτίδα του ήλιου, ο Ζαν Μπατίστ Λουί έφθασε έξω από το θέατρο για να ανοίξει νωρίς στο βοηθητικό προσωπικό καθαριότητας. Τα ρούχα του ελαφρά τσαλακωμένα πρόδιδαν το χθεσινό ξενύχτι του. Τα έμπειρα μάτια της καθαρίστριας Ναταλί, παρατήρησαν ότι ο κύριος ήταν ελαφρά αξύριστος και τα ρούχα του ίδια με χθες αλλά τσαλακωμένα. Χαριτολογώντας είπε στον Ζαν Μπατίστ:

– Μαύροι κύκλοι στα μάτια σας, κύριε. Το ξενυχτήσαμε πάλι χθες;
– Ήπιαμε ένα ποτάκι παραπάνω χθες στο καζίνο, Ναταλί. Αλλά μην σας ξεφύγει τίποτα στη Μαντάμ Σουζέτ κι αρχίσει πάλι τις ανακρίσεις.
– Λερώσατε το πουκάμισο σας, κύριε, με κόκκινο κρασί. Να σας καθαρίσω το μανίκι σας, να μην φαίνεται. Κι έννοια σας, δεν μιλάω…

Η Ναταλί, ξέπλυνε το μανίκι του κυρίου, κι ύστερα συνέχισε την καθαριότητα του θεάτρου. Πρώτα σκούπισε τις σκάλες, μετά ξεσκόνισε τα καθίσματα. Καθώς σφουγγάρισε τη σκηνή, παρατήρησε ότι το παρκέ κολλούσε, κάποιο ποτό θα είχε στάξει, είπε, και συνέχισε να σφουγγαρίζει πιο έντονα. Λίγα λεπτά μετά, μπήκε στα παρασκήνια να τακτοποιήσει τα καμαρίνια. Πρώτα καθάρισε τα καμαρίνια των ανδρών, έπειτα τα καμαρίνια των γυναικών, μετά το καμαρίνι της μαντάμ Σουζέτ και τελευταίο άφησε το καμαρίνι της Λαίδη Ντίκινσον. Άνοιξε την πόρτα, το φως του ήλιου την τύφλωνε, κάποιος είχε ξεχάσει την έξοδο κινδύνου μισάνοιχτη κι οι ηλιαχτίδες είχαν βρει το κρυφό πέρασμα…. Ώσπου:

-Ααααα!!!!! Το ουρλιαχτό της Ναταλί αντήχησε σε όλο το θέατρο.

– Ναταλί; Είσαι καλά Ναταλί; Τι συμβαίνει; ρώτησε με αγωνία ο Ζαν Μπατίστ Λουί.

– Είναι φριχτό! Η λαίδη κύριε, είναι εκεί στο καμαρίνι, πεσμένη, νεκρή!

– Θεέ μου. Όχι, δεν είναι δυνατόν. Γρήγορα την αστυνομία. Να φωνάξουμε την αστυνομία!

Ο επιθεωρητής Πιερ Μαρί, κατέφθασε στην αίθουσα του Παλέ Γκαρνιέ. Ο επιθεωρητής, ένας άνδρας ψηλός, με μεγάλα διαπεραστικά μάτια και πλατύγυρο καπέλο, άναψε την πίπα του και ρώτησε:

– To θύμα είναι ακόμη, εδώ;…..

zougla.gr