Forthnet: Η «είσοδος» νέου επενδυτή κρίνει την επιβίωση

Από μια κλωστή κρέμεται η επιβίωση της Forthnet όπως προκύπτει από την έκθεση της Ernst & Young, του ορκωτού ελεγκτή της, που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά προειδοποιεί για «ουσιώδη αβεβαιότητα» σχετικά με τη συνέχιση της δραστηριότητας (going concern) της εισηγμένης.

Από τις οικονομικές καταστάσεις της Forthnet προκύπτει πως τα ενοποιημένα συνολικά έσοδα για το 2019, ανήλθαν στα 262,8 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 5,9% σε σχέση με το 2018 και πως τα προ φόρων τόκων και αποβάσεων κέρδη (EBITDA) μειώθηκαν στα 36,4 εκατ. ευρώ το 2019, έναντι 42,3 εκατ. ευρώ του 2018. Αλλά αυτές οι επιδόσεις είναι οι λιγότερο ανησυχητικές.

Η αθέτηση δανείων και ο κορωνοϊός

Οι προειδοποιήσεις της Ernst & Young για την οικονομική θέση της Forthnet αποκαλύπτουν το εύρος των προβλημάτων. Ενδεικτικά ο ορκωτός αναφέρει τα εξής:

«Εφιστούμε την προσοχή σας στη Σημείωση 8 των εταιρικών και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην οποία αναφέρεται ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2019, (α) η εταιρεία και ο Όμιλος δεν προχώρησαν σε αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων ύψους 78,5 εκατ. ευρώ και 255,0 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν απεικονιστεί στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις πλέον τόκων ύψους 5,4 εκατ. ευρώ και 19,2 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα, και (β) το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρείας και του Ομίλου υπερβαίνει το σύνολο των κυκλοφορούντων περιουσιακών τους στοιχείων κατά 98,9 εκατ. ευρώ και 381,0 εκατ. ευρώ αντίστοιχα Ως εκ τούτου, η εταιρεία και ο Όμιλος ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να αποπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δανειακές τους συμβάσεις και να καλύψουν το σύνολο των αναγκών τους σε κεφάλαιο κίνησης».

Ακόμη, η Ε.Υ. σημειώνει πως κατά την 31 Δεκεμβρίου 2019 η εταιρεία και ο Όμιλος Forthnet παρουσίαζαν αρνητική καθαρή θέση ύψους 79,4 εκατ. ευρώ και 226,6 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα. Όπως περαιτέρω αναφέρεται (i) η ικανότητα της εταιρείας και του Ομίλου να ολοκληρώσουν την αναχρηματοδότηση του συνόλου των δανειακών τους υποχρεώσεων και (ii) η επάρκεια κεφαλαίου κίνησης της εταιρείας και του Ομίλου, δεν μπορούν να διασφαλιστούν, ενώ υφίσταται επιπλέον αβεβαιότητα που συνδέεται (α) με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα συνέπεια κυρίως της πανδημίας του COVID-19, (β) με την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει για την προσέλκυση επενδυτών και (γ) με τις τελικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων αναφορικά με την αρνητική καθαρή θέση της Εταιρείας.

«Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω συνθήκες υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητα τους», σημειώνει η E.Y.

 

Συμβάσεις και υπεραξία

Στο ίδιο πλαίσιο η ελεγκτική εταιρεία ξεχωρίζει και τρία σημαντικά θέματα ελέγχου που κατά την κρίση της, ήταν εξέχουσας σημασίας στον έλεγχό της επί των εταιρικών και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων της ελεγχόμενης χρήσεως. Αυτά αφορούν στην αναγνώριση εσόδων από συμβάσεις με πελάτες, στην κεφαλαιοποίηση κόστους συμβάσεων και στον έλεγχο απομείωσης υπεραξίας.

«Η αναγνώριση εσόδων και ιδιαίτερα η αναγνώριση των δεδουλευμένων εσόδων και των εσόδων επομένων χρήσεων είναι μια σύνθετη διαδικασία κυρίως λόγω της πολυπλοκότητας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Η πολυπλοκότητα αυτή πηγάζει κυρίως από την παροχή συνδυαστικών υπηρεσιών, την αλλαγή των τιμοκαταλόγων κατά τη διάρκεια της χρήσης, την πολυμορφία των υπηρεσιών και προϊόντων που προσφέρονται καθώς και του μεγάλου όγκου δεδομένων που διαχειρίζεται η Εταιρεία και ο Όμιλος. Λαμβάνοντάς υπόψη τον βαθμό υποκειμενικότητας των κρίσεων και εκτιμήσεων που διενεργούνται από τη διοίκηση της εταιρείας και του Ομίλου στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας και την περαιτέρω πολυπλοκότητα των συστημάτων τιμολόγησης των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και των διαδικασιών που ακολουθούνται έχουμε αναγνωρίσει την διαδικασία αναγνώρισης των εσόδων και ιδιαίτερα την αναγνώριση των δεδουλευμένων εσόδων και των εσόδων επομένων χρήσεων ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα ελέγχου», σημειώνει για το πρώτο θέμα η Ε.Υ.

Αναφορικά με τα κεφαλαιοποιηθέντα κόστη συμβάσεων αναφέρει πως είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα ελέγχου λόγω: α) του βαθμού υποκειμενικότητας των κρίσεων που διενεργήθηκαν από τη διοίκηση της εταιρείας και του Ομίλου για να καθορισθεί εάν τα εν λόγω κόστη πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης που θέτει το ΔΠΧΑ 15 – «Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες» και β) της πολυπλοκότητας των σχετικών υπολογισμών και εκτιμήσεων σχετικά με την περίοδο απόσβεσης καθώς και του κινδύνου τα κεφαλαιοποιημένα κόστη συμβάσεων να μην συνεχίζουν να πληρούν τα σχετικά κριτήρια αναγνώρισης λόγω διακοπών σύνδεσης ή ακυρώσεων συνδρομητών.

Αλλά και για την λογιστική αξία της υπεραξίας που κατά την 31 Δεκεμβρίου 2019 στην ενοποιημένη κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης ανερχόταν σε 83,1 εκατ. ευρώ, η Ε.Υ. σημειώνει πως «λόγω του βαθμού υποκειμενικότητας των κρίσεων που διενεργήθηκαν από τη διοίκηση της εταιρείας και του Ομίλου κατά την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών προϋπολογισμών και των εκτιμήσεων κατά την επιλογή των προαναφερθέντων βασικών παραδοχών, υπάρχουν εγγενείς αβεβαιότητες στους σχετικούς υπολογισμούς, ενώ τα πραγματικά αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν από τις εκτιμήσεις της διοίκησης».

 

Ο υποψήφιος επενδυτής

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν πως ο υποψήφιος επενδυτής της Forthnet, η United Group (θυγατρική της BC Partners) που έχει ξεκινήσει αποκλειστικές διαπραγματεύσεις επί της πρότασης που έχει υποβάλει προς τις Εθνική, Alpha, Πειραιώς και Αττικής αναφορικά με τα ανοίγματά τους (exposures) έναντι της Forthnet και της Forthnet Media, θα έχει δύσκολη αποστολή για τη διάσωση της εταιρείας.

Και μπορεί χθες ο Διευθύνων Σύμβουλος της Forthnet Πάνος Παπαδόπουλος να δήλωσε πως όλο αυτό το διάστημα υποστήριζε πλήρως τη διαδικασία ανεύρεσης επενδυτή για τα exposures των δανειστριών τραπεζών, όχι μόνο καλύπτοντας όλα τα σχετικά αιτήματα ενημέρωσης μέσω των συμβούλων των τραπεζών μας, αλλά και με «ενεργητική προσέγγιση και ενημέρωση πιθανών υποψήφιων επενδυτών», ωστόσο όλα τα δεδομένα δείχνουν πως χάθηκε πολύτιμος χρόνος για να καταλήξουν τράπεζες και Forthnet σε προτάσεις που εξ αρχής ήταν στο τραπέζι.

H Αlter Ego του Ευάγγελου Μαρινάκη αποχώρησε από τη διεκδίκηση της Forthnet στο παρά πέντε της υπογραφής της συμφωνίας, λόγω της «σφήνας» στις διαπραγματεύσεις του αγγλικού fund Duet. Η Duet μετά την αποχώρηση της Alter Ego ήταν το φαβορί για να αποκτήσει τα δάνεια της Forthnet και να αναλάβει την εξυγίανσή της. Προσέφερε σχεδόν τα ίδια χρήματα με την Alter Ego (περίπου 41 εκατ. ευρώ) για να αγοράσει τα δάνεια των 333 εκατ. ευρώ και επιπλέον άφηνε το 36% της Forthnet που κατέχουν σήμερα οι τράπεζες στις ίδιες, ώστε να επωφεληθούν στο μέλλον από την ανάκαμψη της εταιρείας.

Αιφνιδιαστικά το αγγλικό fund της BC Partners, μέσω της θυγατρικής του εταιρείας τηλεπικοινωνιών United Group, μπήκε στο παιχνίδι της διεκδίκησης της Forthnet με πρόταση που αξιολογήθηκε ως καλύτερη από αυτήν της Duet, με αποτέλεσμα να κληθεί για αποκλειστικές διαπραγματεύσεις. Αυτή η πρόταση ανέρχεται σε 42 εκατ. ευρώ, δηλαδή 1 εκατ. ευρώ παραπάνω από της Duet. Έχει όμως ένα στοιχείο που δεν ευνοεί τις πιστώτριες τράπεζες, ήτοι μέσα στο τίμημα των 42 εκατ. ευρώ περιλαμβάνεται και το 36% των μετοχών που ελέγχουν οι τράπεζες στη Fothnet.

Πάντως, όπως και να έχει, ακόμη και το μεγάλο «κούρεμα» του δανεισμού της Forthnet από τις τράπεζες – κάτι για το οποίο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε κάνει επερώτηση στη Βουλή – ενδέχεται με τις σημερινές συνθήκες να μην είναι αρκετό, ώστε η εταιρεία να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Αν τελικά οι προσπάθειες δεν ευοδωθούν και επέλθει η κατάρρευση, για αυτή την εξέλιξη θα ευθύνεται τόσο η Διοίκηση Παπαδόπουλου, όσο και η ολιγωρία των τραπεζών.

cnn.gr