FT: Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να προσφέρει ανάπτυξη

550_334_429536Στην Ιαπωνία, ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε ανακοινώνει ένα ακόμα πακέτο μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης.

Στην Ευρώπη, οι οικονομολόγοι νεύουν επιδοκιμαστικά όταν το Eurogroup ακυρώνει τα πρόστιμα στην Ισπανία, η οποία, παρά τα χρόνια ανάπτυξης, εξακολουθεί να εμφανίσει ελλείμματα πολύ υψηλότερα από αυτά που επιτρέπουν οι κανόνες του μπλοκ. Στις ΗΠΑ, και οι δυο υποψήφιοι για την προεδρία υπόσχονται περισσότερες κρατικές δαπάνες.

Άρα, είναι ξεκάθαρο πως οι προσπάθειες για περικοπή δαπανών και αποπληρωμή των χρεών, όσο διστακτικές και αν είναι, έχουν ατονίσει έναντι του ανανεωμένου ενθουσιασμού για πολιτικές όπως αυτές, που σκοπό έχουννα αυξήσουν τη ζήτηση.

Αυτό είναι επικίνδυνο. Αν οι κυβερνήσεις στηρίζονται σε υψηλά χρέη και αρνητικά επιτόκια, παρά τη μέτρια ανάπτυξη και την ομαλή χρήση του παραγωγικού δυναμικού, σε μια ανοδική φάση, τι θα κάνουν αν και όταν οι οικονομίες αποδυναμωθούν ξανά;

Ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπαθούν ακατάπαυστα να δημιουργήσουν ανάπτυξη μέσω των τραπεζικών δανειοδοτήσεων και του δημοσιονομικού δανεισμού.

Η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν κάνει τα επιτόκια αρνητικά για νατιμωρήσουν τις τράπεζες που αποτυγχάνουν να μετατρέψουν τα ρευστά αποθέματά τους σε δάνεια.

Την ίδια ώρα, αυτές οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν τεράστιους όγκους κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Τα χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια που προκύπτουν, βοηθούν τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να τηρούν μεγάλα ελλείμματα.

Πολλοί οικονομολόγοι στηρίζουν τέτοιου είδους πολιτικές: αν ο ιδιωτικός τομέας δεν δανείζεται, υποστηρίζουν, τότε ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να το κάνει για να δημιουργήσει ζήτηση.

Ωστόσο, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι επεκτατικές νομισματικές πολιτικές δεν έχουν κάνει και πολλά για να αυξήσουν την δανειοδότηση από τις τράπεζες και τη δανειοληψία από τον ιδιωτικό τομέα.

Η τόνωση του δανεισμού μετά από μια οικονομική κρίση είναι σαν να σπρώχνεις το σκοινί (σ.σ. έκφραση που αποδίδεται συχνά στον John Maynard Keynes και είναι σχήμα λόγου για μια επιρροή που είναι πιο αποτελεσματική στο να κινεί τα πράγματα προς τη μία κατεύθυνση παρά στην άλλη: μπορείς να τραβήξεις αλλά όχι να σπρώξεις το σκοινί): οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εξομαλύνουν την αναπόφευκτη διαδικασία μείωσης χρέους μειώνοντας τα επιτόκια και ρίχνοντας ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, όμως δεν μπορούν να εξαλείψουν τελείως την ανάγκη οι εταιρείες, οι τράπεζες και τα νοικοκυριά να αποπληρώνουν το υπερβολικό χρέος.

Συνήθως χρειάζεται χρόνια για να γίνει αυτό, και αυτή τη φορά τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά.

Δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική δεν έχει δύναμη, πολλοί υποστηρίζουν πως οι ελλειμματικές δημόσιες δαπάνες πρέπει να αντισταθμίζουν την έλλειψη ιδιωτικής ζήτησης. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δανείζονται περισσότερα για να επενδύουν σε υποδομές και καινοτομία.

Οι συστάσεις αυτές στόχο έχουν ιδιαίτερα τις χώρες όπως η Γερμανία που έχουν ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς τους.

Όμως οι επικριτές της «λανθασμένης λιτότητας» εκφράζουν έντονα τις απόψεις τους και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και οι χώρες της νότιας Ευρώπης. Κατά την άποψή τους, οι περιορισμοί της ευρωζώνης στα δημόσια ελλείμματα και χρέη έχουν επιδεινώσει την κρίση.

Αυτή η υπόθεση πολύ απλά δεν στηρίζεται σε γεγονότα. Τα επίπεδα χρέους έχουν συνεχίσει να αυξάνονται από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες.

Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ευρωζώνη, το συνολικό χρέος εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου (δημόσιο και ιδιωτικό) αυξήθηκε από το περίπου 225% του ΑΕΠ το 2007 στο 250% το 2015.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτού είναι στον δημόσιο τομέα. Αν η αύξηση του χρέους μπορούσε να τονώσει την ανάπτυξη, θα είμασταν εν τάξει.

Όμως δεν είμαστε. Το περισσότερο χρέος είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι η λύση στο πρόβλημα ανάπτυξης της Δύσης. Η απάντηση πρέπει να είναι να ενισχύσουμε τις προοπτικές των οικονομιών μας να δημιουργούν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας.

Σίγουρα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι μεταξύ των συστάσεων του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και πολλών κεντρικών τραπεζών.

Πίσω στον πραγματικό κόσμο όμως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε πολιτικές για ενίσχυση της ζήτησης.

Πολλοί οικονομολόγοι που στηρίζουν την άποψη αυτή, υποστηρίζουν πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι αποτελεσματικές μακροπρόθεσμα μόνο.

Βραχυπρόθεσμα, μπορεί να είναι ακόμα και αντιπαραγωγικέςδιότι διευρύνουν το χάσμα μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης σε μια οικονομία.

Κάποιοι βλέπουν «με μισό μάτι» και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ισχυριζόμενοι ότι βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγικές επιδόσεις μιας οικονομίας σε βάρος των εμπορικών της εταίρων. Αυτή είναι «μπακαλική».

Τα μέτρα πολιτικής που βελτιώνουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία είναι καλά για την ανάπτυξη, ασχέτως του πόσο ανοικτή είναι μια οικονομία.

Το μάθημα που θα έπρεπε να είχαμε πάρει στα μετά-κρίσης χρόνια είναι πως οι πολιτικές τόνωσης της ζήτησης από μόνες τους δεν μπορούν να επαναφέρουν τις οικονομίες μας σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι νομισματικές πολιτικές δεν είναι πολύ αποτελεσματικές. Οι δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν σίγουρα να βοηθήσουν –μόνο όμως αν πυροδοτήσουν επενδύσεις και καινοτομία και επιτρέψουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Όμως, αυτό δεν συνέβη. Ενώ το συνολικό κρατικό χρέος στην ευρωζώνη εκτινάχθηκε κατά περίπου 3 τρισ. ευρώ μεταξύ του 2007 και 2015, οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20 δισ. ευρώ. Εν τω μεταξύ, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνται καλό να υπάρχουν, όχι όμως και θεμέλιο για την βιώσιμη ανάπτυξη.

Η μεγαλύτερη καινοτομία και η υψηλότερη παραγωγικότητα παραμένουν οι ασφαλέστεροι δρόμοι για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της δημιουργίας πλούτου.

Και αυτό χρειάζεται ανοικτές αγορές, φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, όχι περισσότερες δημοσιονομικές δαπάνες και ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες.

ΠΗΓΗ: euro2day.gr