Η κυρα-Βιολέτα ήταν η τελευταία μυλωνού του νερόμυλου της Άνω Χώρας

Η κυρα-Βιολέτα ήταν η τελευταία μυλωνού του νερόμυλου της Άνω Χώρας. Σήμερα είναι 89 ετών, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τη ζωή…

Με διακεκομμένες μνήμες, πέρσι, μας μετέφερε την εμπειρία της  ως μυλωνού.

– Για πες μας, πώς ήταν εκεί στον μύλο, όταν άλεθες; 

– Σκοτεινά, απάντησε.

Δούλευες μόνο όταν έβρεχε;

– Η βροχή μού έκοβε τη δέση (αυλάκι) και έτρεχα να τη φτιάξω.

Είχες ομπρέλα;

-Ομπρέλα; Χαζεύεις; Το σακάκι και έτρεχα γρήγορα να το φτιάξω να μη γίνω μούσκεμα. Μούσκεμα το σακάκι και τρύπιες οι γαλότσες αλλά είχα το τζάκι και στέγνωνα.

-Είχες αλέσματα;

-Είχα, καιρό δεν είχα να αλέσω. Ο κόσμος έφερνε. Και τότε το καλαμπόκι ήταν ντόπιο από τα γιούρτια μας και ήταν πεντανόστιμο.

Η Βιολέτα Χασάνη

Πληρωνόσουν;

-Επαιρνα ξάι ( το δικαίωμα).

Εδινες στην Εκκλησία; Γιατί ο μύλος είναι της Εκκλησίας.– Η Εκκλησία δεν ήθελε τίποτα. Ξάι έπαιρνα.

Πόσο έπαιρνες και πώς το μετρούσες;

-Τι να πάρω; Φτωχός κόσμος… Είχα ένα μεγάλο μπικιόνι. Αμα ήταν μισό σακί ένα μπικιόνι, άμα ήταν ολόκληρο δύο. Αλλά εγώ έπαιρνα τόσο έτσι δα (δείχνει με τα χέρια) δυο χούφτες.

Αλεθες μέρα-νύχτα;

– Οχι, μωρή, είχα και άλλες δουλειές. Ο μύλος αλέθει όταν βρέχει και έχει νερό το ρέμα. Γι” αυτό λέω, όταν έβρεχε, έπρεπε να τ” αλέσω. Πήγαινα απόγευμα και βράδυ, δεν κοιμόμουν εκεί.

– Κοιμήθηκες καμιά φορά εκεί;

– Μια φορά έβρεχε και είπα να πάω να αλέσω γιατί είχα αλέσματα. Και έβαλα τον μύλο σε σειρά και έκατσα να ξεκουραστώ αλλά ήμουνα πολύ κουρασμένη και κοιμήθηκα. Ξύπνησα με μια μεγάλη βροχή. Νερό παντού! Μπήκε μέσα, έπλυνε τον μ΄θλο, το καλαμπόκι, πάει τ” αλέυρι. Μη ρωτάς τι έπαθα… Σταμάτησα τον μύλο, έκοψα το νερό έξω και έφυγα όλη νύχτα… Δεν είχε ξημερώσει… Μούσκεμα πήγα στο σπίτι. Την άλλη μέρα πήγα αλεύρι καλαμπόκι στο ρέμα. Χαχαχα! Ηταν αστείο! Τώρα ναι είναι αστείο, τότε στεναχωρήθηκα. Πήγα, έβαλα πάλι τον μύλο σε σειρά και άρχισα να αλέθω. Δεν ξανακοιμήθηκα.

Και με το άλεσμα που έχασες τι έγινε;

-Τους είπα τι έπαθα και τους πήγα από αυτό που έπαιρνα εγώ αλλά δεν το πήραν.

– Θυμάσαι τίνος ήταν το άλεσμα;

-Πώς δεν θυμάμαι! Του Ρεππογιώργου, καλός άνθρωπος και της Κατερίνης. Δεν το πήραν! Δεν το πήραν!

Είχες κρεβάτι στον μύλο;

-Κρεβάτι…; Κάτι σανίδια και έβαζα άλεσμα για μαξιλάρι και σκέπασμα ένα παλιόρουχο. Δεν κοιμόμουνα, ξεκουραζόμουνα.

Αν χαλούσε ο μύλος, τι έκανες;

-Αν χαλούσε… Οταν άλεθε πολύ, κουραζόταν και αυτός. Χαχαχα! Και τότε έτρεχα στον Παπαντρία, καλός ο Γιωργάκης, πάντα έκανε καλό, βοηθούσε, του έπιανε  το χέρι.

– Πόση ώρα έκανε να αλέσει μια μεριά (ένα τσουβάλι);

-30 οκάδες σχεδόν σε μια ώρα.

Τι σου άρεσε πιο πολύ στον μύλο;

-Ξεκουραζόμουνα. Η βοή από το νερό και ο βρόντος του μύλου ξεκούραζαν το κεφάλι μου.

Θα ήθελες να ξαναπάς εκεί στον μύλο για δουλειά;

-Να πάω θέλω, αλλά δεν μπορώ για δουλειά τώρα, γέρασα…

– Πόσα χρόνια δούλεψες στον μύλο;

– Τρία- τέσσερα, μετά τον άφησα.

Και έτσι σταμάτησε ο τροχός της ρόδας το 1982.

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΝΩ ΧΩΡΑΣ