Μαθηματικοί, Φυσικοί και Χημικοί: Ο Γαβρόγλου θέλει να διαλύσει το Λύκειο

Με λειψή άλγεβρα και χωρίς γεωμετρία, το Υπουργείο Παιδείας καλλιεργεί τον μαθηματικό αναλφαβητισμό και την γνωστική ερήμωση των σχολείων.

Με μια ανιστόρητη απόφαση, το Υπουργείο Παιδείας προγραμματίζει την αλλοίωση του επιστημονικού περιεχομένου της μαθηματικής εκπαίδευσης. Λησμονώντας το «Αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω» της Ακαδημίας του Πλάτωνα και αγνοώντας τόσο τη σύνθετη εξέλιξη της μαθηματικής επιστήμης, όσο και τις σύγχρονες προσεγγίσεις της μαθηματικής εκπαίδευσης, προχωρούν σε μια καινοφανή κατάτμηση και αποπλαισίωση των σχολικών μαθηματικών από την επιστημολογική τους αναφορά.

Η συγκεκριμένη απόφαση περιλαμβάνεται, με έναν θεμελιακά λανθασμένο τρόπο, στην επιδίωξη της μείωσης του εξεταστικού φόρτου του Λυκείου. Υπουργείο και ΙΕΠ δείχνουν και πάλι να αντιλαμβάνονται το σύστημα των εξετάσεων ως απολύτως ανεξάρτητο από το σύστημα και τους στόχους της διδασκαλίας και μάθησης. Οδηγούν κατά συνέπεια σε διπλά αρνητικό αποτέλεσμα, ερημώνοντας το μαθησιακό περιεχόμενο της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Ενισχύουν την ασκησιολογία στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και την παπαγαλία στο περιεχόμενο των εξετάσεων.

Ο περιορισμός της εκπαιδευτικής βαρύτητας και η κατάργηση της συνοχής στην εξέταση των διδασκόμενων μαθημάτων Μαθηματικών στη Β΄ Λυκείου,
(α) ισοδυναμεί με ουσιαστική ακύρωση του ενδιαφέροντος και της διδασκαλίας αυτών των μαθημάτων, 
(β) συντελεί στην υποβάθμιση του Λυκείου και στην αναζήτηση ελιτίστικων επιλογών στην εκπαιδευτική αγορά,
(γ) συντελεί στην υποβάθμιση της μαθηματικής εκπαίδευσης, από κεντρικό στοιχείο του σύγχρονου αλφαβητισμού σε περιορισμένο εργαλείο μαθηματικοποίησης μόνο των φανερά εκμαθηματικευμένων πεδίων.

Οι συνεχείς και συνεχώς αυτοαναιρούμενες δηλώσεις και η έκδηλη προχειρότητα των ανακοινώσεων εγείρουν πλέον σοβαρά ερωτήματα ως προς την παιδαγωγική και πολιτική επάρκεια των σχεδιαστών και των ιθυνόντων του Υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ.

Φαίνεται πως η κλειστοφοβική συμπεριφορά του ΙΕΠ και η αλαζονική άρνηση κάθε συζήτησης με την ΕΜΕ -παρά τις επίσημες δεσμεύσεις για συστηματική ενημέρωση και συζήτηση- δεν είναι απλά ένα ύφος πολιτικής συμπεριφοράς απέναντι στην ανεξάρτητη και κριτική σκέψη.

Η αντίστοιχη περιφρονητική συμπεριφορά σε όλες τις επιστημονικές ενώσειςδηλώνουν μάλλον ένα σύμπτωμα βαθύτερης ανεπάρκειας σε ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Αν αντιγράφουν, αντιγράφουν λανθασμένες μεταφράσεις. Αν επινοούν, επινοούν στο κενό.

Κόβουν και ράβουν την εξεταστέα ύλη, αδιαφορώντας για τη συνοχή της διδακτέας ύλης. Αυθαιρετούν, χωρίς επίγνωση της επιστημολογίας και των εσωτερικών διαρθρώσεων που νοηματοδοτούν τη μάθηση των Μαθηματικών στο Λύκειο. Η μαθηματική εκπαίδευση κομματιάζεται με τρόπο που αναιρείται ως μαθηματική και ως εκπαίδευση. Αποφασίζουν χωρίς συναίσθηση των κοινωνικών και γνωστικών επιπτώσεων που έχει η αποτυχία στα Μαθηματικά στη γενικότερη σχολική αποτυχία.

Το κατά καιρούς προβαλλόμενο σχίσμα ανάμεσα στο Υπουργείο και στο ΙΕΠ δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε να μειώσει το αποθαρρυντικό κλίμα και τη μεγάλη ανησυχία για το δημόσιο σχολείο. Αντίθετα, προκαλεί αναστάτωση σε μαθητές και μαθήτριες, αγωνία στις οικογένειες και απόγνωση στο σώμα των εκπαιδευτικών.

Η ΕΜΕ καλεί τον Υπουργό Παιδείας να αναλάβει μια γενναία πρωτοβουλία ανατροπής αυτής της καταστροφικής εξέλιξης. Να ακυρώσει και να θέσει σε νέα επεξεργασία το ζήτημα της μείωσης του εξεταστικού φόρτου σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Να διερευνήσει εναλλακτικές θεωρήσεις και πρακτικές για την αξιολόγηση της μάθησης και της διδασκαλίας. Να τιμήσει την ανακήρυξη του 2018 ως έτους Μαθηματικών, αναζητώντας έγκυρη ενημέρωση και εγκαινιάζοντας έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για τη Μαθηματική Εκπαίδευση στο σύγχρονο σχολείο.

 

Η κοινή ανακοίνωση Φυσικών, Χημικών, Γεωλόγων και Βιοεπιστημόνων έχει ως εξής:

Με μία αιφνιδιαστική κίνηση, χωρίς διάλογο και ανταλλαγή απόψεων, και κατόπιν της σχετικής εισήγησης του ΙΕΠ, δημοσιεύθηκε η απόφαση σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών στην Α΄, Β΄ και Γ΄ Λυκείου.

Μετά την καταστροφική πολιτική της κατάργησης των εξετάσεων στα περισσότερα μαθήματα του Γυμνασίου, έρχεται η σειρά του Λυκείου. 
Προφανώς, εμπνευστές της πρότασης από την ηγεσία του ΙΕΠ, μετά τις ‘επιτυχείς΄ προτάσεις τους, που μετέτρεψαν το Γυμνάσιο σε μια άχρηστη εκπαιδευτική βαθμίδα και ένα τρίχρονο parking παιδιών, έβαλαν στο στόχαστρο το Λύκειο, του οποίου την διάλυση με περισσή ενάργεια απεργάζονται. Είναι φανερό ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε η μέση εκπαίδευση να παράγει ανειδίκευτους εργάτες με πτυχία δήθεν επαγγελματικής επάρκειας μόνο. Η οπισθοδρόμηση είναι πρωτοφανής.
Η χώρα βρίσκεται εδώ και σχεδόν μία δεκαετία σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση, από όπου μπορεί να διαφύγει μόνο αν επενδύσει στη γνώση και την καινοτομία. Όσοι συμφωνήσουν στη διάλυση του Λυκείου θα είναι υπόλογοι στις επόμενες γενιές, γιατί θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον της Ελλάδας.

Είμαστε αντίθετοι σε ένα σχολείο της αμάθειας και της “μη γνώσης”, το οποίο φαίνεται να βρίσκει θερμούς υποστηρικτές στην ηγεσία του σημερινού ΙΕΠ του κυρίου Κουζέλη.

Η ελληνική οικογένεια πάντα είχε και έχει ως προτεραιότητα τη μόρφωση των παιδιών της, προτεραιότητα που δεν έχει αλλάξει ακόμα και στους δύσκολους καιρούς που περνά η κοινωνία μας. Αν θα αναγνωρίζαμε ένα πλεονέκτημα σήμερα στην Ελλάδα, είναι ότι ακόμα υπάρχει μια δημόσια εκπαίδευση, η οποία δίνει την δυνατότητα στους νέους, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, να αποκτήσουν μόρφωση και τους παρέχει το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο για να προχωρήσουν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά κι αν χρειαστεί, και στις χώρες του εξωτερικού, όπως δυστυχώς απέδειξε η φυγή 500 000 νέων επιστημόνων.

Με ποιο επιχείρημα άραγε μπαίνουν στο περιθώριο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της εκπαιδευτικής αξιολόγησης τα μαθήματα των θετικών επιστημών; Υπάρχουν σήμερα μαθητές που δεν προάγονται εξαιτίας των θετικών μαθημάτων; Πού συζητήθηκαν όλα αυτά και ποιοι σχετικοί επιστήμονες συμμετείχαν και τα υποστήριξαν; Είναι για την Ελλάδα του 21ου αιώνα διαφορετικά τα κριτήρια για μια αποτελεσματική εκπαίδευση από ότι για τις άλλες χώρες για τις οποίες τόσο η UNESCO, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν αύξηση της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών, ώστε να υπάρξει βιώσιμη και αειφόρα ανάπτυξη;

Πολύ φοβόμαστε ότι “κλειστές ομάδες” δήθεν προοδευτικών παιδαγωγών, που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα της σημερινής εκπαίδευσης, κάνουν κυριολεκτικά “ό,τι τους κατέβει”, με γνώμονα ό,τι δυσκόλευε τους ίδιους όταν ήταν μαθητές και αυτό είναι το καλό σενάριο. Το κακό είναι να πρόκειται για μια εσκεμμένη και προγραμματισμένη επίθεση στο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε να πάψει να εξομαλύνει τις ανισότητες και να μετατρέψει την πλειοψηφία του μη προνομιούχου μαθητικού πληθυσμού, σε εγκλωβισμένο και χειραγωγήσιμο εργατικό δυναμικό χαμηλής εξειδίκευσης.

Η πρόταση δεν αντέχει σε καμία απολύτως κριτική. Μετά την επίθεση στις Φυσικές Επιστήμες, που συνεχίζεται με μανία και δε φαίνεται να κα ταλαγιάζει με τίποτα, ήρθε και η σειρά των υπολοίπων επιστημών, με μοναδική εξαίρεση την Κοινωνιολογία του Προέδρου του ΙΕΠ.

Οι νέες εξαγγελίες για τις ενδοσχολικές εξετάσεις στο Λύκειο επαληθεύουν τις ανησυχίες μας για την τύχη αυτής της πολύτιμης βαθμίδας εκπαίδευσης και 
επαναφέρουν το αίτημα για συνολικό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Η « κοπτορραπτική» λογική της «ομάδας σοφών» του ΙΕΠ, που είχαμε εγκαίρως επισημάνει ως ΕΕ, όχι μόνο δεν θεραπεύει τις παθογένειες του υφιστάμενου Λυκείου και την απαξίωση της μαθησιακής διαδικασίας, αλλά επιπροσθέτως, προχωρά σε αποδόμηση. Η μείωση του εξεταστικού φορτίου, αν δε στοχεύει σε στρατηγικές απομάθησης των μαθητών, προυποθέτει επανασχεδιασμό της αξιολόγησης, και με εναλλακτικά, αξιόπιστα εργαλεία, καθώς και εγκαιρες παρεμβάσεις στην εκπαιδευτική κοινότητα, κατεξοχήν αρμοδιότητες του ΙΕΠ. Αντ΄ αυτού , χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε κινήσεις αιφνιδιασμού που το μόνο που μπορούν να «υποσχεθούν» είναι η διάλυση της κουλτούρας αξιολόγησης. Μπορούν άραγε αυτές οι αλλαγές να υποστηρίξουν τις αλλαγές στο εξεταστικό για την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια;

Οι Επιστημονικές Ενώσεις των Φυσικών Επιστημών θα αντισταθούν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο στις εμμονές, όπως αυτές διατυπώνονται μέσω αυτής της πρότασης με στόχο να αποτρέψουν την αποδόμηση του μορφωτικού και κοινωνικά εξισορροπητικού χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.