Μίκης Θεοδωράκης: «Να μετατρέψουμε την Τουρκία από ανταγωνιστή σε συνεταίρο»

Η απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη στη συνέντευξη του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί στα «ΝΕΑ»

Αν και λόγω της ηλικίας μου έχω απομακρυνθεί από τα κοινά, η προχθεσινή συνέντευξη του Τουρκοκύπριου Προέδρου κου Ακιντζί στα «ΝΕΑ», με αναγκάζει να «στρατευτώ» και να μιλήσω ξανά.

Στα 1986 πήρα την πρωτοβουλία μαζί με άλλους φίλους στην Ελλάδα και στην Τουρκία και δημιουργήσαμε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας που αμέσως βρήκε μεγάλη απήχηση στους λαούς των δύο χωρών.

Οταν γύρισα στην Αθήνα, μετά την ίδρυση της Επιτροπής, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με υποδέχθηκε ως προδότη, μετά από λίγο όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου με κάλεσε στο Καστρί για να μου πει «Εχεις δίκιο, εσύ είδες, εγώ δεν είδα, γι’ αυτό έχω καλέσει τους δημοσιογράφους που μας περιμένουν, γιατί θέλω να γίνει γνωστή η παραδοχή μου αυτή».

Αμέσως μετά τη συνάντηση με τους δημοσιογράφους, κάλεσε στο Καστρί ολόκληρη την Ελληνική Επιτροπή για να μας παρακαλέσει να μεταφέρουμε στην Τουρκία ένα δικό του μήνυμα φιλίας.

Πήγαμε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη για να μεταφέρουμε το μήνυμα του Α. Παπανδρέου. Ολη την ώρα που διάβαζα το μήνυμα αυτό μπροστά στην κάμερα του μοναδικού τότε κρατικού τηλεοπτικού σταθμού της Τουρκίας, ο σταθμός έδειχνε για πρώτη φορά τη φωτογραφία του Ελληνα Πρωθυπουργού.

Την επομένη στην Αγκυρα είχαμε συναντήσεις με όλους τους αρχηγούς των κομμάτων και φυσικά με τον τότε Πρωθυπουργό Οζάλ. Σε όλους μεταφέραμε τις απόψεις του Α. Παπανδρέου για την έναρξη μιας νέας εποχής στις σχέσεις των δύο χωρών και όλοι τις δέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό.

Μαζί με την Τουρκική Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας, που είχε επί κεφαλής τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αγκυρας Εκρέμ Ακουργκάλ, περιοδεύσαμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας και παντού μας υποδέχθηκαν με τον ίδιο ενθουσιασμό.

Στην Ελλάδα είχαμε την ίδια απήχηση, κυρίως στην ελληνική επαρχία, όπου είχαν ξεκινήσει να γίνονται τοπικές επιτροπές αρχίζοντας από την Πρέβεζα και τα Γιάννενα.
Αμέσως μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγινε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που μου ανέθεσε κι αυτός να μεταφέρω το δικό του μήνυμα φιλίας και συνεργασίας στον Οζάλ που στο μεταξύ είχε γίνει Πρόεδρος της Τουρκίας.

 

Μεταφέρω εδώ τα όσα μου είπαν οι δύο πολιτικοί ηγέτες:

– Μητσοτάκης: «Ας κάνουμε μια καινούρια αρχή, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ».
– Οζάλ: «Είμαι πρόθυμος και ευχαριστώ τον Ελληνα Πρωθυπουργό. Οσα λέγονται περί επεκτατικής μας πολιτικής είναι μύθοι. Σήμερα η αξία των λαών δεν μετριέται με την εδαφική έκταση της χώρας τους, αλλά με την κοινωνική τους ανάπτυξη. Αυτό κάνω εγώ αυτή τη στιγμή. Μείωση των στρατιωτικών μας δαπανών κατά 2%. Με τα κεφάλαια που θα εξοικονομηθούν, θα φτιάξουμε δεύτερη γέφυρα στην Ιστανμπούλ, αυτοκινητοδρόμους και στην Ανατολική Τουρκία ένα μεγάλο φράγμα, το φράγμα Ατατούρκ, που θα ανεβάσει κάθετα την εθνική μας οικονομία. Τέλος κάναμε κι αυτό:»

Και μου δείχνει το κινητό του τηλέφωνο, που τότε ήταν άγνωστο σε μας. Ακολούθως με ρώτησε ποιος είναι ο αριθμός τηλεφώνου του σπιτιού μου και ποια ξένη γλώσσα μιλάει η γυναίκα μου. Του είπα «γαλλικά». Και τότε εκείνος πήρε τον αριθμό από το κινητό του, είπε γαλλιστί στη γυναίκα μου που απάντησε «Είμαι ο Πρόεδρος Οζάλ, χαίρομαι πολύ που σας μιλώ, σας δίνω τον σύζυγό σας» και μου έδωσε το τηλέφωνο.

Παραθέτω όλες αυτές τις λεπτομέρειες, για να καταλήξω και πάλι ύστερα από πολλές δεκαετίες που μεσολάβησαν, στις σκέψεις και πρωτοβουλίες σχετικά με την Τουρκία.

Θα μου πείτε ότι σήμερα είναι ο Ερντογάν κ.λπ. κ.λπ. Βεβαίως η Τουρκία έχει αλλάξει. Ομως εκείνο που δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων είναι ότι η Τουρκία θα είναι στη θέση της, δηλαδή θα είναι το γειτονικό μας κράτος και θα αποτελεί πάντα στοιχειώδη ανάγκη και για τους δυο μας να συζήσουμε όσο γίνεται πιο ειρηνικά και – γιατί όχι; – φιλικά.

Εξάλλου οι λαοί μας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Φτάνει οι ηγέτες να φέρονται με υπευθυνότητα και ρεαλισμό.

Και τώρα έρχομαι στους υδρογονάνθρακες.

Από το 2012 μαζί με τους συνεργάτες μου στη ΣΠΙΘΑ προβάλαμε πρώτοι εμείς τις μελέτες των Αντώνη Φώσκολου, Θεόδωρου Καρυώτη, Ηλία Κονοφάγου, Νίκου Λυγερού και άλλων για την ύπαρξη μεγάλου υποθαλάσσιου πλούτου που κρύβεται στην Ανατολική Μεσόγειο και καλέσαμε την Κυβέρνηση να κηρύξει την ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ώστε να διαφυλαχθούν τα κοιτάσματα που ανήκουν στην Ελλάδα και που η αξία τους υπολογίζεται σε πολλά τρισεκατομμύρια ευρώ.

Και ερωτώ: Γιατί καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν τολμά να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ; Εγώ πιστεύω ότι δεν μας το επιτρέπουν οι Η.Π.Α. και η Ευρώπη. Οπως έχει αναπτύξει επανειλημμένα ο καθηγητής κ. Γεώργιος Κασιμάτης, το πρώτο βήμα θα έπρεπε να είναι η κατάργηση των σχετικών παραγράφων των Μνημονίων, με βάση τις οποίες όποιο εισόδημα αποκτά η Ελλάδα πηγαίνει κατευθείαν στους δανειστές.

Συμφωνώ όμως, ότι υπάρχει και η τουρκική απειλή ως εμπόδιο. Εμπόδιο που θα μπορούσε ίσως να αρθεί αν πριν κάνουμε αυτό το βήμα προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε με την Τουρκία. Γιατί δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: Οτι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και η εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων είναι πολύπλοκη υπόθεση.

Η δική μου άποψη είναι ότι η Τουρκία περιβάλλεται από τη θάλασσα και αισθάνεται ασφυξία όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια όπως είναι τα νησιά μας, που ακυρώνουν τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου, πράγμα που θα επιθυμούσε ως χώρα περιβαλλόμενη από θάλασσα.

Θυμάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που ήταν υπέρμαχος της ελληνοτουρκικής φιλίας, μου έλεγε ότι οι Τούρκοι αισθάνονται όπως θα αισθανόμασταν κι εμείς εάν η Σαλαμίνα και η Αίγινα ήταν τουρκικά νησιά. Θεωρώ λοιπόν, ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την ασφυξία της Τουρκίας και συζητώντας μαζί της να καταλήξουμε σε μια ρεαλιστική λύση, σε μια συμφωνία των δύο πλευρών που να ξεπερνά τους τύπους και να λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι η Τουρκία ασφυκτιά και απειλεί, με αποτέλεσμα να μένει ανεκμετάλλευτος ο υποθαλάσσιος πλούτος.

Αλλωστε ο πλούτος αυτός είναι τόσο μεγάλος, ώστε αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να μεταβάλουμε την Τουρκία από ανταγωνιστή σε συνεταίρο. Οσο για τα ποσοστά του ενός και του άλλου, αυτά θα είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που θα γίνουν με γνώμονα το διεθνές δίκαιο αλλά και την κοινή λογική που θα εμπνέεται τόσο από το αίσθημα δικαιοσύνης όσο και από τον ωμό ρεαλισμό. Αυτό το θεωρώ πολύ προτιμότερο για τα ελληνικά συμφέροντα από τη δημιουργία μετώπου εναντίον της Τουρκίας με κίνδυνο μια πολεμική σύρραξη που θα την πληρώσουν οι λαοί και από τις δυο όχθες του Αιγαίου.

Οσον αφορά τον Πρόεδρο κ. Αναστασιάδη, απορώ γιατί όταν ξεκίνησε την οριοθέτηση των ζωνών της Κυπριακής ΑΟΖ, πράγμα απολύτως σωστό, δεν θεώρησε ως πολύ θετικό στοιχείο τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, που θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την ουσιαστική ειρήνευση της Μεγαλονήσου. Στο κάτω-κάτω είναι κι αυτοί κάτοικοι της ίδιας χώρας και το γεγονός ότι είναι μειοψηφία κάνει ακόμα μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου την ευθύνη της πλειοψηφίας, όταν μάλιστα πρόκειται για την αναγκαία γαλήνη που χρειάζονται όλοι οι λαοί για να πάνε μπροστά.

Η παρουσία των τουρκικών «ειδικών» πλοίων (που δείχνει τον βαθμό σύγχυσης της τουρκικής πλευράς) δεν αντιμετωπίζεται με την παρουσία των ξένων εταιρειών και του στόλου των ΗΠΑ. Ολα αυτά είναι εφήμερα, ενώ η γειτονία με την Τουρκία είναι γεγονός που δεν αλλάζει.

Οι ιαχές για τη δήθεν πλεονεκτική θέση της χώρας μας στη συγκεκριμένη συγκυρία λόγω των μετώπων κατά της Τουρκίας και της υποστήριξης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι επικίνδυνοι ακροβατισμοί. Σκεφτείτε μόνο τι θα γίνει αν ο Ερντογάν ή κάποιος μεταγενέστερος Πρόεδρος της Τουρκίας συμφωνήσει να ξαναγίνει η Τουρκία βάση των Αμερικανών. Τότε, εν ριπή οφθαλμού, όλα θα έχουν αναστραφεί αφήνοντας τον λαό και τη χώρα μας στο έλεος της μοίρας του.

Υπολογίζω ότι αυτή η ώρα είναι η τελευταία μας ευκαιρία εάν θέλουμε να επωφεληθούμε από τον δικό μας πλούτο που θα αναδείξει τον ταλαίπωρο λαό μας και τη χώρα μας σ’ αυτό που της αξίζει, δηλαδή σε μια χώρα αυτάρκη και ανεξάρτητη, με οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη.