Συνέντευξη του σπουδαίου Αγρινιώτη μεταφραστή Γρήγορη Κονδύλη

O μεταφραστής Γρηγόρης Κονδύλης σε μια συνέντευξη στην ATHENS VOICE για τη ζωή του, τη μετάφραση, τα βιβλία που ξεχωρίζει.

Χειμαρρώδης, ανατρεπτικός, εξομολογητικός και ευθύς, ο μεταφραστής Γρηγόρης Κονδύλης μιλάει στην Athens Voice για τα παιδικά του χρόνια, για το προξενιό του με τη μετάφραση, για τα βιβλία που ξεχωρίζει, που θα ήθελε να έχει μεταφράσει αλλά και για εκείνα που τον δυσκόλεψαν, καθώς και για τη ζωγραφική και τις αγαπημένες του τηλεοπτικές σειρές.

-Σας ξέρουμε μέσα από τα βιβλία που μεταφράζετε. Αλλά πείτε μας δυο λόγια για τον Γρηγόρη Κονδύλη. Πού γεννηθήκατε και πώς ήταν τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα το 1957 στο Αγρίνιο. Τα παιδικά χρόνια ήταν φτωχικά, δεν το κατάλαβα τότε αλλά αργότερα, όταν μου δόθηκε η δυνατότητα σύγκρισης. Έπειτα ακολούθησαν τα εφηβικά χρόνια, η χούντα, η έντονη πολιτικοποίηση. Στα χρόνια της χούντας κυνηγούσαν συνεχώς τον πατέρα μου για το αντιστασιακό παρελθόν του και τις αριστερές πεποιθήσεις του. Είχε μια ταβέρνα, δουλεύαμε όλοι εκεί, ο πατέρας, η μητέρα, εγώ. Τον είχαν ταράξει στα γραψίματα οι αστυνομικοί, για ψύλλου πήδημα τον έγραφαν. Τον ευχαριστώ γιατί μου αγόραζε συνεχώς βιβλία και μου γνώρισε τους μεγάλους κλασικούς. Ήταν διαβασμένος άνθρωπος, είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει αγγλικά και ρωσικά στην εξορία. Του χρωστώ, λοιπόν, αυτό που είμαι. Το γυμνάσιο το έβγαλα και αυτό στο Αγρίνιο, με κάνα δυο «μεταθέσεις» στο Βαθύ Σάμου και στο Μικτό Ταύρου (ήμουν ολίγον άτακτος και ατίθασος). Ωστόσο, χρωστώ πολλά στους περισσότερους καθηγητές μου (υπήρχαν και κάποιες ζοφερές εξαιρέσεις) − ένας από αυτούς μου κίνησε, μάλιστα, το ενδιαφέρον για την ετυμολογία, τη γραμματολογία, τη γλώσσα. Έμαθα και συνειδητοποίησα ήδη από τότε ότι οι πολυτιμότερες πληροφορίες κρύβονται στις υποσημειώσεις, στα ψιλά γράμματα. Διάβαζα βιβλία που δανειζόμουν από καθηγητές μου, μάλλον τα καταβρόχθιζα θα έλεγα.

-Ξεκινήσατε από μικρή ηλικία να ασχολείστε με τις ξένες γλώσσες;

Ναι, βέβαια. Άρχισα αγγλικά από τη δευτέρα δημοτικού. Πήρα το Proficiency όταν πήγαινα γυμνάσιο ακόμη στον Ταύρο. Θυμάμαι το κείμενο που μας έβαλαν ήταν από το «Death of a Salesman» του Άρθουρ Μίλερ. Όταν άρχισα στην έκτη γυμνασίου (εξατάξιο γυμνάσιο τότε) δεν είχα καταλήξει τι ήθελα να σπουδάσω και γι’ αυτό έμαθα ιταλικά, στην περίπτωση που θα πήγαινα στην Ιταλία. Μου άρεσε η ιδέα της Αγγλίας, ήταν όμως πάρα πολλά τα έξοδα για την οικογένεια και κατέληξα (με κάποια εφεκτικότητα, οφείλω να πω) στη Σουηδία. Εκεί μπορούσε κανείς να δουλέψει και, πράγματι, την τρίτη μέρα εκεί βρέθηκα να καθαρίζω ένα σούπερ μάρκετ. Πέρα από τα σουηδικά, με τα οποία ξεμπέρδεψα αρκετά σύντομα γιατί μου φάνηκαν εύκολα, ξεκίνησα να μαθαίνω και γερμανικά. Στην εκμάθηση των σουηδικών βοήθησε τότε και η Σουηδή φίλη μου, καθώς και το ξαναδιάβασμα, στα σουηδικά πλέον, όλων των Αστερίξ και Λούκι Λουκ. Πήγα έπειτα από τέσσερις μήνες, έδωσα εξετάσεις και πέρασα.

-Διαβάζατε ξενόγλωσσα βιβλία μικρός; Αν ναι, ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Πολύ μικρός, όχι. Για εμένα, όπως και για πολλά άλλα παιδιά, η γνωριμία με τους κλασικούς άρχισε από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Έπειτα ακολούθησαν τα βιβλία. Διάβαζα μόνο ελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία. Αλλά μετά, βέβαια, διάβασα και ξενόγλωσσα, στο εξωτερικό ζούσα. Λογικό ήταν να διαβάσω ένα σωρό βιβλία και στα σουηδικά και στα αγγλικά. Η τότε γυναίκα μου είχε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη και με Σουηδούς και με Άγγλους κλασικούς. Δανειζόμασταν και πολλά από την πεθερά μου, η οποία ήταν δασκάλα και έγραφε εκπαιδευτικά βιβλία. Ήμουν τυχερός από την άποψη αυτή. Υπήρχε βέβαια και η δημοτική Βιβλιοθήκη στην Ουψάλα, η οποία με βοήθησε πολύ όταν ένιωσα κάποια περίοδο να χάνω μεγάλο μέρος του ελληνικού λεξιλογίου μου −έκανα τότε παρέα κυρίως με Σουηδούς και τα σουηδικά άρχισαν να γίνονται γλώσσα της σκέψης και των ονείρων− και διάβασα όσα ελληνικά βιβλία υπήρχαν να δανειστώ. Και δεν ήταν λίγα. Ακόμη θυμάμαι τις περιγραφές από το υπέροχο «Τότε που ζούσαμε» του Ασημάκη Πανσέληνου. Εξαιρετικότατες! Έτσι επανασυνδέθηκα γλωσσικά με τις ρίζες μου κι έκτοτε καλλιεργούσα συνεχώς τις γλώσσες που γνώριζα καλά, ήτοι τη μητρική μου και τη δεύτερη μητρική μου, όπως μου αρέσει να αποκαλώ τη σουηδική. Με κάθε ταξίδι στην Ελλάδα φορτωνόμουν βιβλία και δίσκους. Άλλωστε είχα αρχίσει να σπουδάζω Γλωσσολογία (με πτυχιακή εργασία στη Φιλοσοφία της γλώσσας και μεταπτυχιακή στη μορφολογία του αρχαίου ελληνικού ρήματος) και επιστήμη της Λογικής.

-Αγαπημένοι συγγραφείς;

Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Ρώσοι κλασικοί (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Σολόχοφ), Γερμανοί και γερμανόφωνοι (Μαν, Μπροχ, Ντέμπλιν, Χέσσε [sic] κ.ά.), Σουηδοί (Ντέλμπλανκ, Στρίντμπεργ, Ίβαρ Λου Γιούχανσον, Μούα Μάρτινσον, Γιάλμαρ Σέντερμπεργ, Θοδωρής Καλλιφατίδης [ναι, στους Σουηδούς και ο υπέροχος Θοδωρής, απ’ αυτόν έμαθα πολλά για τη σουηδική γλώσσα], Στιγκ Ντάγκερμαν, Καρλ Γιούνας Λούβε Άλμκβιστ, κ.ά.) και φυσικά οι μεγάλοι Έλληνες (Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Θεοτοκάς, Τσίρκας, κι άλλοι κι άλλοι… δεν γίνεται, θα γράφουμε για μέρες). Όλοι αγαπημένοι ήταν. Να πω μόνον πως άργησα να ασχοληθώ με την ποίηση, μετά τα είκοσι πέντε άρχισα να διαβάζω ποιητές, σε όποιες γλώσσες μπορούσα. Εδώ αγαπημένος μου ήταν και θα μείνει εκείνος που με το κνούτο και τη σιδερογροθιά, και με τη στεντόρεια φωνή του βεβαίως, κατάφερε να ταρακουνήσει και ν’ ανοίξει το λιπαρό κρανίο του κόσμου (παραφράζω, φυσικά). Ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι.

-Επιχειρήσατε ποτέ ως παιδί να γράψετε δικές σας ιστορίες;

Ναι, πολλές φορές. Αλλά τις άφηνα στη μέση. Θα τολμήσω πάντως να πω ότι οι εκθέσεις μου ήταν δείγματα γραφής και αποδείξεις βιβλιοφιλίας. Αλλά και αργότερα ασχολήθηκα με τη γραφή. Έχω τετράδια γεμάτα με ιστορίες μισοτελειωμένες, και κάποια ποιήματα. Θυμάμαι κάποτε, στα γυμνασιακά χρόνια, καθόμασταν με τον καλό μου φίλο και σπουδαίο ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο σε πατάρια καφετεριών στο Αγρίνιο (για κάνα τσιγάρο στα κρυφά) και είχαμε ένα μεγάλο τετράδιο όπου γράφαμε ποιήματα. Άλλες εποχές.

-Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη μετάφραση;

Επέστρεψα από τη Σουηδία το 1995, έκανα αιτήσεις σε πανεπιστήμια να με δεχθούν για να διδάξω και να κάνω ταυτόχρονα και το διδακτορικό μου – κάτι που στη Σουηδία γινόταν. Εις μάτην. Υποσχέσεις και τίποτ’ άλλο. Τότε κάποιος μου πέταξε την ιδέα της μετάφρασης. Διάβαζα πολύ Βίττγκενσταϊν τότε, άλλωστε με αυτόν είχα ασχοληθεί κυρίως όταν έκανα φιλοσοφία της γλώσσας. Πήγα και βρήκα τον Κωστή Μ. Κωβαίο, αναγνωρισμένο μεταφραστή του βιτγκεσταϊνικού έργου, διδάκτορα φιλοσοφίας και αρχιτέκτονα. Εκείνον τον καιρό είχα τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου του Ρέι Μονκ «Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν: το χρέος της ιδιοφυΐας». Ο Κωστής μού πρότεινε να το μεταφράσω και να επιμεληθεί αυτός τη μετάφραση. Έτσι βγήκε ένα αξιόλογο έργο στα ελληνικά, από τις πολύ καλές εκδόσεις SCRIPTA της Χρύσας Γεωργακοπούλου, για το οποίο οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Ο Κωστής παραμένει στενός φίλος και δάσκαλός μου.

-Τι είναι για εσάς η μετάφραση;

Μόχθος, πάλη, αγώνας από τον οποίον δεν βγαίνεις ποτέ νικητής. Επίτρεψέ μου να μεταφέρω τα λόγια του επίσης αγαπημένου συνεργάτη και δασκάλου Άρη Μπερλή, που χάσαμε νωρίς, στον «Πρόλογο του επιμελητή» στο «Μετά τη Βαβέλ» του Στάινερ σε δική μου επίσης μετάφραση: «Η αποτίμηση της απόπειρας του Κονδύλη θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την εύλογη προειδοποίηση του ίδιου του Στάινερ (που είναι και μελαγχολική πεποίθηση κάθε δόκιμου μεταφραστή) ότι η πραγμάτωση της τέλειας μετάφρασης είναι κάτι ανέφικτο, ένα ιδεώδες προς το οποίου τείνουμε μόνο. [Αυτό που δεν επιτυγχάνεται, είναι το ιδεώδες του τέλειου αντιστοίχου, ή μιας επανα-λήψεως −μιας επαν-αιτήσεως−, η οποία δεν συνιστά, ωστόσο, ταυτολογία. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο απόλυτο “κείμενο σωσίας”.] Ωστόσο, πιστεύω ότι η περίφημη τέταρτη κίνηση, η “αποκατάσταση της ισορροπίας” κατά το τετράπτυχο μοντέλο του Στάινερ, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό». (Μετά τη Βαβέλ, σελ 27-28).

Δεν πιστεύω σε θεωρίες, δεν θα βοηθήσουν τον μεταφραστή στη δουλειά του. Οι θεωρίες μετάφρασης και μεταφρασεολογίας είναι κανονιστικές περιγραφές μιας δουλειάς που μπορεί να γίνει χωρίς αυτές. Γι’ αυτό μπορεί να υπάρξουν δύο εξίσου καλές μεταφράσεις ενός βιβλίου∙ η Πετρούπολη του Μπέ(ι)λι είναι έξοχο παράδειγμα. Νομίζω ότι ο Στάινερ έλυσε το θέμα της μετάφρασης μια για πάντα με το «Μετά τη Βαβέλ». Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο αυτό αποκαλείται ανεπίσημα Βίβλος της μετάφρασης. Η μετάφραση, λοιπόν, είναι πολύ προσωπική υπόθεση. Καμία θεωρία και κανένα βιβλίο δεν θα μας εξηγήσει ποτέ τι συμβαίνει στο μυαλό ενός μεταφραστή την ώρα της μετάφρασης. Η μόνη περιγραφική θεωρία που θα μπορούσε να υπάρξει θα ήταν εκείνη που θα είχε συμπεριλάβει όλες τις μεταφράσεις του κόσμου μέχρι σήμερα σε ένα Σύμπαν Μπορχεσιανής Βιβλιοθήκης και θα έμπαινε στον κόπο να ανακαλύψει εκεί μέσα τις «οικογενειακές ομοιότητες» κατά το βιττγκενσταϊνικό πρότυπο. Πράγμα εντελώς ανέφικτο. Άλλωστε το έργο της μετάφρασης είναι work in progress, κάτι που δεν τελειώνει ποτέ και δεν μπορεί να μπει στο μικροσκόπιο. Να γιατί όταν ξανακοιτάμε τη μετάφραση που έχουμε κάνει, πάντα κάτι αλλάζουμε, αν δεν πούμε κάπου στοπ.

-Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε όταν μεταφράζετε; Ποια είναι τα απαραίτητα που έχετε πάντα μαζί σας για να ξεκινήσετε; Έχετε πρόγραμμα που ακολουθείτε πιστά;

Τα δύσκολα βιβλία τα διαβάζω πριν να τα μεταφράσω. Κρατάω σημειώσεις για πιθανές αποδόσεις λέξεων και φράσεων και, αν χρειαστεί κάνω και έρευνα, σε θέματα που αναφέρονται στο βιβλίο ώστε να ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω. Τα απαραίτητα; Τα βιβλία μου, τα κομπιούτερ μου, και διάθεση. Πρόγραμμα: Ξυπνώ στις 3 ή 4 το πρωί και αρχίζω − κι όσο αντέξω.

-Ποιες είναι οι βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθεί πιστά ένας μεταφραστής;

Γιατί θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες αρχές παντού και πάντα; Η καλή γνώση των γλωσσών αρκεί. Και φυσικά γενικές γνώσεις και έρευνα πάντοτε για κάτι που δεν είμαστε σίγουροι. Το να βαριέται κανείς να ψάξει είναι μεγάλο λάθος που οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτό που ονομάζουμε «πατάτα». Τις προάλλες είδα την έκφραση «το σαΐνι του Όκαμ», μυαλό ξυράφι ο τύπος. Έλεος. Κοιτάξτε. Λάθη πάντα θα γίνονται. Όταν ήταν ενάμισι έτους ο γιος μου και τον φυλούσα εγώ, γιατί είχε αρχίσει να δουλεύει ξανά η γυναίκα μου, έκανα μια μετάφραση για την οποία ντρέπομαι. Έκανα λάθη σε απλά πράγματα. Ακόμη κοκκινίζω όταν το σκέφτομαι. Αλλά κάποιος έπρεπε να προσέχει και τον μικρό που εκείνη την εποχή δοκίμαζε τη γκάμα όλων των ουρλιαχτών και κραυγών που μπορούσε να εκτελέσει. Λάθη κάνουν ακόμη και οι καλοί μεταφραστές. Μια στιγμή να πάει αλλού το μυαλό, την έχασες τη λέξη ή την έκφραση.

-Έχετε πάντα την ίδια αγωνία αν θα καταφέρετε να αποδώσετε σωστά το κείμενο και το ύφος του συγγραφέα;

Όχι πια. Τους περισσότερους συγγραφείς που μεταφράζω τους ξέρω. Όταν θα μεταφράσω κάποιον για πρώτη φορά θα μου πάρει βέβαια περισσότερο χρόνο. Το 1793 του Νίκλας Νατ οκ Νταγκ (του Νικόλα Νυχθήμερου, όπως τον αποκαλώ) το υπολόγιζα για 3,5 μήνες και μου πήρε 5 και πλέον. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Άσε που βγαίνεις και εκτός προϋπολογισμού. Αν και πρέπει να πω ότι για μένα δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα μια που ο εκδότης και φίλος Νώντας Παπαγεωργίου, είναι γαλαντόμος άνθρωπος.

-Η μετάφραση είναι μια επίπονη, μοναχική και απαιτητική διαδικασία. Έχουν υπάρξει στιγμές που θέλετε να τα παρατήσετε; Ή που μετανιώσατε γι αυτό το μονοπάτι που ακολουθήσατε;

Ναι, είναι όλα αυτά που λες. Αλλά να τα παρατήσω; Γιατί; Και όπως εξήγησα, δεν επέλεξα εγώ τη μετάφραση. Προξενιό ήταν. Μετά την ερωτεύτηκα.

-Τα βιβλία που μεταφράζετε τα διαβάζετε όταν εκδοθούν;

Ναι, στα γρήγορα, γιατί δεν έχω αρκετό χρόνο.
Αλλά εδώ επίτρεψέ μου να βγω εκτός θέματος για να πω κάτι σημαντικότερο: Ότι καμιά φορά θυμώνω με τον επιμελητή ή την επιμελήτρια. Συμβαίνουν αυτά. Διορθώνουν κάτι που δεν πρέπει και αφήνουν αδιόρθωτο κάτι που βγάζει μάτι. Αλλά, ξέρεις τώρα, είναι μια σχέση αγάπης-μίσους η σχέση μεταφραστή επιμελητή. Χαίρομαι πολύ όμως όταν γίνεται σωστά η συνεργασία και σίγουρα είναι καλύτερο και το αποτέλεσμα. Με αυτούς τους συνεργάτες πάντα τα βρίσκουμε στο τέλος. Στενοχωρώ καμιά φορά και την εκλεκτή και φίλτατη Ειρήνη, την υπεύθυνη έκδοσης λογοτεχνικών και επιστημονικών βιβλίων, έναν άνθρωπο υπέροχο και δράττομαι της ευκαιρίας να της πω κι από εδώ ένα συγγνώμη για όσες φορές τη φέρνω σε δύσκολη θέση.
Επίσης εδώ πρέπει να εκφράσω μια άποψή που έχω συζητήσει πολλές φορές. Θεωρώ ότι η εμμονή ορισμένων με τον Τριανταφυλλίδη, τον Μπαμπινιώτη και άλλες γραμματικές πνίγουν τη γλωσσοπλαστική ικανότητα που μπορεί να διαθέτει ένας μεταφραστής. Βλέπω κάτι ισοπεδώσεις σε όμορφες προτάσεις άλλο πράγμα, ανατριχίλα σε πιάνει. Εμένα η ομορφιά στη γλώσσα, μια πρωτότυπη λέξη ή έκφραση, με συγκινούν αφάνταστα.Πρέπει να μάθουμε να δεχόμαστε το καινούργιο, εφόσον στέκει μια χαρά αλλά είναι απλώς πρωτότυπο. Το μεγαλύτερο κακό θα είναι να μας αφήσει πίσω η γλώσσα. Αν δεν τολμούσα να χρησιμοποιήσω τέτοιες λέξεις, πώς θα μπορούσα να μεταφράσω την τριλογία του Γενς Λαπίντους;

-Πείτε μας πέντε βιβλία που σας δυσκόλεψαν πολύ στη μετάφρασή τους και γιατί;

Ανέφερα ήδη το «1793 − Όταν ξέσπασε η βία». Ακολουθούν το «Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν: το χρέος της μεγαλοφυΐας», το «Μετά τη Βαβέλ», το «Σκληρά παιχνίδια για σκληρά αγόρια» του Γουίλ Σελφ, το «Σίλας Μάρνερ» της Τζορτζ Έλιοτ. Δύσκολα είτε στο ύφος είτε στη γλώσσα.

-Έχετε ζηλέψει βιβλία που έχουν μεταφράσει συνάδελφοί σας;

Κάποτε είχα προτείνει σε κάποιον εκδοτικό οίκο με τον οποίον συνεργαζόμουν μια τριλογία. Αρνήθηκαν να τη μεταφράσουν, τους φάνηκαν ογκώδη τα βιβλία, έλεγαν ότι δεν θα έπιαναν στην Ελλάδα. Μετά τα πήρε ο Ψυχογιός και τα μετέφρασε. Ευτυχώς πέρασαν από τα χέρια ικανότατου μεταφραστή, του Γιώργη του Μαθόπουλου. Ναι, θα ήθελα πολύ να τα είχα μεταφράσει. Ήταν η τριλογία του Στιγκ Λάρσον. Θα ήθελα να είχα μεταφράσει και όλα του Χένινγκ Μάνκελ, αλλά κι αυτά έπεσαν σε χέρια εξαίρετου συναδέλφου, του Λύο Καλοβυρνά. Υπάρχουν όμως βιβλία που δεν έχουν μεταφραστεί. Τα περισσότερα του Γιαν Γκιγιού. Πρέπει να ολοκληρωθεί η δεκαλογία των Χουέβαλ-Βαλέ. Να ολοκληρωθεί το έργο του Άρνε Νταλ. Υπάρχουν έτοιμες μεταφράσεις που δεν εκδόθηκαν, όπως το «Είναι ο Σουηδός άνθρωπος;» Όπως το «Ο εχθρός μέσα μας» του Γκιγιού. Θα ολοκλήρωνα τη σουίτα τεσσάρων μυθιστορημάτων του Σβεν Ντέλμπλανκ με τον γενικό τίτλο «Οι κάτοικοι του Χέντεμπυ», ένας από τους καταπληκτικότερους συγγραφείς της Σουηδίας. Δεν μεταφράσαμε ποτέ βιβλία του μέλους της Σουηδικής Ακαδημίας Κλας Έστεργκρεν, όπως τους «Τζέντλεμεν» και τους «Γκάνγκστερς». Και άλλα πολλά, πάμπολλα.

-Έχετε μπει ποτέ σε πειρασμό να γράψετε το δικό σας μυθιστόρημα;

Ε, καλά τώρα. Τι ερώτηση κι αυτή. Με αυτή τη σκέψη ζω από τότε που κατάφερα να πιάσω μολύβι στα χέρια (λέμε τώρα…) Γιατί άλλωστε να υπάρχουν τόσες μισοτελειωμένες ιστορίες λες; Η βασική ιστορία υπάρχει εκεί, αλλά… Μπορεί να μη γίνει ποτέ. Ξέρεις, δεν θα χάσει η Βενετιά βελόνι αν δεν γράψω και εγώ κάτι.

-Ποιο είναι το προσωπικό σας top 3 βιβλίων που έχετε μεταφράσει;

Τρία; Γιατί τρία; Πολύ περισσότερα. «Φλέγομαι», «Βίττγκενσταϊν», «Μετά τη Βαβέλ», «1793», «Μίσος και αίμα», «Τα μπλουζ της Ευρώπης», «Σίλας Μάρνερ», «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», «Ο μαγικός φανός», «Είναι ο Σουηδός άνθρωπος;» και άλλα πολλά.

-Υπήρξαν δύσκολες στιγμές στη ζωή σας που η μετάφραση αποδείχθηκε για εσάς καταφύγιο; Έχετε συνδέσει βιβλία που μεταφράζετε με έντονες στιγμές της ζωή σας;

Όχι ακριβώς, αλλά συνέβη το εξής με το «Φλέγομαι» του Τούρμπγιερν Σέβε, μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Μαγιακόφσκι. Όταν το είχα πρωτοδιαβάσει βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη φάση στη ζωή μου. Ο τρόπος με τον οποίον ο Βλαδίμηρος αντιμετωπίζει το «όχι» της Μαρίας στην Οδησσό, ο χειμαρρώδης έρωτάς του με τη Λίλια Μπρικ και η ακαταμάχητη επαναστατικότητά του, ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται σε ανθρώπους, θεούς και δαίμονες (ήταν υπέροχος σε αυτό το βιβλίο του ο Τούρμπγιερν Σέβε!) κατάφεραν να επουλώσουν πολλά μέσα μου, κι όταν ήρθε η ώρα να το μεταφράσω ήταν ήδη έτοιμο στο μυαλό μου, απλώς το ξεφούρνισα ζεστό-ζεστό και βγήκε υπέροχο, ας μου επιτραπεί να πω.
Ποιο βιβλίο μεταφράζετε αυτή την περίοδο;
Το «1794» (εκδ. Μεταίχμιο), παρακαλώ, του Νίκλας Νατ οκ Νταγκ ξανά, κι έχει δρόμο πολύ μπροστά. Το χαίρομαι όμως.

-Έχετε χρόνο ή διάθεση για να διαβάζετε άλλα βιβλία;

Δυστυχώς. Ό,τι προλαβαίνω να ξεκλέψω από χρόνο το αφιερώνω σε αναζητήσεις. Τέσσερις μέρες έψαχνα για να βρω πώς θα απέδιδα μια λέξη που αφορούσε μια νομισματική μονάδα του 1794. Όταν θα διαβάσετε το βιβλίο θα καταλάβετε πόση έρευνα χρειάστηκε. Ο συγγραφέας το έγραφε όπως το είχε βρει σε βιβλίο εκείνης της εποχής, στα σουηδικά, κι άλλη εξήγηση δεν δινόταν. Έπειτα από 4 ημέρες και έχοντας μάθει τα πάντα για τα νομίσματα της εποχής εκείνης, συνειδητοποίησα ότι ο συγγραφέας του παλιού βιβλίου κατέγραφε όπως είχε ακούσει μια παραφθαρμένη εκδοχή της πραγματικής ονομασίας του νομίσματος, στην κρεολική εκείνης της περιοχής. Περισσότερα στο βιβλίο και στο «Σημείωμα του μεταφραστή». Όταν πέφτω στο κρεβάτι έχω καμιά δεκαριά βιβλία που διαβάζω, λίγο το ένα, λίγο το άλλο, αλλά μέχρι εκεί.

-Αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές.

Ναι, κάμποσες. Αν και πάλι δεν υπάρχει πολύς χρόνος. Πάντως παρακολουθώ πολλές σκανδιναβικές σειρές και ταινίες, αλλά και γερμανικές. Καλό είναι να ακούω και τη γλώσσα πού και πού, αν και ακούω σχεδόν καθημερινά ειδήσεις από το σουηδικό ραδιόφωνο. Εντάξει τώρα, να μη λέμε τα γνωστά, τη «Γέφυρα» σε όλες τις παραλλαγές, το «Forbrydelsen», «Borgen», «Arne Dahl», «Walander» και άλλες.

-Αγαπάτε τη ζωγραφική. Ποια είναι η σχέση σας μαζί της και ποιους ζωγράφους ξεχωρίζετε;

Με τη ζωγραφική ήρθα σ’ επαφή μέσα από διαβάσματα που έκανα λόγω δουλειάς. Από σοσιαλιστικό ρεαλισμό μέχρι κυβισμό και πάει λέγοντας. Μου αρέσει ο συμβολισμός, το καλαίσθητο γυμνό. Μου αρέσουν παλιοί ζωγράφοι, νατουραλιστές, αλλά και σύγχρονοι. Για να εξηγηθώ: δεν είναι η κριτική μου ικανότητα που με οδηγεί να διαλέξω έναν πίνακα που θ’ ανεβάσω στο FB για να πω μια καλημέρα, είναι μόνο το μάτι μου και η διάθεσή μου τη συγκεκριμένη στιγμή.

-Εκτός από τη μετάφραση, τι σας δίνει ενέργεια; Τι σας ψυχαγωγεί και σας ξεκουράζει;

Ταινίες, σειρές, βιβλία, αλλά κυρίως καμιά μπίρα (ή πολλές) με την παλιοπαρέα. Μου αρέσει βέβαια και μια καλή κουβέντα με ανθρώπους που ξέρουν να συζητούν – δυσεύρετο είδος τώρα τελευταία.

-Ο μεγαλύτερος φόβος και η ασπίδα σας απέναντι σε αυτόν;

Ο ίδιος ο φόβος (ξέρω… κλισέ του κερατά είναι). Φοβάμαι όσα όλος ο κόσμος.

 

Κέλλυ Κρητικού – athensvoice.gr