Σακοράφα: «Αναπόφευκτες συνέπειες στην Αιτ/νία με την επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο» (Video)

«Ιδού οι επιπτώσεις της συμφωνίας για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο και οι αναπόφευκτες συνέπειες στην Αιτωλοακαρνανία»

«Από την πρώτη συνεδρίαση στην Επιτροπή είχαμε εκφράσει την θέση μας για αυτό το νομοσχέδιο.

Και είπαμε ότι είμαστε απρόθυμα θετικοί.

Η διαδικασία στην Επιτροπή δεν άλλαξε κάτι – μόνο που επιβεβαίωσε την αρχική θέση μας.

Καταρχήν, κανείς δεν έχει λόγο να αντιταχθεί στην αύξηση της κυριαρχίας μας, η οποία, μάλιστα, βασίζεται άμεσα στο διεθνές δίκαιο.

Όμως, η πολιτική είναι ζήτημα και αρχών και στρατηγικής.

Το κρίσιμο και θεμελιώδες κριτήριο για κάθε πολιτική κίνηση, είναι η εξασφάλιση των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν τον τόπο.

Είναι αυτονόητο, ότι για εμάς δεν υπάρχει κανένα δίλημμα υπέρ ή κατά της αύξησης του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης.

Το ζήτημα για εμάς – και εδώ διαφέρουμε από εσάς – είναι το πώς θα ωφεληθεί ο τόπος από την επέκταση αυτή.

Ο πατριωτισμός ούτε παζαρεύεται ούτε εξαντλείται σε εμπορικές πλευρές της πολιτικής.

Είναι αβάσιμη αλλά και παραπλανητική η προσπάθεια να συνδέονται η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας με δήθεν προσδοκίες για ενίσχυση της οικονομικής κατάστασης της χώρας.

Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι περιμένουμε ακόμα απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα που έχουμε θέσει προς την Κυβέρνηση και τα υπεύθυνα στελέχη:

«Στο ένα λίτρο πετρελαίου που φτάνει στα διυλιστήρια από τον Πρίνο, πόση ποσότητα αντιστοιχεί στο τελικό οικονομικό όφελος του ελληνικού δημοσίου;»

Η απάντηση παραμένει μετέωρη. Όπως μετέωρες θα είναι και οι προσδοκίες όσων αποβλέπουν στις εξορύξεις για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του λαού.

Γιατί αυτό που θα συμβεί είναι το ακριβώς αντίθετο.

Η χώρα θα υποστεί το περιβαλλοντικό και κάθε άλλο κόστος, χωρίς να έχει, αντίστοιχα, όφελος.

Όπως, λοιπόν και στο θέμα των ΑΟΖ και των εξορύξεων, η πολιτική δεν εξαντλείται στο πρώτο βήμα. Το ζήτημα δεν τελειώνει με τον ορισμό της θαλάσσιας ζώνης.

Το κρίσιμο είναι το τι κάνεις μετά, πώς διαμορφώνεις τις προοπτικές σου!

Εμείς θέλουμε να αντισταθούμε στην ενίσχυση των ντόπιων και των ξένων ολιγαρχών.

Γι’ αυτούς η Ελλάδα είναι ένα οικόπεδο για πλήρη εκμετάλλευση. Και η πραγματικότητα δεν προδιαγράφει κανένα όφελος – αλλά μόνο κόστος – για τον λαό και για τις επερχόμενες γενιές.

Επειδή πολιτική είναι αρχές και είναι και στρατηγική, προσπαθούμε, και εμείς, να κατανοήσουμε, ποια είναι ουσία της πολιτικής σας για την αύξηση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο και μόνο μέχρι το Ταίναρο.

Αναρωτιόμαστε, αν υπάρχει ενδεχόμενο να χρησιμοποιείται αυτή η αύξηση ως προκαταβολικό αντίβαρο, ενόψει υποχωρήσεων στις επερχόμενες συνομιλίες με την Τουρκία.

Έχουμε, στο σημείο αυτό, έναν ακόμα προβληματισμό: Όπως συχνά επαναλαμβάνει και ο Πρωθυπουργός, για πρώτη φορά προσερχόμαστε σε συνομιλίες για θαλάσσιες ζώνες με την Τουρκία. Αν στον όρο “θαλάσσιες ζώνες” περιλαμβάνετε και τα χωρικά ύδατα, τότε θα είναι η πρώτη φορά που θα διαπραγματευθούμε για αυτά με την Τουρκία.

Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο καθορίζεται διαφορετικό εύρος των χωρικών μας υδάτων στην επικράτεια της χώρας.

Όμως, τίποτε δεν προδιαγράφει ότι στο μέλλον, κάποια στιγμή, θα αυξηθούν και στην υπόλοιπη επικράτεια τα χωρικά ύδατα, στα 12 ναυτικά μίλια.

Φοβάμαι ότι με αυτό το νομοσχέδιο θεσμοθετούμε τη μεταβλητότητα στο εύρος των χωρικών υδάτων όχι προσωρινά αλλά μόνιμα.

Πέρα από αυτό, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, για τους οποίους η θετική μας αντιμετώπιση για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν είναι και τόσο πρόθυμη – όσο τουλάχιστον θα θέλαμε.

Πρώτα απ΄ όλα η κυβέρνηση έρχεται να ορίσει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ναυτικά μίλια από τα υφιστάμενα 6 μόνο στην περιοχή του Ιονίου και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο και όχι σε όλη την επικράτεια της χώρας.

Θα μου επιτρέψετε, εδώ, μία παρένθεση. Έχω προσωπικούς φίλους από τη Μάνη. Ένας από αυτούς, μου έχει θέσει παραστατικά το ερώτημα :

«Μπορεί κάποιος να μας δώσει μία λογική εξήγηση, γιατί η Αποσκιερή Μάνη, δηλαδή οι δυτικές ακτές, θα έχουν 12 μίλια ενώ η Προσηλιακή μόνο 6 ; Γιατί το Λιμένι, ο Μέζαπος και ο Γερολιμένας θα έχουν χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, ενώ το Πορτο-Κάγιο, η Κοκκάλα και ο Κότρωνας μόνο 6 ;»

Σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός αυτός αναδεικνύει την πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης, αφού η επέκταση αφορά μόνο στη δυτική πλευρά της χώρας.

Δεν περιλαμβάνει την Κρήτη ούτε κάν Κύθηρα και Αντικύθηρα. Δεν περιλαμβάνει τα νησιά μας, πλην αυτών του Ιονίου. Δεν περιλαμβάνει κάν τη χερσαία ακτογραμμή μας από το Ταίναρο και πέρα.

Αυτό φαίνεται σαν αδυναμία, που, μάλιστα, ομολογείται έμπρακτα. Εάν υπάρχει και κάποια άλλη αιτιολόγηση, έχουμε μεγάλο ενδιαφέρον να την ακούσουμε.

Όσο, όμως, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική κυβερνητική απάντηση σε αυτά, εμείς θα επισημαίνουμε την διαμορφωμένη αδυναμία στην εθνική μας πολιτική και το διαρκές έλλειμμα στην εθνική μας στρατηγική.

Η αδυναμία αυτή αντικατοπτρίζει και την αποτυχία της πολιτικής συμμαχιών της χώρας μας.

Δεν έχει καμία πραγματική σημασία η ιδιότυπη έπαρση με την οποία προβάλλουμε την προθυμία και την απαράβατη προβλεψιμότητα της υποταγής μας προς τους δήθεν συμμάχους μας.

Και δεν έχει και κανένα αποτέλεσμα, θετικό για τη χώρα.

Κανείς από τους περίφημους συμμάχους μας, δεν έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να μας στηρίξει, ούτε καν σε θεμελιώδη ζητήματα κυριαρχίας.

Αυτό ισχύει για όλους τους παραδοσιακούς ονομαζόμενους συμμάχους, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία όσο και για τους νεότερους, όπως το Ισραήλ. Ας μην μιλήσουμε καθόλου για το ΝΑΤΟ ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που η Τουρκία δεν είναι καν μέλος της.

Η αδυναμία μας αυτή, όμως δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε σε δήθεν υστέρησή μας στους εξοπλισμούς.

Ξέρετε πολύ καλά ότι από τη μεταπολίτευση και μετά είμαστε πολύ καλοί πελάτες όλων των εμπόρων όπλων και των βιομηχανιών των χωρών που προανέφερα.

Ο δε ελληνικός λαός έχει πληρώσει πολύ βαριά αυτές τις διαδικασίες και καλείται να το κάνει και πάλι, σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, ο γεωγραφικός περιορισμός της επέκτασης στο Ιόνιο και μέχρι το Ταίναρο αποτελεί μια ακόμη παραχώρηση, προς όφελος της Τουρκίας.

Μια πρόγευση είχαμε και με τις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο. Εκεί αποδεχθήκαμε και περιορισμένη επήρεια των νησιών αλλά και ελλειμματικό προσδιορισμό της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, μόνο δυτικά της Κρήτης και μόνο μέχρι τη μέση της Ρόδου.

Ήταν και αυτές παραχωρήσεις που εμπεριείχαν την παραδοχή ύπαρξης ιδιαίτερων συνθηκών όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά ακόμα και στην Κρήτη, αφού μέρος της υφαλοκρηπίδας της κατελάμβανε το παράνομο σύμφωνο της Τουρκίας με την κυβέρνηση Σάρατζ της Λιβύης.

Προχωρώντας, για τους προβληματισμούς μας, θέλω να σταθώ και στο άρθρο 4.

Εδώ κατοχυρώνεται νομοθετικά μία αδιάκριτη παραχώρηση στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μας. Και μάλιστα, όχι μόνο χωρίς να υπάρχει καμία τέτοια υποχρέωσή μας, αλλά και εκ των προτέρων και μονομερώς, παρακάμπτοντας την αρχή της αμοιβαιότητας, που είναι βασική αρχή των διεθνών σχέσεων.

Η παραχώρηση, μάλιστα, αυτή, μπορεί να έχει ακόμα και αόριστη διάρκεια.

Ένας Υπουργός θα αποφασίζει για τη διάρκεια, που θα αφορά στα σκάφη που έχουν σημαία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή είναι νηολογημένα σε κάποιο από αυτά.

Τόση γενναιοδωρία προς τους ξένους αλιείς, την οποία δεν επιτάσσει κανένας κανόνας Ενωσιακού ή Διεθνούς Δικαίου είναι ανεπίτρεπτη! Και παραμένει ανεξήγητη.

Και να επισημάνω κύριε Πρόεδρε ότι, όπως αναφέραμε και στην Επιτροπή, θα έπρεπε να ακούσουμε στο Κοινοβούλιο και τις απόψεις των Ελλήνων αλιέων, που οπωσδήποτε πλήττονται από αυτή τη ρύθμιση.

Στη σημερινή συγκυρία, με επικείμενες τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, η κατάθεση αυτού του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση εκπέμπει λάθος μηνύματα προς κάθε τρίτο και ιδίως προς κάθε κακοπροαίρετο. Και, δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται κατά λάθος.

Μια παρένθεση για την επικαιρότητα:

Υπάρχει και η χρονική σύμπτωση των επισκέψεων του Αλβανού Πρωθυπουργού σε Άγκυρα και Αθήνα. Υπάρχουν δημοσιεύματα στον αλβανικό Τύπο που μας προετοιμάζουν για παρελκυστική τακτική εκ μέρους των Τιράνων στις μεταξύ μας διαπραγματεύσεις. Και όλα αυτά σε ένα διαμορφωμένο πλαίσιο ιδιάζουσας σύμπραξης μεταξύ Αλβανίας και Τουρκίας.

Ο Ελληνικός λαός θα πρέπει να γνωρίζει που έχουν φθάσει οι διαπραγματεύσεις μας με αυτή τη χώρα.

Υπάρχει ήδη επεξεργασία συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ; Ή όχι ; Εντέλει, η χώρα μας συνεχίζει να στηρίζει τα συμφωνημένα του 2009 ; Ή μήπως η αλλαγή στάσης της Αλβανίας έχει συμπαρασύρει και τις τότε δικές μας θέσεις ;

Αναφέρομαι στις θέσεις της τότε κυβέρνησης Καραμανλή, με Υπουργό Εξωτερικών την κυρία Μπακογιάννη.

Εγκαταλείπει η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη τις θέσεις αυτές ;

Υπάρχει εντέλει κάποια αλλαγή στη σημερινή μας στάση σε σχέση με αυτά που είχε συμφωνήσει η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ;

Στην προοπτική κοινής προσφυγής με την Αλβανία στο Διεθνές Δικαστήριο, υπάρχει ένα βασικό ερώτημα : Θα γίνει αυτή στη βάση της Συμφωνίας του 2009 και αν όχι, από πού ξεκινάμε σήμερα ; Πάλι από το σημείο μηδέν ;

Θα πρέπει να θυμίσω, ότι η τότε υπουργός Εξωτερικών κ. Ντόρα Μπακογιάννη, έχει επανειλημμένα τονίσει πως πρέπει να παραμείνει σε ισχύ η συμφωνία για την ΑΟΖ που είχε υπογραφεί με την Αλβανία επί Κώστα Καραμανλή. Θα αναφέρω ενδεικτικά και την τοποθέτησή της στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων στις 12/9/2019.

Θυμόμαστε όλοι την κριτική που είχε ασκηθεί τότε. Ότι κακώς, το 2009, η ελληνική πλευρά, δεν προχώρησε άμεσα στην ψήφιση και στην υπογραφή της τότε Συμφωνίας. Ότι η καθυστέρηση άφησε περιθώρια στην άλλη πλευρά να εκμεταλλευθεί την κρίση του Συνταγματικού της Δικαστηρίου και να ανατρέψει τα δεδομένα.

Η συγκεκριμένη Συμφωνία καθόριζε τις θαλάσσιες ζώνες των δύο χωρών, με βάση την αρχή της μέσης γραμμής. Όπως, όμως, είναι γνωστό, ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, δηλαδή, από την εσωτερική έννομη τάξη της μίας από τις συμβαλλόμενες χώρες.

Και όμως : Κατά την άποψη έγκυρων διεθνολόγων, η υπογραφή της Συμφωνίας από τον Αλβανό Υπουργό Εξωτερικών, είναι δεσμευτική και παράγει πλήρη έννομα αποτελέσματα.

Συνεπώς, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορεί, και τώρα, να γίνει στη βάση των συντεταγμένων που συμφωνήθηκαν τότε – και με το ερώτημα, εάν ήταν νόμιμη η υπαναχώρηση της αλβανικής πλευράς. Υπάρχει ανάλογη απόφαση του 2002, για την υπόθεση Νιγηρίας-Καμερούν, που δεν έκανε αποδεκτή την υπαναχώρηση της Νιγηρίας.

Στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού διαλόγου, θέλω να επισημάνω κάτι προς τους συναδέλφους της Συμπολίτευσης.

Το ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενο ρητορικό σχήμα, ότι, δήθεν, η Ελλάδα μεγάλωσε δεν είναι πραγματικό.

Και επειδή δεν είναι πραγματικό παραμένει και ακατανόητο.

Σε καιρούς ειρήνης, αυτή η επιχειρηματολογία είναι προβληματική.

Η χώρα μας , κύριοι συνάδελφοι, απλά ασκεί τώρα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη διεθνή σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Με 38 χρόνια καθυστέρηση και τουλάχιστον με 25 από τότε που κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων.

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο (!)

Καλό θα ήταν, λοιπόν, να αποφεύγεται αυτή η ρητορεία. Κατ’ αρχήν, γιατί δίνει λάθος μηνύματα. Αλλά, κυρίως, γιατί η λογική σας μας οδηγεί σε αναγκαίες συγκρίσεις.

Με αυτές, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι σε αυτά τα χρόνια η Τουρκία έχει πραγματικά αυξήσει την επιρροή της, με στρατιωτικές βάσεις σε επτά χώρες και ναυτικές βάσεις σε τρεις. Μία από αυτές, μάλιστα, στη γειτονική Αλβανία.

Επιπλέον, έχει καταλάβει εδάφη τριών γειτονικών της κρατών, της Κύπρου, της Συρίας και του Ιράκ. Πρόσφατα επεκτείνει την επιρροή της και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, και μάλιστα με τις ευλογίες της Ρωσίας.

Ήδη, παρουσιάζεται ως ο αυτόκλητος υποστηρικτής των νατοϊκών συμφερόντων στην περιοχή του Καυκάσου.

Και, επίσης, δεν διστάζει να θέτει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη, με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο και τις δραστηριότητες των ωκεανογραφικών της πλοίων, που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή κυριαρχικών διεκδικήσεων.

Μην προσπαθείτε, λοιπόν να εμφανίσετε τα σημερινά γεγονότα σαν ένα μεγάλο θρίαμβο, για να ικανοποιήσετε το εσωτερικό ακροατήριο.

Εάν, μάλιστα, στοχεύετε σε όσους βρίσκονται στα «δεξιά» της πολιτικής γραμμής του Πρωθυπουργού, θα πρέπει να συνεκτιμήσετε το πρόσφατο παρελθόν. Αυτοί μάλλον δεν θα παραβλέψουν ούτε θα ξεχάσουν τις κυβερνητικές αναδιπλώσεις σε μια σειρά από ζητήματα που αποτελούσαν την αιχμή της προεκλογικής σας εκφώνησης.

Ανάλογα ερωτήματα και προβληματισμοί υπάρχουν και για την επικείμενη διαπραγμάτευση με την Τουρκία :

Αφού έχουν κλείσει οι κόλποι και έχουν χαραχθεί γραμμές βάσης στη Δυτική Ελλάδα, γιατί δεν γίνεται το αντίστοιχο και στην υπόλοιπη Επικράτεια, όπως – ενδεικτικά στην Κρήτη ;

Εδώ, όπως και στις Συμφωνίες με την Αίγυπτο και την Ιταλία, η χώρα μας δείχνει ότι «ζεύει το κάρο μπροστά από το άλογο» – ας μου επιτραπεί η έκφραση. Πρώτα κλείνονται οι κόλποι και χαράσσονται οι γραμμές βάσης και με βάση αυτά στη συνέχεια, ορίζεται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης και στη συνέχεια διαπραγματεύεται κανείς με το παρακείμενο κράτος για τα όρια των γειτονικών θαλάσσιων ζωνών.

Το ερώτημα, γιατί δεν το πράττουμε, έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά εν όψει των συνομιλιών που θα ξεκινήσουν στην Κωνσταντινούπολη, σε μια ιδιαίτερα βεβαρημένη ημερομηνία για την ιστορική μας μνήμη.

Κυρίες και κύριοι της Συμπολίτευσης, στην πορεία για μια διαπραγμάτευση δεν πρέπει να βασιζόμαστε σε ρητορικά σχήματα που γεννούν αβασάνιστες προσδοκίες.

Αυτό από μόνο του δείχνει ότι αρκούμαστε σε επιφανειακές και εντελώς βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις.

Θα πρέπει να λειτουργήσουμε με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα. Με βάση το διεθνές δίκαιο, τη διαμορφωμένη νομολογία και το ιστορικό υπόβαθρο. Και είναι αναγκαίες ουσιαστικές προπαρασκευαστικές ενέργειες.

Αλλιώς, δεν μπορούμε να μιλάμε για υπεύθυνη εθνική πολιτική.

Συνοψίζω για το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο :

Έχουμε μια απόλυτα αιτιολογημένη και δικαιολογημένη απρόθυμα θετική στάση.

Δεν υπάρχει για εμάς δίλημμα υπέρ ή κατά της αύξησης του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης.

Το ζήτημα για εμάς -και εδώ διαφέρουμε από εσάς- είναι το πώς θα ωφεληθεί ο τόπος από τον τρόπο που ασκούμε σήμερα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και αυτός είναι ο πραγματικός πατριωτισμός.

Κλείνοντας, υπενθυμίζω ότι η κυριαρχία της χώρας μας δεν μεγαλώνει με μεγαλόστομες ρητορικές διατυπώσεις, αλλά με την καθημερινή πράξη που οφείλει να προστατεύει πραγματικά τα δικαιώματα και το συμφέρον του ελληνικού λαού».