Είχα φωτογραφήσει, αρχές του ’80, εγκαταλελειμμένον τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αγρινίου…

Είχα φωτογραφήσει αρχές του ‘80 εγκαταλελειμμένον τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αγρινίου.

Τεντωμένο μπροστά στο μηχανοστάσιο ένα σκοινί κι απλωμένα πάνω του ασπρόρουχα. Είχαν κλείσει και τα σφαγεία εκεί πιο κάτω, ήταν σε φάση μεταβατική υπό ανάπτυξη η περιοχή εκείνον τον καιρό.

Έμεναν και κάτι γύφτοι απέναντι. Να ‘ταν δική τους άραγε η μπουγάδα αναρωτιόμασταν με τον παλιόφιλο Κώστα Πατρώνη, περιπλανώμενοι τότε στις ερημιές της πόλης φωτογραφίζαμε παρέα την απερχόμενη ιστορία της, είχαμε μπει και σ’ ένα ερείπιο λίγο πιο πάνω, έμενε παλιότερα ο πρώτος σταθμάρχης του Αγρινίου, Λυκόπουλος θυμάμαι τ’ όνομά του, είχα ανασύρει πεταμένες στα χώματα φωτογραφίες της ατμομηχανής, κάτι κάρτες κι αλληλογραφία του απ’ τη Βάρνα ή απ’ την Οδησσό, ο Κώστας είχε κρατήσει έναν κανονισμό κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών -μου ‘στείλε μια φωτογραφία του τώρα- θυμηθήκαμε και τον γύφτο καλαμοπλέχτη, μου ‘στειλε και τις δυο φωτογραφίες του που ‘χε τραβήξει τότε στα γυφταίικα, στην άκρη της πόλης, προς την Εθνική -τότε- οδό, απέναντι απ’ τον Άι Δημήτρη, στην ενορία μας, εκεί σ’ ένα πέτρινο παλιό έμενε ο καλαθοπλέχτης κι εκεί εργαζόταν, κατάχαμα οκλαδόν.

Κάποιες φορές που πέρναγα, αν συναντιόταν το βλέμμα μας, τον χαιρετούσα και μου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.

Αγόραζε ο πατέρας μου απ’ αυτόν κόφες μεγάλες για να κουβαλάμε τα καπνόφυλλα απ’ το χωράφι ως τη μεγάλη σ’καμιά, εκεί από κάτω, στη σκιά της τ’ αρμαθιάζαμε όλη μέρα. Έπαιρνε και μικρότερα κοφίνια, καλάθια, πανέρια, ψάθινα στρωσίδια, τ’ αγαπούσε και τα βολευότανε.

Είχα κρατήσει δυο μικρά καλάθια, τα γέμιζα με φρέσκα σύκα πρωινά το καλοκαίρι απ’ τις συκιές στο κτήμα, έβαζα ανάμεσα συκόφυλλα για να μη χτυπηθούν και τα κουβάλαγα με το ποδήλατο άθικτα ως το μαγαζί της μάνας μου, πολύ τα ευχαριστιόταν.

Ένα μεσημέρι, ώρα φαγητού, έβγαινε απ’ την πόρτα η γυναίκα του καλαθοποιού -εύσωμη εκείνη με κοτσίδες μακριές, πολύχρωμη, μικρόσωμος αυτός, ξερακιανός με μουστακάκι και τραγιάσκα, θαμπόγκριζος όπως ήταν ντυμένοι όλοι σχεδόν οι άντρες της εποχής- κράταγε η κυρά έναν νταβά αλουμινένιο με καπάκι, “έλα!” μου φώναξε όταν χαιρέτισα, “έλα να πάρεις μια μπουκιά βασιλικό φαΐ”.

Πως το ‘παθα; πεινασμένος μάλλον μετά το σχολείο, ξεθάρρεψα και δοκίμασα σκαντζόχοιρο στιφάδο, μου ‘βαλε ένα κομματάκι κρέας και κοκκινιστό ζουμί πάνω σε μια μεγάλη φέτα λευκό ζεστό ψωμί, το ‘φαγα όρθιος με τα χέρια, έγλυψα και τα δάχτυλα.

“Δεν είναι δούλος ο χειρώνακτας”, μου ‘λεγε ο πατέρας μου, “είναι άναξ των χεριών του, βασιλιάς- όποιος μπορεί και ξέρει- να! αυτός εδώ που πιάνει καλάμια, λυγαριές, ψαθιά, κατέχει παράδοση μακριά, αρχαία, βάζει η ανάγκη όραμα, μυαλό κι υπομονή στην τέχνη του και κάνει θαύματα, γιατί τι άλλο να ‘ν’ το θαύμα, το ποίημα, το έργο τέχνης, το όλο φτιαγμένο κι όλο άφτιαγο εργόχειρο του ανθρώπου; Αυτό που απ’ το τίποτε κι απ’ το πουθενά έρχεται εδώ, στο κάτι, όμορφο, στολίδι, κόσμος κι αυτό, το βλέπεις, το θαυμάζεις και το χαίρεσαι, τ’ αδράχνεις, κάνεις τη δουλειά σου το ευχαριστιέσαι και προχωράει ευκολότερα, καλλίτερα η ζωή”.

Δεν ήταν βέβαια μόνο αυτοί, που είχαν κάπως αφομοιωθεί στην πόλη, ούτε ήταν όλοι έτσι, υπήρχανε κι οι άλλοι, οι πολλοί, που είχαν ρημάξει σπίτια, αποθήκες και χαγιάτια στα χωράφια, γυρίζανε μπουλούκια οι γυναίκες τους και ψάχνανε στις γειτονιές φυρά, τις πρόγκαγαν και τις πετροβολούσαν οι νοικοκυρές και τα παιδιά, τις κοροϊδεύαμε αλλά τις φοβόμασταν κιόλας, κλέβανε κι ήταν αδίστακτες στο ψέμμα και την υποκρισία, επιτήδειες πολύ στην πονηριά.

Ένα απόγευμα, στο σταυροδρόμι εκεί κοντά στο σπίτι, Μεγάλης Χώρας και Μπιζανίου, στου Γκίκα μπροστά, χρύσιζε ο ήλιος, φθινόπωρο θα ‘ταν, μύριζε καπνός από καμμένα σκάρτα, φάνηκαν πεντ-έξι περαστικές, απ’ αυτούς που έστηναν τα τσαντίρια και τα κάρα τους στο Βοϊδολίβαδο, με το που τις είδαμε να ‘ρχονται σταματήσαμε το παιχνίδι πάνω απ’ τα Τσολκαίικα κι αρχίσαμε εν χορώ τραγουδιστά το “γυφτ’σα γυφτ’σάρω τ’ άλογό σου δεν μπορεί ψησ’το και φα’το με ρίγανη γεμάτο”, φώναζαν κάτι ακαταλαβίστικα στη γλώσσα τους αυτές, άρχισε να γκαρίζει κι η Βιρδίλω, η γαϊδούρα του Λουκά στη γωνία απέναντι απ’ του Καβαλάρη, κι εκεί στο πανδαιμόνιο μια λυγερή ξέκοψε προς το μέρος μας, έσκυψε κι είπα θα πάρει πέτρα να μας ρίξει αλλά εκείνη έπιασε με τα δυο χέρια ανοιχτά το στρίφωμα και σήκωσε τα πολύχρωμα φουστάνια της ψηλά και είδα τρόπαιο φοβερό τη γύμνια της, παιδάκι εγώ, το μαύρο τρίγωνο στην άσπρη της κοιλιά με ρούφαγε όσο πισωπατούσε θριαμβικά, γελώντας δυνατά μέσ’ απ’ τα χαλασμένα δόντια της και τ’ άναρχα μαλλιά, ώσπου έφτασε τις άλλες στου Λοβέρδου κι έφευγαν πέρα στα ξέφραγα χωράφια κατά το ρέμα αφήνοντας κατάρες και βρισιές στο πουθενά.

Χαθήκανε, μαύρες σκιές στο φως, μας τύφλωνε οριζόντιος ο ήλιος, κατακόκκινος.

Χρήστος Μποκόρος