Νικόλαος Πλαστήρας: Υπόδειγμα πατριωτισμού και δημόσιας ηθικής

Ο στρατιωτικός και πολιτικός Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Βουνέσι (νυν Μορφοβούνι) Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου 1883.

Μετά το γυμνάσιο κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό και έλαβε μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα.

Ως ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που οργάνωσε το Κίνημα στο Γουδή (1909), πρωτοστάτησε στην άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία.

Μετά την απoφοίτησή του από τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, το 1912, έλαβε μέρος ως ανθυπολοχαγός στους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-1913.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ενεπλάκη στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου, αρχικά με το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας και αργότερα πολεμώντας στο πλευρό των Συμμάχων.

Ως διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έλαβε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία, το 1919, και αμέσως μετά στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου κατάφερε να πραγματοποιήσει τη μοναδική συντεταγμένη υποχώρηση στον Τσεσμέ και από εκεί στη Χίο, διασώζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο χιλιάδες στρατιώτες και πρόσφυγες που τον ακολούθησαν.

Ο Πλαστήρας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη στρατιωτική εξέγερση που ακολούθησε, προβάλλοντας ως αίτημα την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη και την έξωση του βασιλιά.

Το δύσκολο έργο της Επαναστατικής Επιτροπής περιελάμβανε την αναδιοργάνωση του στρατού, καθώς και τη στέγαση και την αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων μικρασιατών προσφύγων, γεγονός που επέσπευσε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας.

Στο πληγωμένο λαϊκό αίσθημα η Επιτροπή απάντησε με προσαγωγή των υπευθύνων της εθνικής τραγωδίας σε δίκη, γνωστή ως Δίκη των Εξ, η οποία οδήγησε στην εκτέλεσή τους.

Στο διάστημα 1924-1933 ο Πλαστήρας αποτραβήχτηκε από τα κοινά, αφού μετά τις εκλογές του 1923 παρέδωσε την εξουσία στη Δ’ Συντακτική Συνέλευση, η οποία τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδας» και του απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου.

Η αφοσίωση του Πλαστήρα στον Ελευθέριο Βενιζέλο τον οδήγησε αρκετές φορές στην εξορία.

Ύστερα από δύο αποτυχημένα κινήματα ο Πλαστήρας αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη το 1935.

Το Δεκέμβριο του 1944 επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 5 Ιανουαρίου 1945 ορκίστηκε πρώτη φορά πρωθυπουργός ως πρόσωπο ευρείας αποδοχής.

Εξαναγκάστηκε όμως σε παραίτηση λίγους μήνες αργότερα, όταν δημοσιοποιήθηκε επιστολή του με την οποία καλούσε την κυβέρνηση Μεταξά να συνθηκολογήσει με την Ιταλία.

Παρέμεινε εκτός πολιτικής στο διάστημα του Εμφυλίου καταγγέλλοντας και τις δύο πλευρές και μιλώντας ανοιχτά για Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ο καθιερωμένος όρος ήταν Συμμοριτοπόλεμος.

Ως αρχηγός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού με το όνομα Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) και σημαία τη λήθη, ο Πλαστήρας κυβέρνησε για μικρά χρονικά διαστήματα τη χώρα άλλες δύο φορές, το 1950 και το 1951.

Ο Πλαστήρας επέδειξε κατ’ αρχήν πνεύμα συνδιαλλαγής, αλλά η δεύτερη θητεία του στιγματίστηκε από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη.

Η πρωθυπουργία του συνδέθηκε επίσης με μέτρα για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, εθνικοποιήσεις, κοινωνικές παροχές και ψήφο στις γυναίκες.

Ο Πλαστήρας απεβίωσε από έμφραγμα στις 26 Ιουλίου 1953, λίγους μήνες μετά την ήττα και τη διάσπαση του κόμματός του.

(Πηγή πληροφοριών: Διαδικτυακός τόπος Μουσείου Πόλης Καρδίτσας/Φωτεινή Λέκκα)

Στις 4 Φεβρουαρίου 2009 πραγματοποιήθηκε ειδική συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής, αφιερωμένη στη μνήμη του Νικόλαου Πλαστήρα.

Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής σχετικά με τον Νικόλαο Πλαστήρα:

[…] Ο Νικόλαος Πλαστήρας […] είναι μια ιστορική προσωπικότητα που διέσχισε ολόκληρο το πρώτο μισό του ταραχώδους 20ού αιώνα. Διέσχισε πενήντα κρίσιμα και γεμάτα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας έφιππος, υπερήφανος, λυγερός, πιστός σε αρχές, περιπετειώδης ως ένας γνήσιος λεβέντης.

Η αναγωγή μας δε σε αυτά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ού αιώνα μάς επιτρέπει να καταλάβουμε πόσο μεγάλη απόσταση χωρίζει την Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, παρά τα προβλήματά της, παρά τις εντάσεις που υπάρχουν, παρά τις αγωνίες που διαπερνούν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, από την περίοδο του Νικολάου Πλαστήρα. Η απόσταση της σημερινής Ελλάδας είναι πολύ μεγάλη όχι μόνο σε σχέση με τις δεκαετίες του Μακεδονικού Αγώνα ή των Βαλκανικών Πολέμων ή του Εθνικού Διχασμού ή της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και από το μετεμφυλιακό ψυχροπολεμικό κράτος της δεκαετίας του ’50, από τα πρώτα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του ’50.

[…] Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης του Μικρασιατικού Αγώνα, έχει εγγραφεί στην εθνική συνείδηση ως υπόδειγμα πατριωτισμού, αγωνιστικότητας και ανιδιοτέλειας. Έχει εγγραφεί στην κοινή μνήμη των Ελλήνων ως υπόδειγμα δημόσιας ηθικής και αυτό είναι ίσως σημαντικότερο από οποιαδήποτε αναφορά στις λεπτομέρειες του πλούσιου βιογραφικού του, στρατιωτικού και πολιτικού, από οποιαδήποτε αναφορά σε έργα. Τελικά στην ιστορία, όπως και στην πολιτική, το ποιος είσαι είναι εξίσου σημαντικό με το τι έκανες.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας είναι, λοιπόν, ένας άνθρωπος της εποχής του, μιας ταραγμένης εποχής. Ξεκίνησε ως ένστολος πολίτης της εποχής του, κάτι που σήμερα ίσως ξενίζει, όταν το συνειδητοποιούμε. Συγκρουσιακός, εμβληματική φυσιογνωμία των στρατιωτικών κινημάτων στην δεκαετία του ’20, στην δεκαετία του ’30. Ας σκεφτούμε, όμως, ότι χωρίς αυτά τα στρατιωτικά κινήματα, που μας παραξενεύουν με τα κριτήρια του 21ου αιώνα, δεν θα είχαν γίνει μεγάλες, οι μεγαλύτερες ίσως προοδευτικές τομές, θεσμικές αλλά και οικονομικές και κοινωνικές που έγιναν, με χαρακτηριστικότερο το έργο που εκπήγασε από το κίνημα στο Γουδή και την ανορθωτική προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου. Άλλωστε ο Νικόλαος Πλαστήρας, όπως και όλες οι μεγάλες προσωπικότητες του βενιζελισμού –ο Παπαναστασίου, ο Καφαντάρης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης–, γίνεται ιστορικά αντιληπτός στην ολότητά του σε αναφορά ή πολλές φορές σε αντίστιξη με τον μεγάλο πολιτικό, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Έχει επίσης πολύ μεγάλη σημασία να σημειώσουμε ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας, ακριβώς επειδή υπήρξε μεγάλος, ανιδιοτελής, οραματιστής, συνέδεσε το όνομά του και με μία μεγάλη προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης, με τα μεγάλα έργα, με τη Λίμνη Πλαστήρα, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως και κατά το λόγο της αρμοδιότητάς του ως εκπρόσωπος του νομού Καρδίτσας ο Πρόεδρος του Σώματος, αλλά και με τη θέσπιση του Συντάγματος του 1952 που, παρά την κριτική που του ασκήθηκε, ήταν ένα συνταγματικό κείμενο που στα μετεμφυλιακά και ψυχροπολεμικά δεδομένα λειτούργησε, παρ’ ότι εκ γενετής υπονομευμένο από το παρασύνταγμα που είχε συγκροτηθεί και λειτουργούσε ήδη από το 1944, από την Απελευθέρωση, από τη λήξη της Γερμανικής Κατοχής.

Φυσικά, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες γοητευτικές, πολυσύνθετες και αντιφατικές προσωπικότητες που γράφουν ιστορία μαζί με το λαό, υπάρχουν και για τον Νικόλαο Πλαστήρα πράγματι πολλά θέματα ανοικτά στην ιστορική συζήτηση, ανοικτά ένθεν κακείθεν. Η συμμετοχή του στη δίκη και την εκτέλεση των Έξι, η συμμετοχή του στο Κίνημα του ’33, η κρίσιμη περίοδος του 1945 και της Βάρκιζας, η προσπάθειά του να επιβάλει τα «μέτρα ειρηνεύσεως» συγκρουόμενος με δίκτυα άσκησης γκρίζας εξουσίας, που με κορμό τον ΙΔΕΑ κυριαρχούσαν τότε στο πολιτικό παρασκήνιο αλλά και στο πολιτικό προσκήνιο πάρα πολύ συχνά. Και βέβαια ιδιαίτερη σημασία έχει η καταλυτική συμβολή του στην ανασυγκρότηση των κεντρώων δυνάμεων. Η ΕΠΕΚ είναι πάντα ένα σημείο αναφοράς, η Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου. Αυτά, όμως, συνέβαιναν στη δεκαετία του ’50. Έπρεπε να φτάσουμε στη Μεταπολίτευση, στον Ανδρέα Παπανδρέου, για να μπορέσει το όραμα αυτό να αποκτήσει τα πλήρη χαρακτηριστικά του με τη μορφή ενός κινήματος εθνικού, κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η προσωπικότητα και η μνήμη του Νικολάου Πλαστήρα είναι μια πολύτιμη εθνική περιουσία, που οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε. Οφείλουμε να την κατανοήσουμε, να διδαχθούμε απ’ αυτήν, να συνομιλήσουμε μ’ αυτήν ιδίως τώρα, που χρειάζεται να βρούμε ξανά πηγές έμπνευσης και αισιοδοξίας. Ιδίως τώρα, που χρειάζεται να αποκαταστήσουμε την πολιτική και κοινωνική εμπιστοσύνη. Ιδίως τώρα, που πρέπει όλοι να στρατευθούμε στην προσπάθεια αναστήλωσης της δημόσιας ηθικής. Ιδίως τώρα, που πρέπει να κάνουμε κοινό σύνθημά μας το αίτημα για ανόρθωση, όπως το διετύπωσε το 1909 ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

https://www.in.gr/