Σαν σήμερα γεννήθηκε στο Μεσολόγγι η Σπεράντζα Βρανά – Υπέροχο αφιέρωμα της Finos Films (Videos – Photos)

Η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 6 Φεβρουαρίου 1928 από μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της Σπεράντζας Βρανά ήταν Αθηναίος αστός και η μητέρα της, πλούσια Μεσολογγίτισσα. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αθήνα, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα χώρισαν. Σε ηλικία 7 ετών, χάνει τον πατέρα της και ζει πλέον με την μητέρα της στο Παγκράτι.

Όταν όμως σε ηλικία 14 ετών, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, χάνει και την μητέρα της, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μεσολόγγι, για να μείνει με συγγενείς της. Τελειώνει το γυμνάσιο με δυσκολίες και «κολλάει» το μικρόβιο της υποκριτικής. Την εποχή εκείνη, μαγεύεται από τα περιπλανώμενα μπουλούκια και αποφασίζει να ακολουθήσει το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα.

Ανήμερα της ημέρας γέννησής της, η Finos Film ανήρτησε στο Twitter μια σύνθεση από εμφανίσεις της σε ελληνικές ταινίες που άφησαν εποχή:

«Στις 6 Φεβρουαρίου 1928 γεννιέται στο Μεσολόγγι η Ελπίδα Χωματιανού. 20 χρόνια αργότερα, η Ελπίδα μεταμορφώνεται σε Σπεράντζα και κατακτά τους πάντες με το μοναδικό της στυλ και την πληθωρική της παρουσία.
Ήταν ομολογουμένως η τελευταία «μάγκισσα» του ελληνικού κινηματογράφου», έγραψε.


Διαβάστε την απίστευτη ζωή της Σπεράντζας Βρανά:

Η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 6 Φεβρουαρίου 1928 από μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν Αθηναίος αστός και η μητέρα της, πλούσια Μεσολογγίτισσα. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αθήνα, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα χώρισαν. Σε ηλικία 7 ετών, χάνει τον πατέρα της και ζει πλέον με την μητέρα της στο Παγκράτι.

Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και η πείνα
Η ίδια, μάλιστα, έχει μιλήσει για την πείνα της Κατοχής, στο βιβλίο της «Τολμώ». Όπως είχε γράψει: «Ήταν χειμώνας του 40-41. Τι εποχή, Θεέ μου! Πόλεμος, συσκότιση, βόμβες, πείνα! Το ψωμί είχε γίνει 30 δράμια το άτομο, κι αυτό μπομπότα. Θυμάμαι που σηκωνόμουνα στις 3 τη νύχτα και πήγαινα στην ουρά, περίμενα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν έπαιρνα τις δυο μερίδες, ώσπου να βγω απ’ τον φούρνο είχα φάει την μερίδα μου, και το υπόλοιπο το ‘κρυβα κάτω από την ποδιά μου, μη μου το κλέψουνε ώσπου να πάω σπίτι μου να το δώσω της μαμάς μου.
-Φάτο παιδί μου κι αυτό, μου ‘λεγε κοιτάζοντάς με καλά – καλά.
Δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου εκείνο το βλέμμα της.
-Φάτο κι αυτό.
Κι εκείνη; Τίποτα. Δεν έτρωγε τίποτα, για να το φάω εγώ. Κι εγώ το ‘τρωγα πεινασμένη καθώς ήμουνα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι κι εκείνη πεινούσε, αλλά το ‘κανε για μένα. Ήμουνα εγωίστρια; Ήμουνα άπονη; Ήμουνα ανόητη; Μα αφού την αγαπούσα! Μπα, απλώς πεινούσα».
Η πρώτη επαφή με το θέατρο – Μέσα από τα περιπλανώμενα μπουλούκια
Όταν όμως σε ηλικία 14 ετών, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, χάνει και την μητέρα της, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μεσολόγγι, για να μείνει με συγγενείς της. Τελειώνει το γυμνάσιο με δυσκολίες και «κολλάει» το μικρόβιο της υποκριτικής. Την εποχή εκείνη, μαγεύεται από τα περιπλανώμενα μπουλούκια και αποφασίζει να ακολουθήσει το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα.

Πριν κλείσει τα 20 της, κάνει τον πρώτο της γάμο με έναν Έλληνα από την Αίγυπτο, αλλά χωρίζει μετά από 24 ημέρες. Η οικογενειακή ζωή δεν είναι το όνειρό της και επιστρέφει στην Ελλάδα, περιδιαβαίνοντας την χώρα με τα μπουλούκια.

Την ίδια εποχή αρχίζει να συνειδητοποιεί τον αντίκτυπό της στους άντρες, που τον περιγράφει με τη χαρακτηριστική ελευθεροστομία της: «Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα κι η μαλακία έπεφτε λεφούσι για πάρτη μου! Ναι, μη γελάς. Αφού ο Μπουρνέλης με έλεγε: «Μις Μαλακία», κι η κυρά Σταμάτα, η καθαρίστρια του «Ακροπόλ», μάζευε σωρό τις καπότες κάθε πρωί από τις τουαλέτες! Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μερίδα αντρών που δεν ήμουνα ο τύπος τους, ήσαν αυτοί που τους άρεσε η πολύ φίνα γυναίκα χωρίς πιασίματα, που εγώ τα είχα μπόλικα, εδώ που τα λέμε!».

Η Σπεράντζα Βρανά με τον Κώστα Χατζηχρήστο στην ταινία «ο Σκληρός άνδρας» του 1961/Φωτογραφία: YouTube/Ilias Taskou

Την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση σε θέατρο την κάνει το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Μάλιστα, τότε πρωτοτραγούδησε και το «Τραμ το τελευταίο», ένα τραγούδι που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της.

Γοητεύει το κοινό με το μπρίο και το νάζι
Η Σπεράντζα γοητεύει κοινό και θεατράνθρωπους με το μπρίο και το νάζι της και τώρα φιγουράρει ως Σπεράντζα Βρανά στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό στερέωμα, γεννώντας και υποστηρίζοντας με μεγάλη επιτυχία τον επιθεωρησιακό τύπο της «σέξι μαγκιόρας». Με την ανεπανάληπτη ζωντάνια της ερμηνεύει τα γνωστότερα επιθεωρησιακά τραγούδια της εποχής («Μάμπο μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα») και συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Η επιτυχία της είναι τέτοια που οι εφημερίδες γράφουν μετά την πρεμιέρα ότι η Σπεράντζα είναι η καινούρια Ζαχά Μπριλάντη, μεγάλο αστέρι της εποχής.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο», δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη. Ωστόσο, η πιο γνωστή εμφάνισή της, ήταν στην «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, όπου υποδυόταν μια γυναίκα ελευθέρων ηθών δίπλα στον «αόμματο» Μίμη Φωτόπουλο.

Ο ανδρικός πληθυσμός ξετρελαίνεται μαζί της, η ίδια λαμβάνει πια εκατοντάδες ερωτικά γράμματα από στρατιώτες και πολιορκείται στενά από θαυμαστές, αλλά και θαυμάστριες. Ο Γιώργος Μουζάκης την προειδοποιεί χαρακτηριστικά ότι δεν θα πάρει ποτέ το χειροκρότημα που της αξίζει γιατί οι άντρες θεατές έχουν τα χέρια στις τσέπες τους όταν τη βλέπουν στο σανίδι! Τελικά την καταχειροκρότησαν τη Σπεράντζα, γιατί πέρα από την πρόδηλη και εκρηκτική σεξουαλικότητά της είχε και πολύ ταλέντο.


Η ερωτική ζωή της Σπεράντζας Βρανά – Ο παρ’ ολίγον γάμος με τον Κώστα Βουτσά
Η Σπεράντζα Βρανά παντρεύτηκε δύο φορές στη ζωή της. Σε ηλικία μόλις 20 ετών και αργότερα τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα (το 1966) με τον οποίο θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Ωστόσο, η θυελλώδης σχέση της με τον Κώστα Βουτσά, με τον οποίο παραλίγο να ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας, ήταν αυτή που κέντρισε το ενδιαφέρον των σκανδαλοθηρικών περιοδικών της εποχής εκείνης. Επρόκειτο για έναν μεγάλο έρωτα, με ζήλιες, καβγάδες, ξύλο, αρραβώνα, ετοιμασίες για γάμο, και τέλος χωρισμός.

Η Σπεράντζα Βρανά έζησε μια θυελλώδη σχέση με τον Κώστα Βουτσά
Όπως έχει γράψει η Σπεράντζα Βρανά στο Βιβλίο της Τολμώ: «Ο Κώστας ήταν τρομερά φιλόδοξος, μεγαλομανής, αριβίστας. Ήξερε να ελίσσεται. Χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα για να πετύχει τους σκοπούς του. Καλοπερασάκιας. Στην αρχή μου έκανε τον πολύ ερωτευμένο, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ευχαριστήσει. Μου αγόραζε δίσκους με λατινοαμερικανικούς ρυθμούς, μου έκανε τον Danny Kaye για να γελάσω, ήταν πολύ κωμικός και ξεκαρδιζόμουν. Αν μ’ αγάπησε ο Κώστας (γιατί μ’ αγάπησε), αυτό συνέβη αργότερα. Μου φερόταν πολύ ωραία, ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, ζούσαμε πολύ αρμονικά. Όσο η σχέση μας έδενε και πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. “Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή;”. Καβγάς! “Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;”. Καβγάς! Όλα αυτά τα μικροκαυγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Ο Κώστας ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός. Στο κεφάλαιο δουλειά, όμως, ήταν φοβερός. Ήταν φιλόδοξος και βιαζόταν να φτάσει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις. Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια. Μέχρι ξύλο έπεσε στον πρώτο μας μεγάλο καβγά».

Τελικά αποφασίζουν να παντρευτούν. Η Σπεράντζα παραγγέλνει το νυφικό και ο Κώστας, παραμονές Χριστουγέννων, της κάνει δώρο ένα χρυσό ρολόι. Ο γάμος είχε οριστεί για την άνοιξη και ο μήνας του μέλιτος θα ήταν ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν ο Βουτσάς είπε στη Σπεράντζα ότι μετά τον γάμο απαιτούσε από εκείνη να αφήσει το θέατρο για να αφοσιωθεί στο σπίτι, η Βρανά δεν το δέχτηκε. Σκέφτηκε τον εαυτό της νοικοκυρά, μακριά από τι σκηνή και τα φώτα και δεν άντεξε στη σκέψη. Έτσι, έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια, χώρισαν οριστικά.

Το τροχαίο ατύχημα, που παραλίγο να την αφήσει παράλυτη
Ένα τροχαίο ατύχημα το 1981 την λύγισε. Για πολύ καιρό την άφησε σχεδόν κατάκοιτη. Η αφοσίωση όμως και η αγάπη του Παύλου αλλά και η ψυχική της δύναμη την έκαναν να σηκωθεί, έστω και με πατερίτσες. Αν και είχε χάσει για πάντα το μεγάλο εραστή της, όπως αποκαλούσε το θέατρο, γιατί δεν μπόρεσε να ξανανέβει στο σανίδι, βρήκε τρόπο διαφυγής στα βιβλία.

Η Σπεράντζα Βρανά σε μία από τις τελευταίες εμφανίσεις της

Το 1981 κυκλοφορεί το «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της, με λόγο απλό, αληθινό και χειμαρρώδη. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία: «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Ελα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007).

Η Σπεράντζα Βρανά πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 από ανακοπή καρδιάς.

iefimerida.gr