«Ο Σπετσέρης του Λεπάντο»: Λίγες σκέψεις για το βιβλίο της Β. Ζορμπά από την Αν. Μήτσου

«Ο Σπετσέρης του Λεπάντο»: Tο νέο ιστορικό μυθιστόρημα της Βησσαρίας Ζορμπά – Ραμμοπούλου.

Λίγες σκέψεις από Αναστασία Β. Μήτσου

Κάθε φορά που διαβάζω ένα ιστορικό μυθιστόρημα, η μνήμη μου ανακαλεί αυτό που σχολιάζει ο
Αλέξανδρος Δουμάς στα απομνημονεύματά του: «Είναι προνόμιο των μυθιστοριογράφων να
δημιουργούν πρόσωπα που σκοτώνουν τα πρόσωπα των ιστορικών.

Ο λόγος είναι ότι οι ιστορικοί αναφέρονται σε απλά φαντάσματα, ενώ οι μυθιστοριογράφοι δημιουργούν πρόσωπα με σάρκα και οστά…» (από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο: «Στους ώμους των γιγάντων»). Ως αναγνώστρια των μυθιστορημάτων της εκλεκτής συγγραφέως Βησσαρίας Ζορμπά – Ραμμοπούλου, θαρρώ πως αυτή η κρίση – αναφορά του Αλέξανδρου Δουμά δε γίνεται να μην εκφράζει τα ιστορικά της μυθιστορήματα. Μπορεί κάποια στιγμή να ξεχνάς λεπτομέρειες και ιστορικά περιγράμματα όπως όλων των μυθιστορημάτων μετά από καιρό, ποτέ όμως τους ήρωές της. Μένουν χαραγμένοι στη μνήμη σου γιατί ακριβώς τους έπλασε «με σάρκα και οστά».

Έτσι και στο νέο της μυθιστόρημα «Ο Σπετσέρης του Λεπάντο»: με το ταλέντο της και σκληρή δουλειά, αναβιώνει και ζωντανεύει μια ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε, δοξαστικά για το Λεπάντο (τον Έπαχτο ή τη Ναύπακτο αλλιώς), από την περίφημη «Ναυμαχία της Ναυπάκτου», ακριβώς γιατί οι ήρωές της ζουν, δρουν, ριψοκινδυνεύουν, ονειρεύονται ωσεί ολοζώντανοι «με σάρκα και οστά»: ο σπετσέρης εβραίος Ναχμία, η κόρη του Εύα, η Ντόνα Ρασίς η γιαγιά της, ο ρωμιός βαρελάς Σπύρος με τη γυναίκα του Βασιλική και τα παιδιά τους Νικηφόρο (μοναχό στη Βαράσοβα), Νικόλαο (μοναχό στη Βαρνάκοβα) και τη Μαριώ την αδερφή τους, οι ευγενείς ενετοί Ανδρέας και Λεοπολδίνη με το γιο τους Τζιοβάνι, καθώς και άλλα πρόσωπα που η ρότα τής ζωής και οι εξελίξεις των γεγονότων φέρνουν κοντά τους, «συνδέονται μέσα σ’ ένα θανάσιμο, μυστηριώδες και ριψοκίνδυνο περιβάλλον…, σε ατραπούς δύσκολες που τελικά τους οδηγούν στην περίφημη Ναυμαχία και στη φυγή» όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, ζωντανεύοντας τη συγκεκριμένη εποχή σ’ αυτή τη μικρή δοξασμένη γωνιά τής γης και στις γύρω περιοχές της. Ναύπακτος, Πέρκος, Περίστα, Άνιννος, Βαράσοβα, Βαρνάκοβα, Τρίκορφο, Ψανή, Γρίμποβο, Γουριά, νησάκι Πεταλάς, Αστακός…, είναι οι τόποι μας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ο καθένας, των οποίων την ιστορία μάς «προκαλεί» η συγγραφέας να αναζητήσουμε και να αναψηλαφήσουμε. Και κοντά στους παραπάνω ήρωες του μυθιστορήματος, και ο αιώνιος πια δημιουργός του «Δον Κιχώτη», ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες, τον οποίο η Βησσαρία Ζορμπά ανασταίνει όχι μόνο ως εμπνευστή του παραπάνω αριστουργήματος και ως ριψοκίνδυνο και δεινό πολεμιστή στην περίφημη ναυμαχία όπου και τραυματίστηκε, αλλά και ως αφορμή αναφοράς στην ανακάλυψη της τυπογραφίας και της διάδοσης του βιβλίου στην Ευρώπη του 16ου αιώνα. Συνδέει δε αριστοτεχνικά αυτά τα γεγονότα με τη δίψα των Ελλήνων της διασποράς και όλων των σκλαβωμένων Ελλήνων να συμβάλουν στην αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος μέσω της αναγέννησης των γραμμάτων και της διάδοσης του βιβλίου καθώς και των επαναστατικών ιδεών τους που τόση ανάγκη είχε το Τουρκοκρατούμενο γένος των Ελλήνων.

Πάντα, σταθερής αξίας τα χαρακτηριστικά της συγγραφής της Βησσαρίας Ζορμπά – Ραμμοπούλου: λέξεις και φράσεις με έντονο βιωματικό περιεχόμενο, περιγραφές με ισορροπημένες τη
ρεαλιστικότητα και την ποιητικότητα, ισορροπία ιστορικών στοιχείων και μυθοπλασίας, τέτοια που ο
αναγνώστης δεν καταφεύγει ποτέ σε «διασκελισμούς» και βιαστικούς βλεφαρισμούς για να τελειώσει
την παράγραφο ή το κεφάλαιο. Καμία λέξη ή πρόταση δεν περιττεύει στην αγωνία του αναγνώστη να
γευτεί την έκβαση όσων ιστορούνται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα; η περιγραφή της Ναυμαχίας: μια εντυπωσιακή περιγραφή της σύγκρουσης αλλά και περιεκτική, μιας και καταφέρνει να μάς απαλλάξει από δευτερεύουσες λεπτομέρειες και να αναδείξει σχεδιασμούς (εξαιρετική η αναφορά της στη διάταξη του συμμαχικού στόλου στον Πατραϊκό κόλπο σε σχήμα σταυρού) και στρατηγικές διάταξης που αποδείχθηκαν ευφυείς, μέσα δε από τον ορυμαγδό των πολεμικών κλαγγών, τα πρόσωπα που σφράγισαν με τη δράση τους την έκβαση της σύγκρουσης. Του καθενός ο ηρωισμός απαυγάζει από την συνολική σθεναρή αντίσταση του συνόλου. Η λεπτομέρεια εμπεριέχεται στην με τόση ακρίβεια συντονισμένη ομαδική αντίσταση. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο αιώνιος πια, όπως προανέφερα, Μιγκέλ Θερβάντες με την παρουσία του οποίου προοικονομούνται μετέπειτα γεγονότα (μια ευρηματική επιλογή της συγγραφέως για να δομήσει τα επόμενα της Ναυμαχίας κεφάλαια που σχετίζονται με τη φυγή και την εγκατάσταση των ηρώων του μυθιστορήματος στη Βιέννη). Ο αναγνώστης υποβάλλεται από την αρχή της αφήγησης σε μια διαρκή αγωνία για την έκβαση γεγονότων, καταστάσεων ή σχεδιασμών.

Ευχάριστες εκπλήξεις σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι οι επιστολές που ανταλλάσσονται μεταξύ των
δύο «αδελφικών» φιλενάδων, της Εύας και της Μαριώς, που έξυπνα και ευρηματικά από τη μεριά τής
συγγραφέως καλύπτουν γεγονότα και εξελίξεις χρόνων οι οποίοι για τον θεματικό πυρήνα του έργου,
μάλλον θα ήσαν ανώφελοι και περιττοί.

Ευχάριστη επίσης έκπληξη είναι η γκραβούρα εποχής και η προμετωπίδα στην αρχή κάθε κεφαλαίου που συνοδεύεται από κάποια σοφή ρήση ανθρώπου του Πνεύματος, της Τέχνης, της Επιστήμης, και η οποία διεγείρει, κάθε φορά, τη σκέψη για στοχασμό πάνω σε όσα θα ακολουθήσουν.

Γενικά, η αισθητική του βιβλίου εξαιρετική. Η πιο ευχάριστη έκπληξη όμως είναι ο έρωτας ανάμεσα σε μια φτωχή Εβραία (την Εύα) και έναν ευγενή καθολικό ενετό (Τζιοβάνι) – μοτίβο που παίζει σημαντικό ρόλο και σε άλλα ιστορικά μυθιστορήματα της Βησσαρίας. Μου αρέσει πολύ που η Βησσαρία βρίσκει υπέροχο κάθε φορά τρόπο για να προτάσσει, ακόμη και μέσα από ιστορικά γεγονότα, τη δύναμη του έρωτα, αυτού του θαύματος που με τη μαρμαρυγή του μπορεί να χαρίσει αθανασία στην αξία και στο σκοπό της ζωής. Αυτός αμβλύνει και σιγά – σιγά εξασθενεί αντιθέσεις και διαφορές πάσης φύσεως, ενώνει τους ήρωες της Βησσαρίας προς έναν «ιερό» σκοπό, ενδυναμώνει φιλίες, εμψυχώνει διστακτικούς και κλώθει, με τον πιο τρυφερό τρόπο, ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα για όλους. Έτσι ο έρωτας, χωρίς να χάνει την άλω του θαύματός του, φωτίζει τα γεγονότα, τα εξελίσσει, γίνεται κινητήριος δύναμη αντίστασης και γενναιότητας, οραμάτων και στόχων, προπάντων ανθρωπισμού, εξευγενισμού αισθημάτων και συναισθημάτων.

Ιδιαίτερο, επίσης, ενδιαφέρον για μένα παρουσιάζει το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος όπου
κυριαρχεί ως γεγονός το ταξείδι επιστροφής από τη Βιέννη στο Λεπάντο – για λίγο μετά από χρόνια
– της πολυμελούς πλέον οικογένειας του Τζιοβάνι, μαζί με τον γέρο σπετσέρη Ναχμία και τον Θωμά,
το γιο της αδελφικής φίλης της Εύας, της Μαριώς, οι συγκινητικές περιγραφές της πόλης Λεπάντο
όπου έζησαν τα σημαντικότερα χρόνια της ζωής τους, οι εκπληκτικές αποκαλύψεις μέσα από τις
οποίες φανερώνεται το άσβεστο πάθος τους για ελευθερία και πνευματική αναγέννηση της
σκλαβωμένης Ελλάδας.

Περισσότερη αξία όμως κι όλων αυτών σ’ αυτό το τελευταίο μέρος, έχουν οι βαθείς στοχασμοί της συγγραφέως, οι συνειρμικές συζεύξεις εικόνων και βιωμάτων, οι φιλοσοφικές εκφάνσεις της σκέψης της Βησσαρίας σχετικά με τη ζωή, τον ηρωισμό κι εκείνους που κινούν τα νήματα της ιστορίας.

Αποσπάσματα όπως: «Είχε δει πύργους, είχε ζήσει σε κάστρα όπως Λεπάντο, Αγία Μαύρα, Κορφοί, Βιέννη….. Θυρεοί κι επάλξεις τού ανθρώπινου μεγαλείου…… Και ταυτόχρονα, θυμητάρια του αδελφοκτόνου Κάιν. Ο Άβελ στο τέλος σκοτώνεται ακόμα και μέσα σε κάστρα……. Παρ’ όλα τα κάστρα», καθώς και το «….τα κάστρα είχαν αρχίσει να μοιάζουν πλέον στα μάτια μου με πέτρινα κουφάρια. Με τον πέτρινο σκελετό της αιωνιότητας που καρτερικά υπομένει το βάρος των ανθρώπινων κριμάτων…» αναβιώνουν στη μνήμη τού καθενός μας άπειρες ιστορίες βίας, φρίκης, αποτροπιασμού, εκμηδένισης της αξίας της ανθρώπινης ζωής που αμαύρωσαν το πέρασμά μας από τη γη.

Διαβάζοντας αυτούς τους στοχασμούς, ήρθαν στη μνήμη μου τούτα τα λόγια του νομπελίστα Αλβανού ποιητή και μυθιστοριογράφου Ισμαήλ Κανταρέ (από το μυθιστόρημά του: «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες»): «Ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που κοιτάζω τους θυρεούς των Τοπία, τους λευκούς κρίνους των Ανζού κάτω από το λιοντάρι με το στέμμα, χωρίς να ξέρω γιατί, μου φέρνουν στο νου σταυρούς σ’ ένα κοιμητήρι». Κι όλα αυτά συνοδευόμενα από υπαινιγμούς, αλληγορίες και μεταφορές σαν κι ετούτη: «…… αναρωτιόμουν μήπως οι σανίδες, σαν κουφάρια σφαγμένων δέντρων, είχαν αποταμιεύσει τους ήχους της βροχής και των ανέμων που έδερναν τα δάση….». Όλα αυτά όμως δεν εμποδίζουν να αναδυθούν και να κυριαρχήσουν τα αισιόδοξα μηνύματα του έργου και η πίστη της συγγραφέως στη δύναμη εκείνων των στοιχείων που ενώνουν και αδελφώνουν τους ανθρώπους παρά τις όποιες διαφορές τους σε θρησκεία, καταγωγή, προέλευση. Κάθε νέο βιβλίο της Βησσαρίας Ζορμπά – Ραμμοπούλου, και μια επιβεβαίωση (για όσους τη διαβάζουν αλλά και για όσους την ανακαλύψουν ) του ταλέντου της και της σκληρής εργασίας που προϋποθέτει η απαιτητική λογοτεχνία. Εάν δε λάβουμε υπόψη μας την άποψη του εξαιρετικού Αμερικανού μυθιστοριογράφου Don DeLillo ότι: «…. Η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος είναι δυνητικά μια σημαντική πράξη. Επειδή υπάρχουν τόσες πολλές ποικιλίες ανθρώπινης εμπειρίας, τόσα πολλά είδη αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων στο μυθιστόρημα…… γι’ αυτό το μυθιστόρημα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τον κόσμο…», τότε υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να επιλέξει κάποιος να διαβάσει το μυθιστόρημα «Ο Σπετσέρης του Λεπάντο».

Αναστασία Β. Μήτσου