Ο «Τιτανικός» έγινε 25 χρονών και μας θυμίζει ένα σινεμά που έπαψε να υπάρχει (Videos – Photos)

Μοιάζει ασύλληπτη σήμερα η μαζικότητα του φαινομένου του «Τιτανικού» όταν κυκλοφόρησε, με τις ατέλειωτες ουρές στις αίθουσες και τις πρόσθετες πλαστικές καρέκλες στα επαρχιακά σινεμά.

Στις 19 Δεκεμβρίου του 1997 έκανε πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες ο «Τιτανικός» του Τζέιμς Κάμερον, μετά από αναβολές στην ημερομηνία εξόδου, διαρκείς αυξήσεις στον προϋπολογισμό και σωρούς από αρνητικά δημοσιεύματα, τα οποία έκαναν λόγο για τη μεγαλομανία του Αμερικανού δημιουργού και για ένα αναπόφευκτο εισπρακτικό «ναυάγιο», εφάμιλλο του αληθινού «Τιτανικού».

Όλοι μέσα έπεσαν. Οι θεατές έβγαιναν από την αίθουσα με δάκρυα στα μάτια και δεν έβλεπαν την ώρα να ξαναμπούν, με τον καιρό οι θετικές κριτικές πολλαπλασιάστηκαν, τα κρατήματα της ταινίας από εβδομάδα σε εβδομάδα ήταν μυθικά, οδηγώντας τη στη θέση της εμπορικότερης ταινίας όλων των εποχών· θα σάρωνε και στα Όσκαρ τρεις μήνες μετά, με το κοντέρ να γράφει 11 βραβεία σε 14 υποψηφιότητες.

Ο Κάμερον γέλασε τελευταίος. Όπως βροντοφώναζε στην οσκαρική απονομή, μιμούμενος τον ήρωά του στην ταινία, ήταν πια «ο βασιλιάς του κόσμου».

Σήμερα, 25 χρόνια μετά, ο Κάμερον επιστρέφει με ένα φιλόδοξο εγχείρημα, το «Avatar: The Way of Water», sequel της ταινίας που διαδέχτηκε τον δικό του «Τιτανικό» στη θέση της εμπορικότερης ταινίας όλων των εποχών. Οι αναλυτές της βιομηχανίας και πάλι αμφισβητούν το εμπορικό ένστικτό του, οι κριτικοί είναι πιο θετικοί απέναντί του, καθώς πολλοί από αυτούς έζησαν στην τρυφερή εφηβική και νεανική τους ηλικία τη φρενίτιδα του «Τιτανικού», ενώ οι αιθουσάρχες τον βλέπουν ως τον Μεσσία που θα τους σώσει από τις αναδουλειές των τελευταίων εβδομάδων.

Υπάρχει, όμως, μια διαφορά ανάμεσα στο «Avatar» και τον «Τιτανικό». Στο πρώτο το τεχνολογικό επίτευγμα αποτελεί την αιχμή του δόρατος, στο δεύτερο η τεχνολογία επιστρατεύεται υποστηρικτικά, στην υπηρεσία ενός παραδοσιακού, χειροποίητου και, κατά βάση, παλιομοδίτικου επικού ρομάντζου, πιο πολύτιμου τώρα που τα στούντιο δεν επενδύουν χρήματα σε επικές ιστορίες αγάπης.

Ποιος ξέρει, ίσως γιατί πιστεύουν ότι ο ρομαντισμός ή τουλάχιστον αυτού του είδους ο λιγότερο εσωστρεφής και αυτοαναφορικός ρομαντισμός, που προσεγγίζει τον έρωτα και την αγαπητική θυσία ως ιδανικά, αφορά όλο και λιγότερους.

Πριν ο Κάμερον καταλήξει ότι με τον θάνατο γινόμαστε όλοι ίσοι, θα (υπερ)τονίσει την ταξική διαφοροποίηση σε σχέση με τις προοπτικές σωτηρίας – το ταξικό ζήτημα είναι, άλλωστε, μια από τις βασικές θεματικές της ταινίας και αναδεικνύεται πολύ πριν προκύψει η σύγκρουση με το παγόβουνο.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το φαινόμενο του «Τιτανικού», οφείλουμε πρώτα να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε την ίδια την ταινία, παραμερίζοντας όσα σημαίνει για την pop κουλτούρα. Από τη μία είναι μια ιστορία αγάπης, από την άλλη μια ταινία καταστροφής. Σκεπτόμενος κυνικά, σαν επιχειρηματίας –είναι και τέτοιος ο Κάμερον–, διαπιστώνεις ότι το φιλμ ενώνει δυο διαφορετικά target groups.

Για όσους δεν αρκούνται στην προσδοκία του θεάματος της βύθισης του «Τιτανικού», τους αγνούς φαν της ταινίας καταστροφής δηλαδή, υπάρχει ένας βασικός σκόπελος. Η πορεία της ιστορίας είναι προδιαγεγραμμένη, ξέρουμε όλοι τι θα συμβεί στο πλοίο. Γι’ αυτό ο σεναριογράφος Κάμερον ξεκινάει από το ειδικό. Ναι, γνωρίζουμε ότι το πλοίο θα καταλήξει στον βυθό του Ατλαντικού, αλλά δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί στους δύο ερωτευμένους νεαρούς, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα της ιστορίας – ξέρουμε μόνο ότι η Ρόουζ ζει.

Ναι, γνωρίζουμε ότι το πλοίο θα καταλήξει στον βυθό του Ατλαντικού, αλλά δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί στους δύο ερωτευμένους νεαρούς, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα της ιστορίας.

Η άγνοια (και η έγνοια) για την τύχη του Τζακ και της Ρόουζ αναγεννά το σασπένς για εμάς τους θεατές και, μέσω της ταύτισης μαζί τους, μας βοηθά να περάσουμε από το ειδικό στο γενικό, όχι μόνο βιώνοντας κινηματογραφικά την εμπειρία στο πλευρό τους. Γιατί ο Κάμερον δεν παύει να μας θυμίζει ότι ο Τζακ και η Ρόουζ –δυο φανταστικοί χαρακτήρες– είναι μόλις δύο άνθρωποι από τους 2.240 που βρίσκονταν στο υποτίθεται αβύθιστο υπερωκεάνιο που συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο και έκανε τον ωκεανό υγρό τάφο για περίπου 1.500 από αυτούς.

Οι επαναληπτικές προβολές φανερώνουν μια μοναδική αρετή της ταινίας, επειδή τη βλέπεις πια με εκπαιδευμένο μάτι, βέβαιος για τη μοίρα των δύο εραστών. Φυσικά, ενδόμυχα ποτέ δεν σταματάς να εύχεσαι έστω για μια φορά να αλλάξει το τέλος και να ζήσουν αμφότεροι και να υπόσχεσαι σε όποια μαγική οντότητα πραγματοποιήσει την ευχή σου ότι δεν θα αποκαλύψεις το μαγικό που έκανε σε κανέναν – άλλο αυτό.

Η αρετή στην οποία αναφερόμαστε είναι η δημοκρατικότητα της ταινίας όσον αφορά τον θάνατο. Σημαίνοντες και αφανείς χαρακτήρες, όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα, παίρνουν τον χρόνο (ή) και το πλάνο που τους αναλογεί, από την ορχήστρα που δεν σταματά να παίζει μέχρι τέλους, μέχρι τους δύο ηλικιωμένους που αποφασίζουν να φύγουν μαζί στην καμπίνα τους, ξαπλωμένοι και αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι.

Ταυτόχρονα, πριν ο Κάμερον καταλήξει ότι με τον θάνατο γινόμαστε όλοι ίσοι, θα (υπερ)τονίσει την ταξική διαφοροποίηση σε σχέση με τις προοπτικές σωτηρίας – το ταξικό ζήτημα είναι, άλλωστε, μια από τις βασικές θεματικές της ταινίας και αναδεικνύεται πολύ πριν προκύψει η σύγκρουση με το παγόβουνο.

Το μοντέλο του Τιτανικού που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία.

Και, βέβαια, ας μην ξεχνάμε το κυρίαρχο αφηγηματικό εύρημα. Όσα παρακολουθούμε τα αφηγείται η Ρόουζ στο σήμερα, σε βαθύ γήρας, πάνω σε ένα πλεούμενο που αναζητά στο ναυάγιο του «Τιτανικού» ένα περιδέραιο ανυπολόγιστης αξίας, την «Καρδιά της Θάλασσας», το οποίο απεικονίζεται να φορά η ίδια σε ένα σκίτσο που βρέθηκε σε χρηματοκιβώτιο.

Όπως θα μας πει η Ρόουζ (και ο Κάμερον), οι άνθρωποι της αποστολής αναζητούν την «Καρδιά της Θάλασσας» σε λάθος σημείο. Αυτή βρίσκεται στις ανθρώπινες ιστορίες που σταμάτησαν πρόωρα ή επηρεάστηκαν από το τραγικό συμβάν, στους μεγάλους έρωτες που, ακόμα κι αν έληξαν άδοξα, θα ζουν για πάντα στη μνήμη εκείνων που τους έζησαν και που έζησαν για να τους αφηγηθούν.

Αν αφαιρούσες όσα σημαίνει για τη Ρόουζ, η «Καρδιά της Θάλασσας» θα ήταν απλά ένα περιδέραιο στη συλλογή ενός πλούσιου συλλέκτη. Με την «προστιθέμενη αξία» τους, γίνεται το σύμβολο της προσωπικής και ιστορικής μνήμης, που θα χαθεί για πάντα, αν σταματήσουμε να μιλάμε γι’ αυτή. Και χωρίς τις ανθρώπινες ιστορίες του, ο «Τιτανικός» του Τζέιμς Κάμερον θα ήταν απλά μια εντυπωσιακή, πλην στείρα αναπαράσταση μιας τραγωδίας του 20ού αιώνα, ηθικά θεμιτή λόγω της παρόδου του χρόνου, αλλά στεγνή από οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο πέραν της απλής (τεχνοκρατικής) περιέργειας.

Δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση μια «ταινία ολογράφως αφιερωμένη σε μια μνήμη, αυτή ενός τραγικού ναυαγίου, αλλά περισσότερο σημαδεμένη από την ανάγκη να υπογραμμίσει τη σημασία της Μνήμης, με κεφαλαίο μι, επιτακτικό, συναισθηματικά χρωματισμένο», όπως έγραφε ο κριτικός κινηματογράφου Ηλίας Δημόπουλος.

Η χημεία τους είναι τέτοια που δεν μπορείς να φανταστείς άλλους στη θέση τους. Ο Ντι Κάπριο και η Γουίνσλετ είναι ο Τζακ και η Ρόουζ και μετά από αυτή την ταινία θα γίνουν για εκατομμύρια φαν ο «Λίο» και η «Κέιτ».

Φυσικά, αυτή η ψυχαναγκαστική προσήλωση του Κάμερον σε κάθε λεπτομέρεια της παραγωγής, η εμμονή του στην τεχνική ακρίβεια της αναπαράστασης του ναυαγίου, ακόμα και απίθανες, εντελώς geek επιλογές του, όπως τα 37 δευτερόλεπτα διάρκειας της σύγκρουσης με το παγόβουνο που συμπίπτουν με τον χρόνο της πραγματικής σύγκρουσης ή το γεγονός ότι αν αφαιρέσεις τις σύγχρονες σκηνές και τους τίτλους αρχής και τέλους η ταινία διαρκεί ακριβώς όσο πήρε στο πλοίο να βυθιστεί, συντελούν στη δημιουργία ενός αληθοφανέστατου, πέρα για πέρα πειστικού και συμπαγούς τεχνητού σύμπαντος, τόσο φρέσκου ώστε κάθε φορά που ξαναβυθίζεσαι μέσα του νιώθεις ότι αν ξύσεις την οθόνη της τηλεόρασής σου, η μπογιά θα αφήσει σημάδι στο δάχτυλο.

Κι έπειτα είναι και η εύστοχη διανομή ρόλων. Από τη δηκτική αριστοκράτισσα της Κάθι Μπέιτς, μέχρι τον συμπατριώτη μας Μπίλι Ζέιν, που υποδύεται ατρόμητα έναν αποκρουστικό χαρακτήρα χωρίς να εκμαιεύει ποτέ τη συμπάθειά μας, όλοι οι δευτεραγωνιστές βάζουν το λιθαράκι τους στο χτίσιμο του φιλμικού σύμπαντος, νευραλγικής σημασίας, όμως, ήταν το casting του πρωταγωνιστικού διδύμου, των δυο νεαρών, καταραμένων εραστών. Οι πρωταγωνιστές βρέθηκαν στα πρόσωπα των ανερχόμενων τότε Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κέιτ Γουίνσλετ.

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο υποδύεται τον Τζακ.
H Κέιτ Γουίνσλετ ως Ρόουζ.

Ο πρώτος είχε ήδη σχετική προϋπηρεσία και μάλιστα στον αρχετυπικό ρόλο του ιδεαλιστή, ερωτοχτυπημένου νεανία που θα κινήσει γη και ουρανό για την αγαπημένη του, εκείνον του Ρωμαίου στο «Romeo + Juliet» του Μπαζ Λούρμαν. Ε, εδώ πήρε τον αντίστοιχο ρόλο και τον απογείωσε.

Ο Ντι Κάπριο του «Τιτανικού» ακόμα δεν έχει αναπτύξει τα ερμηνευτικά του τικ, το άγουρο υποκριτικό του ένστικτο βγάζει μια αυθάδεια που δεν θα βρεις σε σημερινές, πιο υπολογισμένες και «ώριμες» ερμηνείες του. Επιδεικνύει, δε, και πηγαίο, αυτοσχεδιαστικό κωμικό χάρισμα, τόσο στη σκηνή που προβάρει τους χαιρετισμούς του, όσο και με την εν γένει συμπεριφορά του στη σάλα της πρώτης θέσης.

Και η Κέιτ Γουίνσλετ με τη σειρά της, πέρα από μια φυσιογνωμία κατάλληλη για ταινία εποχής, αποπνέει τόσο κάτι προσιτό όσο και έναν δυναμισμό που συναντάς σε σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, στοιχεία απαραίτητα για την ηθοποιό που θα ενσάρκωνε την κεντρική ηρωίδα.

Η χημεία τους είναι τέτοια που δεν μπορείς να φανταστείς άλλους στη θέση τους. Ο Ντι Κάπριο και η Γουίνσλετ είναι ο Τζακ και η Ρόουζ και μετά από αυτή την ταινία θα γίνουν για εκατομμύρια φαν ο «Λίο» και η «Κέιτ» – αυτοί που χρειάζονται άμεσα ο Λίαμ Νίσον και ο κινηματογραφικός του γιος στο «Love Actually».

Όχι τυχαία, ο Σαμ Μέντες θα χρησιμοποιήσει την εικόνα του εξιδανικευμένου, καθοριστικού κινηματογραφικού ερωτικού ζεύγους που συνόδευε την κοινή εικόνα τους προς όφελος του «Revolutionary Road» του. Είναι σοκαριστικό να βλέπεις στα πρώτα λεπτά της ταινίας τον Ντι Κάπριο και τη Γουίνσλετ να καβγαδίζουν ανελέητα στη μέση του δρόμου – «διάολε, είναι ο Τζακ και η Ρόουζ, πώς είναι δυνατόν να κατέληξαν έτσι;», αναρωτιέσαι.

Ο Κάμερον με τους πρωταγωνιστές του Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κέιτ Γουίνσλετ στα γυρίσματα της ταινίας.

Οφείλουμε μια μνεία και στη μουσική του Τζέιμς Χόρνερ, που δεν ανήκε μεν στους κορυφαίους κινηματογραφικούς συνθέτες της γενιάς του, μα γνώριζε τη σημασία ενός μουσικού θέματος – το σάουντράκ του έχει (τουλάχιστον) δύο χαρακτηριστικά τέτοια.

Εδώ είχε την ιδιοφυή σύλληψη να βάλει τα γυναικεία φωνητικά να ακούγονται σαν να έρχονται από τον βυθό της θάλασσας και, βέβαια, υπέγραψε και τη μουσική του «My Heart Will Go On». Μπορεί κάποιοι να χλευάζουν τη Σελίν Ντιόν, αλλά μάλλον κάποια στιγμή στη ζωή τους έχουν κλείσει τα μάτια, φέρνοντας τα χέρια στο στήθος και κραυγάζοντας λυγμικά μαζί της στο «you ‘re here, there’s nothing I fear».

Titanic – My Heart Will Go On (Music Video)

Είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψουμε τι συνέβαινε με αυτό το τραγούδι στο airplay των ραδιοφώνων σε κάποιον νεότερο που δεν το έζησε στην εποχή του. Ή να σας πείσουμε για το πόσα ζευγάρια επιχείρησαν να μιμηθούν το γνώριμο ενσταντανέ στην κουπαστή του «Blue Star Naxos», με τους ανθρώπους του πληρώματος να τρέχουν να τους μαζέψουν. Ή να μεταδώσουμε τον πανικό που συνέβαινε στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της γυμνής σκηνής του πορτρέτου – θυμίζουμε ότι ήμασταν στα χρόνια του «Βασικού Ενστίκτου» και του ερωτικού θρίλερ, υπήρχε γυμνό στη mainstream παραγωγή, υπήρχε και σεξ, με λουσάτη τεχνητότητα μεν, αλλά τουλάχιστον όχι αφυδατωμένο, σαν την «πρώτη ερωτική σκηνή του MCU στο “Eternals”».

Ο υπογράφων θυμάται χαρακτηριστικά σε σχολική επίσκεψη στην αίθουσα για προβολή της ταινίας κάποιον καθηγητή να φωνάζει στην επίμαχη σκηνή «κλείστε τα μάτια σας ρεεεε», με εμάς να του απαντούμε με απροκάλυπτο γέλιο και γιουχαΐσματα .

H εν λόγω σκηνή ήταν εκείνη τη χρονιά και το highlight του κλασικού εισαγωγικού μοντάζ του Μπίλι Κρίσταλ, που «έμπαινε μέσα στις ταινίες» όταν παρουσίαζε τα Όσκαρ, ενώ οι meme παραλλαγές του «draw me like one of your French girls» την καθιστούν ένα ξεχωριστό, σχεδόν αυθύπαρκτο στοιχείο της pop κουλτούρας.

Τζέιμς Κάμερον, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κέιτ Γουίνσλετ στα γυρίσματα της ταινίας.
Ο Τζέιμς Κάμερον (δεξιά) και ο παραγωγός Τζον Λαντάου μετά τη βράβευση του «Τιτανικού» ως καλύτερης ταινίας στα Όσκαρ του 1998. Η ταινία σάρωσε, με το κοντέρ να γράφει 11 βραβεία σε 14 υποψηφιότητες.

Γενικότερα, παρά την επιβίωση της ταινίας στις κινηματογραφικές προτιμήσεις του κοινού μέχρι σήμερα, είναι δύσκολο να περιγραφεί η μαζικότητα του φαινομένου του «Τιτανικού» όταν κυκλοφόρησε, οι ατέλειωτες ουρές στις αίθουσες, οι πρόσθετες πλαστικές καρέκλες στα εγχώρια επαρχιακά σινεμά, οι καβγάδες από όσους έμεναν έξω και οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις στην αίθουσα από εκστασιασμένους θεατές, που οδήγησαν την ταινία να ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια εισιτήρια στο ελληνικό box-office – καμία άλλη ταινία δεν έχει καταφέρει ούτε καν να πλησιάσει αυτόν τον αριθμό μέχρι σήμερα.

Ίσως να ζουν κι αυτές οι εικόνες πια μόνο στη μνήμη των θεατών που τις έζησαν και σε εκείνη των άδειων καθισμάτων των κινηματογράφων τα οποία συμπτωματικά, όπως γράψαμε και στην αρχή, περιμένουν ακόμα μια ταινία του Κάμερον για να γεμίσουν και πάλι.

Mοντέλο πλοίου που χρησιμοποιήθηκε για την ταινία. © 1997 Twentieth Century-Fox Film Corporation

Μόνο που ο «Τιτανικός» είναι όντως μια περίπτωση ταινίας που επιβεβαιώνει την κλισέ φράση «δεν τις γυρίζουν πια όπως παλιά» – κι ας σκεφτήκατε κάποιοι «οk boomer», διαβάζοντάς το. Είναι το τελευταίο (ως επί το πλείστον) αναλογικό και αδιαμφισβήτητα ανθρωποκεντρικό χολιγουντιανό έπος, το κύκνειο άσμα ενός τύπου σινεμά που θεμελίωσε ο Ντέιβιντ Λιν και αγαπήθηκε μαζικά για δεκαετίες.

Είπαμε, ούτε καν ο ίδιος ο Κάμερον δεν το κάνει όπως παλιά, πλέον το τεχνολογικό επίτευγμα και το ψηφιακό θέαμα είναι το ζητούμενο, η ιστορία, η σημειολογία και ο άνθρωπος περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Ποιος ξέρει, ίσως (και) γι’ αυτό να μειώνεται η προσέλευση στις αίθουσες μέσα στα χρόνια, επειδή οι μεγάλες παραγωγές δεν έχουν να αφηγηθούν ιστορίες που να αφορούν ανθρώπους – το μονοπώλιο δόθηκε στους υπερ-ανθρώπους.

Ελπίζεις, όμως, ότι κάποτε θα προκύψει κάποιος παραγωγός και κάποιος δημιουργός από εκείνους τους ανθρώπους που σκούπιζαν τα μάτια τους στη γωνιά μιας σκοτεινής αίθουσας, καθώς η Ρόουζ προσπαθούσε να ξυπνήσει τον Τζακ. Και ελπίζεις ότι, έχοντας λάβει το μήνυμα, το φύλαξαν μέσα στα χρόνια και θα έρθουν να το μοιραστούν και πάλι μαζί μας, να το επιστρέψουν εκεί που ανήκει. Και θα (υπεν)θυμίσουν στους υπεύθυνους των στούντιο, στους δημιουργούς, αλλά και στο κοινό ότι αναζητούν την «Καρδιά της Θάλασσας» σε λάθος μέρος.

lifo.gr