Δημ. Κωνσταντόπουλος: «Η χώρα χρειάζεται μία εθνική αδιαπραγμάτευτη γραμμή διαπραγμάτευσης»

Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα της εταιρείας Prorata, απεικονίζεται ένας πλασματικός δικομματισμός, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία να είναι οι όψεις του ιδίου νομίσματος.

Από τη μια ο αριστερός κρατισμός και από την άλλη ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός που οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδα και νέα μνημόνια .

Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τα διάφορα σενάρια που ανακυκλώνονται το τελευταίο διάστημα και την πίεση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, κάτι που προκαλεί τις αντίστοιχες συσπειρώσεις στα κόμματα. Είναι, ωστόσο, οι πρόωρες εκλογές, αυτό που επιθυμούν οι πολίτες και αυτό που χρειάζεται η οικονομία μας;

Στα ευρήματα της ίδιας έρευνας αποτυπώνεται ότι το 56% των πολιτών έναντι του 38% δεν επιθυμούν τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών μέσα στους επόμενους έξι μήνες.

Μπορεί όμως να υπάρξει συνεννόηση των άλλων δυνάμεων με την παρούσα κυβέρνηση που ψεύδεται συνεχώς, αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των διαπραγματεύσεων, καθυστερώντας τη β’ αξιολόγηση και μεγενθύνοντας την ανασφάλεια στην κοινωνία και την αγορά; Η ολιγωρία της κυβέρνησης διαμορφώνει ένα ανυπολόγιστο κόστος για την οικονομία μας και συνακόλουθα την αγοραστική δύναμη των πολιτών.

Οι μέχρι τώρα πολιτικές που έχει εφαρμόσει η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με το προεκλογικό Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Αντ’ αυτού οι πολίτες χρεώθηκαν με ένα νέο μνημόνιο και νέα σκληρά μέτρα που απομυζούν και το τελευταίο ίχνος λίπους που υπάρχει στην αγορά.

Τα capital controls παραμένουν, η έλλειψη ρευστότητας κυριαρχεί, τα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη αυξάνονται και η εικόνα των “κόκκινων δανείων” επιδεινώνεται. Το κλίμα εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα αποδυναμώνεται συνεχώς με τη μείωση των καταθέσεων να αγγίζει το 1,9 δις ευρώ και η αξιοπιστία του κράτους απέναντι στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες μειώνεται μέρα με τη μέρα.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση έχει μείνει στα χαρτιά, ενώ άλογες καταστροφικές δηλώσεις περί επιστροφής στη συζήτηση για τη δραχμή, ρίχνουν νερό στο μύλο των ακραίων συντηρητικών κύκλων της Ευρώπης που απεργάζονται την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα είναι η χώρα να τίθεται με περίσσιο θράσος από τους κυβερνώντες μπροστά σε ένα ασφυκτικό αδιέξοδο ανάλογο με αυτό του Ιουλίου του 2015. Ποια είναι όμως η λύση;

Μπροστά σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες για τη χώρα, όπου η έξοδος από την κρίση φαντάζει πολύ μακρινή και η υλοποίηση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν αναπτυξιακή ώθηση καθυστερεί, η λύση μπορεί να έρθει μόνο μέσα από μια κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας ευρείας κοινοβουλευτικής στήριξης με άλλο Πρωθυπουργό και πρόσωπα κοινής αποδοχής.

Μπορεί, λοιπόν, οι πολίτες να θεωρούν ότι με τις εκλογές δεν θα αλλάξει τίποτα στο κυρίαρχο μείγμα πολιτικής, ότι είναι ανούσιες και ανώφελες, ωστόσο η εμμονική επιμονή της κυβέρνησης σε διάφορες ιδεοληψίες και οι καταστροφικές της επιλογές δεν αφήνουν περιθώρια συναίνεσης και συνεργασίας.

Η χώρα θα έχει θετικά αποτελέσματα, μονάχα αν μπορέσουν όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου να καθίσουν μαζί στο ίδιο τραπέζι και να εργαστούν σκληρά για τον σχεδιασμό πολιτικών και μέτρων που θα επαναφέρουν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, στέλνοντας το μήνυμα στους δανειστές ότι η χώρα έχει μία εθνική αδιαπραγμάτευτη γραμμή διαπραγμάτευσης.

Τότε, θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε τους όρους για μια πραγματική παραγωγική ανασυγκρότηση, στην οποία οι αγρότες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα βρίσκονται στο επίκεντρο. Θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε πολιτικές στοχευμένες στη μείωση της ανεργίας και τον επαναπατρισμό όλων αυτών των νέων ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη χώρα.

Τότε, θα μπορέσουμε να βρούμε λύσεις ώστε η εργασία να αποτελεί ξανά αδιαμφισβήτητο δικαίωμα με την ανάλογη προστασία και να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης που θα διέπονται από κοινωνική δικαιοσύνη και θα διασφαλίζουν το δικαίωμα στη γνώση, την ιατρική περίθαλψη και την κοινωνική ασφάλιση για όλους.

Όταν θα έχουμε διανύσει με λογική και σύνεση τον δρόμο της εθνικής συνεννόησης, θα είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στην ανάπτυξη και την ευημερία.