Το Φροντιστήριο «Πρόοδος» στο Αγρίνιο δίνει απαντήσεις για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διδαγμένο κείμενο

Πλάτωνος Πρωταγόρας 322d – 323c

Α1. Στις άλλες δηλ. ικανότητες καθώς ακριβώς εσύ λες, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε άλλη οποιαδήποτε τέχνη, στην οποία όμως δεν είναι, ή γελούν εις βάρος του ή θυμώνουν, κι οι δικοί του πλησιάζοντάς τον προσπαθούν να τον συμβουλεύσουν με την ιδέα ότι είναι τρελός· στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, μολονότι ξέρουν ότι κάποιος είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς άλλους, αυτό το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή την αλήθεια, στη δεύτερη περίπτωση το θεωρούν τρέλα και ισχυρίζονται ότι πρέπει όλοι να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, ειδεμή, (λένε ότι) είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι έχει κτήμα του τη δικαιοσύνη, με την ιδέα ότι είναι αναγκαίο ο καθένας χωρίς εξαίρεση να μετέχει σε αυτήν οπωσδήποτε, ειδάλλως (είναι αναγκαίο) να μην συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων.

 

Β1. Ο Πρωταγόρας προβαίνει σε μια εμπειρική απόδειξη («τεκμήριον») για τη συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή. Ακολουθώντας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Σύμφωνα μ’ αυτή, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια τέχνη, ενώ αυτό δεν αληθεύει, τον περιγελούν και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός. Στην περίπτωση όμως της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής γενικότερα, όλοι πρέπει να λένε πως την κατέχουν, ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει. Διαφορετικά, θεωρείται τρελός, όποιος δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος. Επομένως, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μετέχουν σ’ αυτή, αν θέλουν να θεωρούνται μέλη του κοινωνικού συνόλου. Σχηματικά το «τεκμήριον» έχει ως εξής:

α. Αποδεικτέα θέση: όλοι θεωρούν ότι κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στην πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καί τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»)

β. Χρήση δύο παραδειγμάτων:              1.  στις τέχνες    2.  στην αρετή

t Με το παράδειγμα του αυλητή αποδεικνύεται:

# Τέχνες:         Η προσποίηση και το ψεύδος είναι παραλογισμός.

Η παραδοχή της αλήθειας είναι σωφροσύνη.

Με το παράδειγμα του άδικου αποδεικνύεται:

# Αρετή:          Η παραδοχή της αλήθειας είναι παραλογισμός.

Η προσποίηση και το ψεύδος είναι σωφροσύνη.

γ. Το συμπέρασμα (ὡς ἀ­να­γκαῖ­ον οὐ­δέ­να ὅ­ντι­ν’ οὐ­χὶ ἁ­μῶς γέ πως με­τέ­χειν αὐ­τῆς, ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις.)   Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμμετέχουν με κάποιον τρόπο (σε κάποιον βαθμό, όχι απαραίτητα στον πιο υψηλό βαθμό : «ἁ­μῶς γέ πως»)στην πολιτική αρετή και όποιος δε συμμετέχει δεν έχει θέση μέ­σα στην κοινωνία των ανθρώπων («ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις»).

Αξιολογώντας το «τεκμήριον» διαπιστώνουμε τα εξής:

Η δεοντολογική διατύπωση:  Παρόλο που η αποδεικτέα θέση διατυπώνεται αποφαντικά (τῷ ὄ­ντι ἡ­γοῦ­νται …), στις προτάσεις που αιτιολογούν το συμπέρασμά του η διατύπωση είναι δεοντολογική : «φα­σιν πά­ντας δεῖν φά­ναι εἶ­ναι δι­καί­ους» και «ὡς ἀ­να­γκαῖ­ον οὐ­δέ­να ὅ­ντι­ν’ οὐ­χὶ ἁ­μῶς γέ πως με­τέ­χειν αὐ­τῆς, ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις.»  Είναι χαρακτηριστική η χρήση των ρηματικών τύπων δεῖν και ἀναγκαῖον (ἐστί). Περιγράφει δηλαδή αυτό που πρέπει να ισχύει, το «δέον» και όχι αυτό που πραγματικά ισχύει. Ο δεοντολογικός συλλογισμός δεν οδηγεί σε ασφαλές λογικό αποφαντικό συμπέρασμα, αλλά σε δεοντολογικό (θα έπρεπε η αποδεικτέα θέση να είναι : «ἡ­γοῦ­νται πά­ντες ἄν­θρω­ποι δεῖν πά­ντα ἄν­δρα με­τέ­χειν δι­και­ο­σύ­νης τε καὶ τῆς ἄλ­λης πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς»)

Στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, στη γνώμη του κόσμου, δεν θεμελιώνει λογικά την αποδεικτέα θέση. Ο Πρωταγόρας αναλύει εύστοχα τη νοοτροπία του κόσμου, παρατηρώντας ότι τους αν­θρώπους δεν τους ενδιαφέρει τόσο «τι πρέπει να κάνουν» (η ορθή, η δέουσα συμπεριφορά, να πουν την αλήθεια), όσο «τι τους συμφέρει να κάνουν», ούτε η πραγματική τους εικόνα, όσο η εικόνα που θα δείξουν στους άλ­λους για τον εαυτό τους (θεωρούν ότι πρέπει να προσποιηθούν, για να μην βλάψουν τη θέση τους στην κοινωνία. Taylor: Η υποκρισία είναι ο φόρος που πληρώνει η κακία στην αρετή.). Η κοινή αντίληψη, όμως, δεν είναι πάντοτε ορθή, γιατί καθορίζεται και από μη ηθικά αλλά ωφελιμιστικά κριτήρια (το συμφέρον,  την κοινωνική θέση κλπ.).

Η αντίφαση στις φράσεις «ἐ­άν τι­να καὶ  εἰ­δῶ­σιν  ὅ­τι  ἄ­δι­κός  ἐ­στιν» και «ἐάντε ὦσιν ἐ­ά­ντε μή»:  στις φράσεις αυτές ο Πρωταγόρας δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι, αντιφάσκει δηλαδή προς την αποδεικτέα θέση (όλοι οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, η καθολικότητα της πολιτικής αρετής). Η αντίφαση αίρεται με τη γνωστή παρατήρηση: όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της πολιτικής αρετής «δυνάμει», έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ» με τη διδασκαλία (βλ. ενότητα 4η).

Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.

 

Β2. Συνεχίζοντας την επιχειρηματολογία του ο Πρωταγόρας αναφέρει ότι στην πολιτική αρετή (δικαιοσύνη) όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, ακόμη κι αν δεν είναι στην πραγματικότητα. Η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δεν διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. «Η υποκρισία», κατά τον Τέιλορ, «είναι ο φόρος που η κακία οφείλει στην αρετή». Γι’ αυτό και αν κάποιος στερείται τη δικαιοσύνη, πρέπει να υποκρίνεται ότι την κατέχει. Η πολιτική αρετή, άλλωστε, δεν εντάσσεται στην αρχή του καταμερισμού της εργασίας. Ο σοφιστής προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική των Αθηναίων που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.

 

Β3. Μετά την ολοκλήρωση από τον Πρωταγόρα του μύθου του Προμηθέα ακολουθεί σαν επιμύθιο το συμπέρασμα, το οποίο εισάγεται με τις χαρακτηριστικές λέξεις ‘‘οὕτω δή’’.

Kαταλαβαίνουμε τα ακόλουθα: Το ότι οι Αθηναίοι έχουν όλοι την πολιτική αρετή δεν σημαίνει ότι αυτή δεν είναι διδακτή, αλλά ότι είναι αναγκαίο να την έχουν όλοι έτσι και αλλιώς, γιατί αυτό αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλης – όπως ισχυρίζεται ο Πρωταγόρας.

Ο Πρωταγόρας, με την αναφορά και την ερμηνεία του μύθου, δέχεται και αιτιολογεί την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής, όμως δεν αποδεικνύει ακόμη ότι αυτή είναι διδακτή.

Η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο αργότερα, αφού είχε αρχίσει η πολιτισμική του πορεία και όχι ταυτόχρονα με την δημιουργία του ∙ επομένως δεν είναι έμφυτη – και αυτό ίσως υποδηλώνει ότι είναι διδακτή. Συγκεκριμένα: Η αιδώς και η δίκη μοιράζονται σε όλους τους ανθρώπους, όμως αυτό δε σημαίνει και ότι τις κάνουν κτήμα τους όλοι, γιατί ενδέχεται να υπάρχουν κάποιοι που δε θέλουν να τις αποκτήσουν, παρόλο που τους προσφέρονται υποχρεωτικά. Έτσι, μπορούμε να εννοήσουμε ότι επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου να δεχτεί τα δώρα του Δία και ότι ίσως δεν αρκεί η προσφορά του θεού, αλλά απαιτείται επιπλέον και εσωτερικός αγώνας και προσπάθεια του ανθρώπου για την κατάκτηση των δύο παραπάνω αξιών. Εξάλλου αυτό δέχεται και ο Πρωταγόρας, όταν υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή και ότι τη διδάσκει ο ίδιος στους νέους. Ο άνθρωπος γίνεται κάτοχος της πολιτικής αρετής μέσα από μαθητεία σε αυτήν, δηλαδή με διδαχή και προσπάθεια. Σ’ αυτό θα συντελέσουν οι φορείς αγωγής αλλά και οι νόμοι με τις ποινές και τις κυρώσεις τους («Ἐπὶ πάντας,»… «καὶ πάντες μετεχόντων»… κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»). Την άποψη αυτή θα επιχειρήσει να αποδείξει στις επόμενες ενότητες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.  Επομένως: όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αποκτήσουν την αιδώ και τη δίκη, όμως γι’ αυτό χρειάζεται η διδασκαλία. Επίσης υπερασπίζεται τη δημοκρατική αντίληψη στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, ανασκευάζοντας το επιχείρημα του Σωκράτη. Η αιδώς και η δίκη μοιράστηκαν σε όλους τους ανθρώπους και δεν ακολουθούν τη λογική του καταμερισμού της εργασίας. Η ύπαρξη οργανωμένων πολιτικά κοινωνιών προϋποθέτει την καθολικότητα των αξιών αυτών.

Από την άλλη μεριά, σε ό,τι σχετίζεται με πολιτικά θέματα ο Σωκράτης θεωρεί ότι μπορεί κάθε Αθηναίος πολίτης (ανεξάρτητα από επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική κατάσταση) να εκφέρει την γνώμη του, γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η πολιτική αρετή δεν αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας, υπονοώντας προφανώς μ’ αυτόν τον τρόπο, στα πλαίσια του μεθοδολογικού του τεχνάσματος ότι ανήκει στην κατηγορία των έμφυτων χαρακτηριστικών.  Άρα, οι δύο συνομιλητές συμφωνούν και ως προς την αρχή της ισηγορίας σε ό,τι αφορά στα πολιτικής φύσεως θέματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Πρωταγόρας συμφωνεί με τον Σωκράτη σε σχέση με τη συμπεριφορά των Αθηναίων στο δημόσιο βίο τους για ζητήματα πολιτικής αρετής, με άλλα λόγια, συμφωνεί ότι δικαιολογημένα δέχονται την γνώμη κάθε Αθηναίου πολίτη, για θέματα που άπτονται της πολιτικής αρετής. Διαφωνεί όμως στη δικαιολόγηση της στάσης των Αθηναίων στα συγκεκριμένα ζητήματα. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα δηλαδή αυτό συμβαίνει γιατί ταιριάζει στον καθέναν να συμμετέχει στα χαρακτηριστικά της πολιτικής αρετής «ὡς παντί … πόλεις» πράγμα το οποίο σημαίνει ότι κατά τον Πρωταγόρα είναι έμφυτη η προδιάθεση όλων των ανθρώπων να συμμετέχουν στην πολιτική αρετή,  ενώ ο Σωκράτης, όπως ελέχθη και πριν, άφησε να εννοηθεί ότι η πολιτική αρετή είναι κάτι έμφυτο.

 

Β4.

Α. σωστό

Β. λάθος

Γ. σωστό

Δ. σωστό

Ε. λάθος

 

Β5.α.

ἴωσιν – εισιτήριο

δεῖ – ένδεια

ἀνέχονται – έξη

εἰδῶσιν – συνείδηση

 

Β5.β.

Όλοι παραδέχονται πως είναι άνθρωπος με ισχυρό ηθικό υπόβαθρο και ψυχικές αρετές.

Προσωπικοί λόγοι με αναγκάζουν να αναβάλω τη συνάντησή μας για την επόμενη εβδομάδα.

Από την θέση του προέδρου της εταιρίας έδωσε δημιουργική πνοή στον καλλιτεχνικό της σχεδιασμό

Αδίδακτο κείμενο

Γιατί ο (γραπτός) λόγος όταν στερηθεί και την άποψη (γοητεία) του ρήτορα (του ομιλητή), και τη φωνή (του) και τις μεταβολές που γίνονται στην εκφώνηση ρητορικών λόγων, και επιπλέον και τις συγκυρίες και τη βιασύνη σχετικά με την ολοκλήρωση της πράξης, και δεν υπάρχει τίποτα που τον ενισχύει και που τον κάνει πειστικό, αλλά όταν αφενός γίνει έρημος και γυμνός από όλα ανεξαιρέτως όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως, αφετέρου κάποιος τον διαβάζει χωρίς πειστικότητα και χωρίς να φανερώνει κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα, αλλά σαν να κάνει μια απαρίθμηση, νομίζω, εύλογα φαίνεται στους ακροατές ότι είναι ασήμαντος (αδιάφορος). Αυτά ακριβώς θα μπορούσαν κυρίως να βλάψουν αυτόν (το λόγο) που παρουσιάζεται τώρα και να τον κάνουν να φαίνεται πιο ασήμαντος.

Γ2α.

ἀναγιγνώσκῃ: ἀνάγνωθι

ἀπαριθμῶν: ἀπαριθμοῖεν

τοῖς ἀκούουσιν: ἀκούσεσθαι

μάλιστ΄: μάλα

φαίνεσθαι: φανῆτε

 

Γ2β.

τοῦ μὲν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται.

Γ3α.

τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο του ρήματος ἀποστερηθῇ

τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός στο ἔρημος και γυμνός σε θέση γενικής αντικειμενικής

γυμνός: κατηγορούμενο στο υποκείμενο του ρήματος «λόγος» μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται.

εἰκότως : επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δοκεῖ

τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρήμα δοκεῖ

Γ3β.

«Ἅπερ καὶ τὸν νῦν ἐπιδεικνύμενον μάλιστ΄ ἂν βλάψειε»: κύρια πρόταση κρίσεως, επαυξημένη. Εισάγεται αναφορική αντωνυμία «ἅπερ» που έχει θέση δεικτικής, εφόσον προηγείται ισχυρό σημείο στίξης και στην ίδια περίοδο δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση (παρά μόνο η επόμενη με την οποία συνδέεται συμπλεκτικά). Εκφέρεται με δυνητική ευκτική που εκφράζει πιθανότητα στο παρόν και μέλλον.

Ἅπερ: υποκείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε (αττική σύνταξη)

τὸν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή ως αντικείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε.

φαυλότερον: κατηγορούμενο στην επιθετική μετοχή «τὸν ἐπιδεικνύμενον» μέσω του ρηματικού τύπου φαίνεσθαι

φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο ως έμμεσο αντικείμενο του ρήματος (ἂν) ποιήσειεν (ετεροπροσωπία).

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΤΖΟΓΙΑ – ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΓΚΟΓΚΟΣΗ