2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου | Απ’ το Μεσολόγγι στο Τεπελένι

Τον Οκτώβριο του 2019 το «Αρχείο Αγρινίου» δημοσίευσε ένα κείμενο ιστορικής έρευνας του Ιπποκράτη Μπιρμπίλη με τίτλο: «2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου – Απ’ το Μεσολόγγι στο Τεπελένι | Ένα οδοιπορικό 191 ημερών».

Είναι ένα κείμενο το οποίο φωτίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δράση ενός συντάγματος της περιοχής μας που έπαιξε σημαντικό επιτελικό ρόλο στο να  αποκρουστεί με επιτυχία η Ιταλική επίθεση. Ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον που αναδεικνύει την τοπική ιστορία που καταγράφει με ιστορική εγκυρότητα γεγονότα και καταστάσεις της ιστορίας της χώρας.

Καλή ανάγνωση

Λευτέρης Τηλιγάδας.

 

2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου

Απ’ το Μεσολόγγι στο Τεπελένι | Ένα οδοιπορικό 191 ημερών

O 1ος Λόχος 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Μεσολογγίου. Πηγή: Οικογενειακό αρχείο Ιπποκράτη Μπιρπίλη

Οκτώβριος 1940

Όταν τα σύννεφα του επερχόμενου πολέμου άρχισαν να πυκνώνουν, το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου διατάχθηκε από το ΓΕΣ στις 19 Οκτωβρίου να επισπεύσει την επιστράτευσή του και να προωθηθεί το ταχύτερο προς την Ήπειρο.

Έτσι, στις 25 Οκτωβρίου το πρωί, το Σύνταγμα ξεκίνησε την πορεία του για το μέτωπο.

Η παρατακτή δύναμη του Συντάγματος ήταν 2.800 οπλίτες και 103 αξιωματικοί. Αποτελούνταν από 9 λόχους Πεζικού (που ανήκαν στα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Τάγματα), 3 λόχους πολυβόλων, έναν λόχο όλμων και 950 μεταγωγικά. Διέθετε επίσης ιερέα και οδοντίατρο, αλλά και γιατρό για το κάθε Τάγμα.

Παυσανίας Κατσώτας, Αντισυνταγματάρχης, Διοικητής του 2/39 συντάγματος

Πρώτος σταθμός ήταν το Αγρίνιο, το οποίο προβλεπόταν ως Κέντρο Ανεφοδιασμού Πυρομαχικών του Μετώπου της Ηπείρου.

Η μεταφορά του Συντάγματος έγινε σιδηροδρομικώς για τους οπλίτες και οδικώς για τα μεταγωγικά, υπό καταρρακτώδη βροχή.

Η μετακίνηση στο Αγρίνιο περατώθηκε στις 26 Οκτωβρίου, και σ’ αυτές τις δύο μέρες της παραμονής του εκεί τα συγκεντρωμένα πλήθη των Αγρινιωτών ξεσπούσαν σε ζωηρές επευφημίες και εκδήλωναν τον ενθουσιασμό τους ποικιλοτρόπως, ιδίως τη δεύτερη μέρα που έφθασε το Επιτελείο του Συντάγματος με την πολεμική του σημαία.

Η πρώτη συγκέντρωση έγινε στην κεντρική πλατεία της πόλης (όπου ένα φορτωμένο μουλάρι αφηνίασε και σκότωσε τον γιατρό Κ. Δημάδη, πατέρα της Μαρίας Δημάδη) και μέσω της οδού Παπαστράτου στρατοπέδευσε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Αχάραγα τη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου αναχώρησε, εν μέσω μεγάλης συγκίνησης του αγρινιώτικου λαού, για το μέτωπο (Άρτα).

Η μετακίνηση των στρατιωτών (που φέρανε σάκο εκστρατείας και οπλισμό βάρους 15-20 κιλών) έγινε με τα πόδια κάτω συνεχώς από βροχή. Με την έναρξη όμως της μετακίνησης, έγινε γνωστή η κήρυξη του πολέμου, η πορεία ανεστάλη και τα τμήματα καλύφθηκαν εκτός δρόμου. Κι ευτυχώς, διότι στις 8:30΄ εμφανίστηκαν 15 ιταλικά αεροπλάνα.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας το Σύνταγμα καταυλίσθηκε καλυπτόμενο στο Ρίβιο, όπου παρέμεινε και την επομένη (29 Οκτωβρίου), οπότε διατάχθηκε από το Γενικό Στρατηγείο να επισπεύσει την πορεία του προς Άρτα. Στις 30 Οκτωβρίου και με νυκτερινές πλέον πορείες, καταυλίσθηκε στα Σαρδήνινα, και στις 31 Οκτωβρίου στο Μακρυνόρος (Χάνι Κατσούλη).

Τις πρώτες ώρες της 1ης Νοεμβρίου, το Σύνταγμα πέρασε έξω από τη συσκοτισμένη Άρτα. Εντέλει, και κάνοντας αγώνα δρόμου, καταυλίσθηκε ξημερώματα (05:00΄) στο Πέτα, όπου τέθηκε υπό τη διοίκηση της VIII Μεραρχίας του Υποστράτηγου Χ. Κατσιμήτρου, η οποία περνούσε δύσκολες στιγμές έχοντας συμπτύξει τα τμήματα προκαλύψεώς της νοτίως του ποταμού Καλαμά.

Αξιωματικοί του 2/39 Συντάγματος | Διακρίνονται από δεξιά: Γεώργιος Σταμάτης, Δημήτρης Κωταντούλας | Πηγή: Δ. Κωταντούλας

Τις επόμενες ώρες, τα τάγματα του Συντάγματος μεταφέρονται εσπευσμένα με αυτοκίνητα στην πρώτη γραμμή και, συγκεκριμένα, την ίδια μέρα το βράδυ (20:30΄) το ΙΙ Τάγμα μεταφέρεται στο Μπισδούνι, την επομένη το Ι Τάγμα στην Άνω Λαψίστα και την μεθεπομένη το ΙΙΙ Τάγμα στους Ασπραγγέλους.

«Ἰδοὺ λοιπόν», οι Αιτωλοακαρνάνες Εύζωνοι, «καταντικρύ τοῦ μελανοῦ φορέματος». (Το εντός εισαγωγικών απ΄ το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη)

Αυτές τις πρώτες ώρες του πολέμου, η VIII Μεραρχία (στρατολογηθείσα ολόκληρη από την Ήπειρο) και το 2/39 Σ.Ε. Μεσολογγίου, θα ήταν οι μόνες δυνάμεις που θα υπερασπίζονταν τα πάτρια εδάφη στο θέατρο επιχειρήσεων της Ηπείρου.

Οι δυνάμεις αυτές, που είχαν αναπτυχθεί από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι το όρος Σμόλικας, διέθεταν 15 Τάγματα Πεζικού, 16 Πυροβολαρχίες, 2 Τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία Πυροβολαρχία βαρέων πολυβόλων και μία ομάδα αναγνώρισης.

Απέναντί τους οι ιταλικές δυνάμεις, που αποτελούσαν το XXV Σώμα Στρατού Τσαμουριάς, περιλάμβαναν 4 Μεραρχίες (την 23η Φεράρα, την 51η Σιένα, την 131η Τεθωρακισμένη Κενταύρων και αυτήν του Ιππικού). Δηλαδή συνολικά 22 Τάγματα, 61 Πυροβολαρχίες (18 βαριές), 3 Συντάγματα Πεζικού, 90 άρματα μάχης και 2 Τάγματα όλμων, συνολικής δύναμης 42.000 ανδρών.

Αποστολή της VIII Μεραρχίας ήταν, κυρίως, να αναχαιτίσει την κάθοδο των Ιταλών από την Ήπειρο προς την Αιτωλοακαρνανία και δευτερευόντως η κάλυψη του άλλου μετώπου (Δυτικής Μακεδονίας) για την κατεύθυνση Ιωάννινα – Μέτσοβο.

Οι τελευταίες οδηγίες του ΓΕΣ προς τη Μεραρχία (16 Σεπτεμβρίου) ήταν να αναχαιτίσουν τους αντιπάλους στη νοητή γραμμή που ενώνει το χωριό Ελαία (Καλπάκι) με την πορεία του ποταμού Καλαμά, ειδάλλως νοτιότερα στον ποταμό Άραχθο. Στην έσχατη όμως περίπτωση στην Ακαρνανία, ούτε βήμα παρακάτω.

Στις 2 Νοεμβρίου και με την άφιξη και του 2/39 Συντάγματος, ξεκινούν ουσιαστικά οι μάχες που επρόκειτο να κρίνουν και την τύχη εκείνου του πολέμου, ο οποίος χωρίστηκε σε 4 περιόδους:

      • Α΄ Περίοδος: Η ιταλική επίθεση (28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940)
      • Β΄ Περίοδος: Η ελληνική αντεπίθεση (14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι 6 Ιανουαρίου 1941)
      • Γ΄ Περίοδος: Χειμερινές επιχειρήσεις – Ιταλική επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου μέχρι 26 Μαρτίου 1941)
      • Δ΄ Περίοδος: Το τέλος μιας εποποιίας (27 Μαρτίου μέχρι 30 Απριλίου 1941).

 

Οι αξιωματικοί του 2/39. Όρθιος, πρώτος από αριστερά, ο λοχαγός Γ. Ζωιτάκης, αντιβασιλέας την περίοδο της Χούντας.  Όρθιος, τέταρτος από δεξιά (με λευκή στολή), ο λοχαγός Κ. Παπαγεωργίου, Στρ. Διοικητής του Ι Τάγ/τος, του 2/39 Συντ/τος του ΕΛΑΣ

 

Α΄ Περίοδος: Η ιταλική επίθεση
(28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940)

Η ελληνική άμυνα είχε οργανωθεί σε δύο τομείς: αυτόν της Ελαίας (Καλπάκι) και αυτόν της Θεσπρωτίας. Εκεί βρίσκονταν οι δυνάμεις προκαλύψεως, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στις 05:30΄ της 28ης Οκτωβρίου (και μισή ώρα πριν λήξει το τελεσίγραφο). Οι δυνάμεις αυτές, ελισσόμεναι επιβραδυντικώς, συμπτύχθηκαν στη γραμμή Ελαίας (Καλπάκι) – Καλαμάς και σύμφωνα με το σχέδιο του ΓΕΣ. Κατά τη διήμερη σύμπτυξή τους (28 και 29 Οκτωβρίου) δεν υπήρξαν ελληνικές απώλειες, εκτός από το Τάγμα Προκαλύψεως Δελβινακίου που είχε 70 στρατιώτες αγνοούμενους.

Το επόμενο τριήμερο, 30ή Οκτωβρίου-1η Νοεμβρίου, οι Ιταλοί ασχολήθηκαν με την προώθηση των δυνάμεών τους πλησιέστερα της πρώτης γραμμής.

Στις 2 Νοεμβρίου και από τις 09:00΄, ιταλικά αεροπλάνα και πυροβολικό βομβαρδίζουν την Γκραμπάλα, το Καλπάκι, τη Μονή Βελλάς και τα Γιάννενα (αεροδρόμιο και πόλη). Στις 03:00΄, οι Μεραρχίες Φεράρα και Κένταυροι επιτίθενται στην Γκραμπάλα χωρίς αποτέλεσμα.

Την επομένη (3 Νοεμβρίου) στις 16:00΄, κατόπιν βομβαρδισμού, 60 άρματα και 80 μοτοσυκλετιστές επιτίθενται στο Καλπάκι. Οι Έλληνες, που αντίκριζαν για πρώτη φορά άρματα, καταστρέφουν τα περισσότερα.

Στις 4 Νοεμβρίου, τα ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον καταυλισμό του ΙΙ Τάγματος του 2/39 Συντάγματος στο Μπισδούνι, όπου σημειώνεται και ο πρώτος νεκρός του. Επρόκειτο για τον στρατιώτη Χρήστο Ασημακόπουλο, που ξυριζόταν στη ρίζα ενός δένδρου και ο οποίος, μόλις πέσανε οι πρώτες βόμβες, αγκάλιασε από τον φόβο του το δένδρο.

Την επομένη (5 Νοεμβρίου), το Ι Τάγμα του 2/39 Συντάγματος μεταφέρθηκε με αυτοκίνητα στον αδύναμο παραλιακό τομέα της Θεσπρωτίας (Απόσπασμα Ν. Λιούμπα), όπου οι εκεί ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις πιέζονταν από τους Ιταλούς που απειλούσαν την Ηγουμενίτσα. Αυτή την καταλαμβάνουν την επομένη (6 Νοεμβρίου), όπως και τον Πλαταριά και τον Μούρτο (7 Νοεμβρίου), το Μαργαρίτι (9 Νοεμβρίου), και κατευθύνονται προς τον ποταμό Αχέροντα.

Στον τομέα της Ελαίας (Καλπάκι), οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και στις 5, 6 και 7 Νοεμβρίου στο ίδιο μοτίβο, και στις 8 Νοεμβρίου τη θέση του Ανώτατου Διοικητή Στρατηγού Βισκόντι Πράσκα αναλαμβάνει ο στρατηγός Σοντού, γεγονός που οδήγησε στην αναστολή των επιθετικών ενεργειών.

Έτσι, στις 9 Νοεμβρίου οι όροι των αντιπάλων αντιστράφηκαν.  Στον τομέα της Θεσπρωτίας, οι Ιταλοί άρχισαν τη σύμπτυξη και στον τομέα της Ελαίας μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας. Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας ήταν 3 αξιωματικοί και 57 οπλίτες νεκροί και 208 τραυματίες, οι περισσότεροι από βομβαρδισμούς. Οι Ιταλοί είχαν 1.029 νεκρούς και 1.199 τραυματίες.

Στις 13 Νοεμβρίου, τρεις επιπλέον ελληνικές μεραρχίες κατευθύνονται προς το Μέτωπο της Ηπείρου: η ΙΙ Μεραρχία (13.000), η ΙΙΙ Μεραρχία (13.000), μία Μεραρχία Ιππικού (7.000) και η ΜΜΜ (Μη Μεραρχιακές Μονάδες 12.000), οι οποίες με την υπάρχουσα VIII Mεραρχία αποτελούσαν το Α΄ Σώμα Στρατού, συνολικής δύναμης 80.000 οπλιτών.

Β΄ Περίοδος: Η ελληνική αντεπίθεση
(14 Νοεμβρίου 1940-6 Ιανουαρίου 1941)

Γιώργος Μπιρπίλης (με το κράνος) Από την επιστάθμευση του Συντάγματος στο Αγρίνιο. (Οικογενειακό αρχείο Ιπ. Μπιρπίλη)

Η διάταξη του μετώπου που είχαν οι ελληνικές δυνάμεις κατά την προέλασή τους στην Αλβανία ήταν τελείως ασύμφορη, αφού είχε μήκος 65 χλμ., από τον Αώο ως την Αδριατική.

Στο διάστημα 14-17 Νοεμβρίου τα 2 Τάγματα (ΙΙ και ΙΙΙ) του 2/39 Συντάγματος εκτελούν επιθετικές ενέργειες βόρεια της Γκραμπάλας και προς την κατεύθυνση Τζουφαράχη, Κεφαλοβουλγάρα και Βίγλα, όπου οι απώλειές τους φθάνουν τους 39 νεκρούς και 102 τραυματίες.

Στις 18-19 Νοεμβρίου, το 2/39 Σύνταγμα καταλαμβάνει το ύψωμα Λάμαρη και στις 20-23 Νοεμβρίου τα χωριά Βασιλικό και Αηδονοχώρι.

Στις 25 Νοεμβρίου το πρωί, το ΙΙ και ΙΙΙ Τάγμα του 2/39 Συντάγματος περνάνε τα αλβανικά σύνορα, κατευθυνόμενα προς Αργυρόκαστρο – Τεπελένι – Αυλώνα.

Από 1 έως 4 Δεκεμβρίου το Απόσπασμα Κατσώτα με καταδρομικό τρόπο εκβιάζει τη στενωπό της Σούχας (που αποτελούσε την πύλη της κοιλάδας του Δρίνου). Επρόκειτο για έναν πολυθρύλητο ελιγμό που τον περιγράφει μοναδικά ο Άγγελος Τερζάκης. Οι απώλειες ήταν 8 νεκροί και 25 τραυματίες.

Την ίδια μέρα, 4 Δεκεμβρίου, εκκενώνεται το Αργυρόκαστρο, ως απόρροια της παραπάνω μάχης, και τελικά απελευθερώνεται στις 8 Δε-κεμβρίου.

Το άλλο Τάγμα (Ι),αφού πέρασε τα σύνορα στις 30 Νοεμβρίου, απελευθέρωσε στις 6 Δεκεμβρίου το ελληνικότατο Δέλβινο. Οι κάτοικοι έραναν με άνθη τους Ευζώνους κι ο Δήμαρχος παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στον Έλληνα Διοικητή, Π. Ραυτόπουλο.

Λόγω της ταχείας ελληνικής προέλασης, ο ανεφοδιασμός των μαχόμενων τμημάτων ήταν ελλιπέστατος, με το 80% των ανδρών ανυπόδητο. Έτσι την επομένη (7 Δεκ.), κατέφθασαν με βενζινόπλοιο απ΄ τον όρμο Σαγιάδας Θεσπρωτίας στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα τα πρώτα εφόδια (άρβυλα και πυρομαχικά).

Από 17 έως 23 Δεκεμβρίου, το Απόσπασμα Λιούμπα (Ι Τάγμα Ευζώνων Μεσολογγίου και 24ο Σύνταγμα) επιτηρεί τις κτηθείσες παραλίες των Αγίων Σαράντα. Στο ΙΙ Τάγμα του 24ου Συντάγματος, υπηρετεί τη θητεία του ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης (ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης).

Στο διάστημα της αντεπίθεσης, το Γενικό Στρατηγείο είχε ήδη αρχίσει να μελετά την εξέλιξη των επιχειρήσεων σε δύο κατευθύνσεις.

Η πρώτη κατεύθυνση αφορούσε τη νοητή γραμμή Φλώρινα – Κορυτσά – Ελβασάν (βόρειος τομέας – Πίνδου) και η δεύτερη τη γραμμή Ιωάννινα – Αυλώνας (νότιος τομέας – Ηπείρου).

Εντέλει αποφάσισε να κατευθυνθεί η κύρια προσπάθεια των ελληνικών δυνάμεων προς τον τομέα της Ηπείρου, για τους εξής λόγους:

Α) Οδικό δίκτυο: ο βόρειος τομέας εξυπηρετούνταν μόνο από έναν αμαξιτό δρόμο που, μετά την Κορυτσά, θα μπορούσε εύκολα να κλείσει, λόγω της βαρυχειμωνιάς που επικρατεί στην περιοχή. Ο νότιος τομέας είχε καλύτερο δίκτυο, ηπιότερο κλίμα και εξασφάλιζε το στενό της Κέρκυρας για τα υποβρύχια και το λιμάνι των Αγίων Σαράντα (που θα συνδεόταν με τον δρόμο Αγίων Σαράντα – Καλπακίου).

Β) Ανεφοδιασμός και διακομιδές: αποτέλεσαν τον σοβαρότερο λόγο που προτιμήθηκε ο τομέας της Ηπείρου, διότι οι δυνάμεις του βορρά ανεφοδιάζονταν με πεπαλαιωμένα ιδιωτικά αυτοκίνητα, ε-νώ οι δυνάμεις του νότου ανεφοδιάζονταν από θαλάσσης μέσω της βάσης Πρεβέζης (η οποία μόνο τον Δεκέμβριο βομβαρδίσθηκε 18 φορές) και οι διακομιδές των τραυματιών προς Μεσολόγγι και Αθήνα ήταν πιο ασφαλείς.

Σ’ αυτόν τον τομέα (της Ηπείρου), οι Ιταλοί λογάριαζαν να προβάλουν (οπισθοχωρώντας) την κύρια αντίστασή τους, στο φυσικό οχυρό που περικλείεται από το Τεπελένι και την Κλεισούρα.

Και σ’ αυτά τα δύο σημεία τούς «συνάντησαν» στις 6 Ιανουαρίου 1941 τα δύο Σώματα Στρατού της Στρατιάς Ηπείρου. Το Α΄ Σώμα στο Τεπελένι και το Β΄ Σώμα στην Κλεισούρα. Είναι μια τοποθεσία που το διάγραμμά της σχηματίζει ένα τεράστιο «Η».

Η μεσιανή κεραία του «Η» είναι τα στενά της Κλεισούρας (μήκους 13χλμ.), που ανάμεσά τους κυλάει ο Αώος, ενώνοντας τα δύο άκρα της κεραίας με το Τεπελένι δυτικά και την Κλεισούρα ανατολικά. Το αριστερό κάθετο σκέλος σχηματίζεται από τον Δρίνο και τον δρόμο Κακαβιά – Αργυρόκαστρο – Τεπελένι – Αυλώνας, και το δεξί σκέλος από τον δρόμο Ιωάννινα – Πρεμετή – Βεράτι.

Πριν από το σημείο αυτό, δεν υπάρχει άλλο μέρος κατάλληλο για άμυνα, και γι’ αυτό οι Ιταλοί ετοίμαζαν, πριν τον πόλεμο και επί δύο μήνες, οχυρωματικά έργα φοβούμενοι απόβαση των Άγγλων στους Αγίους Σαράντα. Όρθωσαν ένα τείχος, σύμφωνα με τον Στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο.

Είναι βουνά – οχυρά που στήνουν ένα φρούριο με χαράδρες και γκρεμούς, δεσπόζουν της περιοχής και στα οποία θα διαδραματιστούν οι μεγάλες μάχες εκείνου του πολέμου.

 

Σχεδιάγραμμα πρώτης γραμμής . (Πηγή: Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ.) Με την πιο σκούρα απόχρωση βλέπουμε την πρώτη γραμμή των Ιταλών και με την πιο γκρίζα την πρώτη γραμμή των Ελλήνων

 

Πριν το Τεπελένι και ανάμεσα από τα βουνά Γκόλικο και Μπούζαε Σεφέρ Αγαΐτ, σε μια στενότατη λαγκαδιά, κυλάει ο Δρίνος τα νερά του προς το Αργυρόκαστρο.

Το σημείο είναι πραγματικά απόρθητο. Ανατολικά του είναι τα βουνά Γκόλικο και Δεμπέλιτ και βόρεια το Σεντέλι με την Τρεμπεσίνα, που χωρίζονται απ΄τον Αώο και τα στενά της Κλεισούρας. Δυτικά του σημείου είναι το Κουρβελέσι με τα υψώματα Μάλι Σπάτ (ύψ. 1500) και Μπούζαε Σεφέρ Αγαΐτ (ύψ.1580).

Είναι η μοιραία τοποθεσία όπου θα έφθανε στο ύστατο τέντωμά της η ελληνική ορμή στις 18 Δεκεμβρίου το βράδυ, και συγκεκριμένα στο μουσουλμανικό χωριό Χόρμοβα, έχοντας απέναντί της (2,5χλμ. βόρεια) τους Ιταλούς στο χωριό Λέκλι που υπεράσπιζε το Τεπελένι.

Τα χωριά αυτά χωρίζονται από ένα πλατύ και βαθύ φαράγγι, στο οποίο οι Ιταλοί τοποθέτησαν διπλές σειρές συρματοπλέγματος, που αρχίζει από τον Δρίνο και φθάνει πάνω στο βουνό, «αριστοτεχνικώς τοποθετημένου και εις τας αντικλιτείς ακόμη, ίνα μη καθίσταται δυνατή η διάνοιξις τούτου υπό του πυροβολικού». Τρείς σειρές πολυβολεία, οπλοπολυβολεία, ολμοβολεία, θέσεις φλογοβόλων που ήταν τσιμεντωμένα στους σκαμμένους βράχους και με υπόγεια μεταξύ τους επικοινωνία, με πλήρη προστασία πυροβολικού και αεροπορίας. Αυτά τα στοιχειωμένα συρματοπλέγματα, που τα ακολουθούσαν θρύλοι για ηλεκτροφόρα σύρματα με κρεμασμένα κουδούνια, είχαν γίνει φόβητρο.

Είναι το μέρος που κρατάει το πέρασμα για Αυλώνα και στα υψώματα του οποίου καθηλώθηκε το 2/39 Σύνταγμα (κι όλο το Α΄ Σώμα Στρατού) μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Για τρεισήμισι μήνες πάνω στο σημείο αυτό είχαν «πέσει» όλες οι Μεραρχίες του Α΄ Σώματος, που ανέρχονταν πλέον σε τρεις (II , III , VIII).

Ο ελληνικός στρατός, διεισδύοντας πέρα από τα σύνορα σ’ ένα βάθος 60 χλμ., παρουσίαζε δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές. Οι παγοπληξίες ξεπερνούσαν τις απώλειες μάχης, και μετά από τη δίμηνη αυτή εκστρατεία υπήρχε η ανάγκη να συμπληρωθούν οι ελλείψεις σε προσωπικό, κτήνη και όπλα.

Γι’ αυτό τον λόγο, το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε την αναστολή των επιχειρήσεων στις αρχές Γενάρη και μέχρις ότου καλυτερεύσει ο καιρός. Συνεπώς το Τεπελένι έπρεπε να παρθεί προτού εκπνεύσει το 1940.

Στις 19 Δεκεμβρίου το ΙΙ/39 Τάγμα αποτυγχάνει να καταλάβει το Λέκλι, έχοντας 16 νεκρούς και 56 τραυματίες. Στις 22 Δεκεμβρίου το Απόσπασμα Κατσώτα καθηλώνεται από τη χιονοθύελλα.

Στις 28 Δεκεμβρίου, το Α΄ Σώμα σχεδίασε επίθεση, και μες στη νύχτα (3:00΄), ανακοινώθηκε σε 6 Λόχους του 2/39 Συντάγματος ότι η επίθεση θα είναι κατά μέτωπο. Για τον λόγο αυτό εφοδιάζονται με ψαλίδια και τσεκούρια, για τα συρματοπλέγματα και τους πασσάλους.

«…πρόκειται για μια θρασύτατη επιχείρηση, καταδικασμένη σε αποτυχία. Τρόπος και τόπος κάλυψης δεν υπάρχει… Κάνω την διαθήκη μου και την δίνω στον βοηθό μου Κοντογιάννη… Χρωστάω στον Χρ. Ταφλανίδη 360 δραχμές, στον Π. Ζαβιτσανάκη 650 δραχμές…» (Δ. Κωταντούλας, 2001)

 

Μία γενική άποψη του πεδίου όπως είναι σήμερα – Πηγή: Google map

 

Προκειμένου να ανοιχθούν τα συρματοπλέγματα προηγήθηκε στις 7:00΄ βομβαρδισμός του φαραγγιού από 2 βαριές και 3 ορεινές Ελληνικές Πυροβολαρχίες, κατά τον οποίο ρίχθηκαν 3.500 βλήματα όλων των διαμετρημάτων, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

«… Στις 7:30΄, άυπνοι από την αγωνία, κατεβαίνουμε μια πλαγιά 200 – 250 μέτρων που ήταν αποψιλωμένη και χιονισμένη, ανά-μεσα από κόλαση πυρός. Όλα τα όπλα πάνω μας (πυροβολικό, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, όλμοι) και φθάνουμε 100 μέτρα από την χαράδρα. Ούτε πέτρα να βάλεις το κεφάλι σου… Ένας λεβέντης τσολιάς, με κομμένα τα πόδια του, ψυχομαχάει, ζητάει λίγο νεράκι να βρέξει τη γλώσσα του και τσιγάρο… Είναι η τελευταία επιθυμία του, δεν πρόλαβε να κάνει δυο ρουφηξιές, άλλη οβίδα τον τινάζει στον αέρα… Ήταν μια επίθεση αυτοκτονίας, ένας παραλογισμός, που μας στοίχισε 41 νεκρούς και 25 τραυματίες…» (Δ. Κωταντούλας, 2001)

Το Α΄ Σώμα Στρατού, ύστερα από αυτά, ρίχνει ευθύνες στην ΙΙ Μεραρχία. Διοικητές λόχων αντικαθίστανται και διενεργείται ΕΔΕ για καταλογισμό ευθυνών.

Απέναντι, η IV Μεραρχία στην προσπάθειά της να κυκλώσει από τα δυτικά το Τεπελένι, διασχίζει το Δυτικό Κουρβελέσι, όπου υφίσταται πανωλεθρία, έχοντας μέσα σε 13 μέρες (8-21 Δεκεμβρίου) 276 άνδρες νε-κρούς, 881 τραυματίες, 2.711 παγόπληκτους και 2.800 νεκρά ζώα.

Όμως το Λέκλι δεν παίρνεται, η Μοίρα το έχει σημαδέψει.

Κι ο λόγος που δεν παίρνεται, είναι η κατοχή των υψωμάτων του Γκόλικο (Δόντι – 1615 – 1723), που βρίσκονται ακριβώς πάνω από το Λέκλι, στην εσχατιά της οροσειράς της Νεμέρσκας και τα οποία ελέγχουν το πέρασμα της Κλεισούρας και την κοιλάδα του Δρίνου. Τις νύχτες οι χιονοθύελλες σπέρνουν θανατικό σε αυτά τα μεγάλα ύψη, αχρηστεύοντας κα-θημερινά 60-80 άνδρες, οι οποίοι όμως είναι και εύκολος στόχος για το εχθρικό Πυροβολικό.

Το στρατηγικό ύψωμα Δόντι το κρατούν με τα «δόντια» και εναλλάξ για 4 μήνες οι προφυλακές των δύο στρατοπέδων· είναι το απόλυτο παρατηρητήριο. Όποιος το κατέχει, ελέγχει όλη την κοιλάδα του Δρίνου, τα δυτικά στενά της Κλεισούρας και το Τεπελένι. Από κει πάνω διακρίνονται όλα καθαρά: προφυλακές, καταυλισμοί και χαρακώματα Ελλήνων και Ιταλών. Υπάρχει η άνεση να στέλνονται «κουφέτο» οι οβίδες απολαμβάνοντας μάλιστα τα καταστροφικά τους «αποτελέσματα», ειδικά στον τομέα της Κλεισούρας που είναι ακριβώς από κάτω.

Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτά τα υψώματα μόνο το 2/39 Σύνταγμα είχε 275 νεκρούς (τα 2/3 των συνολικών του απωλειών) και 1.602 τραυματίες – παγόπληκτους.

 

Ιταλικη cart-postale της εποχής. Η συμβολή των ποταμών Δρίνου και Αώου και το βουνό Γκόλικο

 

Γ΄ Περίοδος: Χειμερινές επιχειρήσεις
Ιταλική επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου μέχρι 26 Μαρτίου 1941)

Η κυβέρνηση θεωρούσε το Τεπελένι κλειδί των εξελίξεων. Η κατάληψή του θα άνοιγε την κοιλάδα του Αώου, τις πεδιάδες της κε-ντρικής Αλβανίας, τα λιμάνια, και θα τελείωνε τον πόλεμο πριν τη γερμανική επέμβαση.

Γι’ αυτόν τον λόγο, καλεί στις 25 Φεβρουαρίου στην Αθήνα τον Διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου Αντιστράτηγο Μ. Δράκο, σε σύσκεψη με παρόντες τον Βασιλιά, τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης, τον Υπουργό Στρατιωτικών και τον Αρχιστράτηγο, στην οποία ο Διοικητής τούς εξηγεί ότι για να παρθεί το Τεπελένι έπρεπε να αντικατασταθούν τρεις κουρασμένες Μεραρχίες του (I,XI, XV).

Τις επόμενες μέρες, το Γενικό Στρατηγείο αντικαθιστά όλη την ηγεσία της Στρατιάς (τον Δράκο και τους δύο Σωματάρχες του), λόγω διαφοράς αντιλήψεων στην κλιμάκωση των επιχειρήσεων (θεωρούνταν υποστηρικτές της σύμπτυξης του μετώπου).

Η απειλή κατάληψης του Τεπελενίου και της διάνοιξης της κοιλάδας του Αώου, με στόχο τον Αυλώνα, αποτελούσε τον μόνιμο εφιάλτη του Μουσολίνι, ύστερα μάλιστα από την κατάληψη της ανατολικής εξόδου της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου). Στις 20 Μαρτίου, προτείνει στον Στρατηγό Τσελόζο να διατηρήσει αρκετές μονάδες στο μέτωπο του Τεπελενίου. Έτσι, ανατολικά του Τεπελενίου «πακτώθηκε» το τείχος με 26 τάγματα.

Στον βωμό αυτού του άπιαστου ελληνικού στόχου, δηλαδή της κατάληψης του Τεπελενίου, έγιναν πλήθος επιθέσεις τους δυόμισι πρώτους μήνες του ’41.

Στις 8 Ιανουαρίου επιστρέφει το Ι Τάγμα και ενώνεται με τα υπόλοιπα Τάγματα του 2/39 Συντάγματος.

Στις 18 Ιανουαρίου και στο ύψωμα 1723, οκτώ (8) οπλίτες που αποτελούσαν ένα στοιχείο όλμου (όλοι Μακρύνειοι), θάβονται απ΄ το χιόνι σε μια χαράδρα όπου είχαν καταφύγει για προστασία, κι απ’ όπου «ξαναβρίσκονται» άθικτοι τον Απρίλιο με το λιώσιμο του χιονιού.

Στο επόμενο διάστημα και μέχρι την Εαρινή επίθεση (15 Φεβρουαρίου – 8 Μαρτίου) οι μάχες στα υψώματα του Γκόλικο πήραν τη μορφή της Εποποιίας. Οι αιματηρές και επικές αυτές επιχειρήσεις έχουν καταγραφεί ως εξής στο Πολεμικό Ημερολόγιο του Συντάγματος:

Στις 16 Φεβρουαρίου το Ι/39 Τάγμα επιτίθεται προς Λέκλι και στα υ-ψώματα 1615 και 1723, αλλά ανακόπτεται απ΄ τα συρματοπλέγματα.

Από τις 14 έως τις 28 Φεβρουαρίου, η ΙΙ Μεραρχία (στην οποία ανήκε το 2/39 Σύνταγμα) επιτίθεται προς το Λέκλι, σε συνεργασία με την V Μεραρχία που επιτίθεται από την Τρεμπεσίνα προς τη Μετζγκοράνη, προκειμένου να κυκλώσουν το Τεπελένι από δυτικά και ανατολικά.

Στις 18 Φεβρουαρίου καταλαμβάνεται το ύψωμα 1723, αλλά το Λέκλι αντέχει.

Στις 19 Φεβρουαρίου καταλαμβάνεται η Πεστάνη, αλλά ο δρόμος Τεπελένι – Κλεισούρα είναι απόρθητος, λόγω των αρμάτων στη βόρεια όχθη του Αώου.

Στις 20 Φεβρουαρίου όλο το Σύνταγμα ανεβαίνει στο Γκόλικο προκειμένου να υπερκεράσει το Λέκλι από πίσω, κατεβαίνοντας τον ορεινό όγκο. Το μόνο που επιτυγχάνει είναι η κατοχή του υψώματος 1615, χωρίς να υπερκερασθεί η θέση Λέκλι – Χόρμοβα.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1941, οι Ιταλοί εξαπολύουν μια τρομερή αντεπίθεση με όλα τα μέσα προς τα τρία υψώματα του Γκόλικο, που το Α΄ Σώμα την περίμενε από καιρό.

«… Όλη την νύχτα οι Ιταλοί βομβαρδίζουν τα υψώματα και επωφελούμενοι της ομίχλης και της πιπτούσης λεπτής χιόνος, με 2 τάγματα Αλπινιστών, καταλαμβάνουν το Δόντι, που κατέχεται από έναν λόχο…» (Δ.Ι.Σ., Χειμ. επιχ., 7 Ιαν. 1941 – 26 Μαρτ. 1941)

«… Από τις 6:30΄ το πρωί άρχισε η κάθοδος των πρώτων τραυματιών και μέχρι τις 8:00΄ έχουν χαθεί τα δύο από τα τρία, κατά σειρά, υψώματα (Δόντι,1615) και κινδυνεύει και το τρίτο (1723)… Μέχρι την 3ην απογευματινή ώρα, έχουμε ανακαταλάβει όλα τα υψώματα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 47 Έλληνες νεκρούς, 145 Ιταλούς, 250 Έλληνες τραυματίες και 215 Ιταλούς αιχμαλώτους. Μεταξύ των νεκρών είναι και ο Διοικητής των Αλπινιστών Συνταγματάρχης Φρεγκονέρα». (Π. Κατσώτας, 1981)

«… Άρχισε να ξημερώνει. Το ύψωμα άλλαξε χρώμα από τις οβίδες και τα αίματα. Γέμισε το ύψωμα νεκρούς και τραυματίες… Πολλοί Ιταλοί αλλά οι δικοί μας περισσότεροι…. Νεκροί αμέτρητοι. Ο ένας πάνω στον άλλον. Αδελφωμένοι ξεκουράζονται τον αιώνιο ύπνο. Κοιμούνται ήσυχα. Τελείωσαν όλα γι’ αυτούς. Δεν μαλώνουν….» (Δ. Κωταντούλας, 2001)

Οι 17 από τους 47 Έλληνες νεκρούς είναι από τον 1ο Λόχο του 2/39 Σ.E. Μεσολογγίου, ο οποίος εκείνο το βράδυ βρισκόταν στις προφυλακές. Η II Μεραρχία, τον μήνα αυτό, είχε 281 νεκρούς και 746 τραυματίες. Από τις 7 έως τις 8 Μαρτίου, η II και XVII Μεραρχία συντονίζουν τις επιθέσεις τους προς Τεπελένι και Σεντέλι, αντίστοιχα.

Στις 7 Μαρτίου, η ΙΙ Μεραρχία επιτίθεται στο Γκόλικο και καταλαμβάνει το ύψωμα 1615, όπου συλλαμβάνει 200 αιχμαλώτους, αλλά αποτυγχάνει η κύκλωση του Λέκλι απ΄ τη γέφυρα Λουζάτι του Δρίνου. Δύο λόχοι του 2/39 Συντάγματος διαβαίνουν τη χαράδρα και τα πολυθρύλητα συρματοπλέγματα, αλλά ανακόπτονται από τη γραμμή ανάσχεσης των Ιταλών που ρίχνουν πάνω τους όλα τα διαθέσιμα όπλα.

Την ίδια μέρα, απέναντι η XVII Μεραρχία καταλαμβάνει τη Μετζγκοράνη, συλλαμβάνει 1.000 αιχμαλώτους, και την επομένη προσπαθεί να καταλάβει την κορυφογραμμή του Σεντέλι, αλλά την σταματά το χιόνι.

«… Αγναντεύαμε το Δόντι με καμάρι που ήταν λεύτερο και λέγαμε για τα κατορθώματα των Ευζώνων… το 39ο σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου, έφθασε απέναντι από το Τεπελένι, αλλά το θεριό κράτησε…» (Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, που παρακολουθούσαν απ΄ το Τεπελένι τις μάχες του 2/39 Συντάγματος στο Δόντι | Ειρ. Δορκοφίκη , 1992)

Τελικά, οι εκατόμβες των θυμάτων δεν απέδωσαν παρά δευτερεύοντα εδαφικά οφέλη, χωρίς να οδηγήσουν στην αποφασιστική νίκη, διότι το μέτωπο βρισκόταν σκαρφαλωμένο σ’ αυτά τα βουνά, όπου οι δυνατότητες σημαντικών ελιγμών ήταν πρακτικά μηδαμινές.

Η συσσώρευση εκεί τόσων ανθρώπων και μέσων μετέβαλε την αναμέτρηση σε πόλεμο αναμονής και φθοράς, όπως ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος.

 

Ύψωμα Δόντι. Ο Π. Κατσώτας με συμπολεμιστές του. Κάτω με το κράνος ο δικηγόρος από την Κατούνα Γ. Μαυρομάτης που έπεσε στο ύψωμα 1723

 

Δ΄ Περίοδος: Το τέλος μιας εποποιίας
(27 Μαρτίου μέχρι 30 Απριλίου 1941)

Μετά την εαρινή επίθεση (9-24 Μαρτίου), ακολούθησε ανάπαυλα των επιχειρήσεων. Στις 6 Απριλίου εισβάλλουν στην Ελλάδα οι Γερμανοί, ακολουθεί η εποποιία των Οχυρών (6-10 Απριλίου) και στις 9 Απριλίου συνθηκολογεί η Στρατιά Ανατολικής Μακεδονίας.

Τα παραπάνω είχαν σοβαρότατο αντίκτυπο στο ηθικό των τμημάτων που εξακολουθούσαν να μάχονται στο Αλβανικό μέτωπο.

Τα κρούσματα ανυπακοής και διαρροής προς τα μετόπισθεν αύξαναν ραγδαία.

Την 16η Απριλίου,ο Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου διαμηνύει στον Αρχιστράτηγο πως «… μετά πόνου ψυχής βλέπει ότι η Στρατιά διαλύεται και ότι οι στρατιώτες δεν θέλουν επ’ ουδενί να αιχμαλωτισθούν από τους Ιταλούς…

Η αυθημερόν απάντηση της Αθήνας ανέφερε ότι δεν αποδέχεται τη συνθηκολόγηση, εφόσον το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (58.051 στρατιώτες) μάχεται ακόμη στο πλευρό της Ελλάδος και, συνεπώς, έπρεπε να εκπληρωθούν στο ακέραιο οι συμμαχικές υποχρεώσεις.

Στις 18 Απριλίου, ο Διοικητής της Στρατιάς αναφέρει στον Αρχιστράτηγο ότι «… 3 Μεραρχίες διαρρέουν… Προς Θεού, σώσατε τον Στρατόν από τους Ιταλούς…». Η πολιτική λύση που του υποσχέθηκε (ύστερα από δύο ώρες) τηλεφωνικά ο Πρωθυπουργός, δεν υπήρξε ποτέ, λόγω της αυτοκτονίας του τελευταίου, το απόγευμα.

Ξημερώματα της 20ής Απριλίου, οι Διοικητές των τριών Σωμάτων Στρατού της Ηπειρωτικής Στρατιάς, μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων, παραμερίζουν τον Διοικητή της Στρατιάς και αναθέτουν στον αρχαιότερό τους (Τσολάκογλου) τη σύναψη άμεσης συνθηκολόγησης, που τελικά υ-πογράφεται σε τρία πρωτόκολλα παράδοσης: δύο με τους Γερμανούς (Βοτονάσι 20 Απριλίου και Γιάννενα 21 Απριλίου) και ένα με τους Ιταλούς (22 Απριλίου).

«Δειλά – δειλά η Άνοιξη επιχειρεί την εμφάνισή της, με τα πρώτα λουλουδάκια σε καμιά ξεχιονισμένη πλαγιά. Τι ειρωνεία. Εκεί που αρχίζει να φαίνεται το λουλουδάκι, ξεσκεπάζονται πτώματα άταφων νεκρών. […]

Ξημερώνει Κυριακή των Βαΐων, 13 Απριλίου, υψ. Δόντι… Οι νεκροί μας άταφοι, αφόρητη η δυσοσμία που δεν υπήρχε το προηγούμενο δίμηνο λόγω του χιονιού και του πάγου… Θα τους θάψουμε αύριο, που θα πάρουμε το Τεπελένι. […]

Το  θρυλικό Δόντι κρατήθηκε μέχρι την νύχτα της 16ης Απριλίου, και για 4 μήνες, όταν εκείνη την βραδιά διατάχθηκε επείγουσα σύμπτυξη και διπλωθήκανε οι σημαίες, στην πιο οδυνηρή φάση του πολέμου τα πτώματα των στρατιωτών μας παραμένουν ακόμη άταφα. Εκεί θα μείνουν; Θα ρωτήσουν οι μάνες. Μπορούμε να πούμε ότι τους αφήσαμε άταφους;» (Δ. Κωταντούλας, 2001)

Οι τελευταίες ριπές απ’ τα οπλοπολυβόλα προς τα σαρκοβόρα όρνεα (που άρχισαν να καταφθάνουν πάνω από τους νεκρούς) δεν ήταν για να απομακρύνουν αυτά, αλλά αποτελούσαν απόδοση τιμής προς ΕΚΕΙΝΟΥΣ. Κι επειδή ο Πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει, με προτροπή όλων, έτσι σαν μνημόσυνο, ριχτήκανε όλοι οι εναπομείναντες γεμιστήρες.

Εκείνο το βράδυ (16 Απριλίου), τα τμήματα του Γκόλικο (Δόντι, 1615, 1723) συμπτύχθηκαν νωρίτερα (20:00΄) απ’ τα άλλα τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας, κι αυτό λόγω της απόστασης, του χιονιού, της ομίχλης και του βραχώδους – απόκρημνου του βουνού.

Μες στη νύχτα, οι 13 Λόχοι του 2/39 Συντάγματος «ξεγλιστρούν» από τις κορυφές του επιβλητικού Γκόλικο προς την κοιλάδα του Δρίνου, με «οδηγό» το τηλεφωνικό σύρμα της Μεραρχίας, και στις 04:00΄ φθάνουν στο Λάμποβο.

Από εκεί, ξημερώνοντας, παρακολουθούν τη μεγάλη «αντεπίθεση» των Ιταλών προς το Δόντι, της οποίας προηγήθηκε καταιγισμός πυρός σ΄ όλη τη γραμμή.

«… Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν αλαλάζοντας στα υψώματα “ηρωικά” μαχόμενοι, αλλά τους καθυστερεί, με χειροβομβίδες, ένας Τσολιάς που κοιμότανε και δεν αντιλήφθηκε την νυκτερινή σύμπτυξη των Λόχων (κι ο οποίος έφθασε στο Λάμποβο σε χρόνο – ρεκόρ)». (Δ. Κωταντούλας, 2001)

Στις 17 Απριλίου και τα τρία Τάγματα του Συντάγματος φθάνουν στο Λιμπόχοβο και δια νυκτερινής πορείας περνάνε τα σύνορα (κοντά στην Κακαβιά) και ξημερώνοντας το Πάσχα (20 Απριλίου), φθάνουν στο ελληνικό χωριό Χρυσοδούλη. Από εκεί το ΙΙΙ Τάγμα επιστρέφει στα σύνορα για ν΄ αποτελέσει την οπισθοφυλακή του Συντάγματος και τ΄ άλλα δύο Τάγματα κατεβαίνουν προς Γιάννενα, φθάνοντας στο χωριό Κεράσοβο στις 21 Απριλίου. Τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου, τους ανακοινώνεται η υπογραφή της ανακωχής.

Παρά την ανακωχή, το ΙΙΙ Τάγμα στα σύνορα δίνει μεγάλες μάχες και την ίδια μέρα το πρωί, ο 11ος Λόχος του (4 αξιωματικοί και 125 στρατιώτες), αιχμαλωτίζεται από δύο ιταλικά τάγματα.

Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε στα χωριά Μπισδούνι  και Βουνοπλαγιά με την παράδοση των όπλων σ’ έναν Γερμανό λοχία (Μπισδούνι) και σ΄ έναν δεκανέα (Βουνοπλαγιά ). Στο Μπισδούνι, ο πυροβολάρχης Κ. Βερσής αυτοκτονεί πάνω στα κανόνια του. Είναι ο Ταγματάρχης που ακολούθησε το ΙΙΙ Τάγμα στην Αρίστη, όταν αυτό έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός.

Οι τελευταίοι νεκροί του Συντάγματος ήταν μετά τη συνθηκολόγηση: οι Θ. Παπανικολάου και Χ. Μπαλαμπάνης πνίγηκαν προσπαθώντας να διαβούν τον ποταμό Λούρο στις 26 και 28 Απριλίου, αντίστοιχα.

Στις 3 Μαΐου τα υπολείμματα του Συντάγματος κατέληξαν στο Μεσολόγγι. Το χρέος προς την πατρίδα το Σύνταγμα το «ξεπλήρωσε» με 368 νεκρούς (79 εξαφανισθέντες), 891 τραυματίες, 846 παγόπληκτους και 129 αιχμαλώτους. Από το σύνολο των νεκρών, μόνον 43 ενταφιάσθηκαν στη μάνα γη (Βίγλα 27, Κεφαλοβουλγάρα 7, Τζούφαραχη 6, Λάμαρη 2, Πόβλα 1). Οι υπόλοιποι 325 αναπαύονται στην Αλβανία, σε ανώνυμους τάφους, ή άταφοι.

Τέλος, ας αναφερθεί η αποτίμηση του πρώτου έτους του πολέμου απ’ τον ίδιο τον Μουσολίνι στις 10-6-41, κατά την ομιλία του προς τα πλή-θη από το Palazzo Venezia, όπου αποδέχθηκε τα εξής δύο, σχετικά με τον ελληνικό στρατό:

«Μια προσπάθεια να κατέβει στην κοιλάδα Vojussa (Αώου) από το Golico (Γκόλικο), συντρίφτηκε από το πεζικό του Legnano, της Ferrara και των Alpini». Δηλαδή ομολογεί ότι το 2/39 Σύνταγμα αντιμετώπισε τρεις Μεραρχίες του.

«[…] οφείλουμε να ομολογήσουμε τιμίως ότι μερικά αποσπάσματά του, όπως του Λέκλι, της Νεμέρσκας (εννοεί την οροσειρά που καταλήγει στο Γκόλικο) και του υψώματος 731 επολέμησαν με γενναιότητα και μας επέφεραν απώλειες…» (Π. Κατσώτας, 1981)


Βιβλιογραφία

  1. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η Ιταλική εισβολή, 28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου, (1960) | 2. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Εφοδιασμοί του Στρατού εις Υλικά Οπλισμού και πυρομαχικών κατά τον πόλεμο 1940-41, (1982). | 3. Ν. Κολόμβας (Αντιστράτηγος) – 2/39 Σ.Ε. Σελίδες από την πολεμική Ιστορία του. | 4. Δ. Κωταντούλας (Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του 2/39 Σ.Ε.), Οδοιπορικό στα χρόνια… εκείνα (2001). | 5. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Επίτομος ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940-41,(1985). | 6. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η Ελληνική αντεπίθεσις (14 Νοε. 1940-6 Ιαν.1941), (1966). | 7. Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική εποποιία 1940-1941, (ΓΕΣ 1990). | 8. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Χειμεριναί επιχειρήσεις – Ιταλική επίθεσις Μαρτίου (7 Ιαν. 1941 – 26 Μαρτ. 1941). | 9. Παυσανίας Κατσώτας (Διοικητής 2/39 Σ.Ε.), Η Δεκαετία 1940-1950, (1981). | 10. Γ. Κοσμάς (Διοικητής Α΄ Σώματος Στρατού), Ελληνικοί Πόλεμοι, (1967). | 11. Γ. Μαργαρίτης (καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας Α.Π.Θ.), Οι τελευταίες συγκρούσεις στο Αλβανικό μέτωπο, 7 μέρες, Καθημερινή, 2002). | 12. Μαρτυρίες Γεωργίου Μπιρπίλη (1οςΛόχος – 1ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Μεσολογγίου). | 13. Ειρ. Δορκοφίκη, Κάποτε στο Τεπελένι, (1992). | 14. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το τέλος μιας εποποιίας, Απρίλιος 1941, (1959).