Αλφέγιεφ και Λαβρόφ μια ματιά στις σχέσεις εκκλησίας- κράτους στη Ρωσία

Ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων (Αλφέγιεφ) υπηρετεί σαν πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας από το 2009. Έχει υπάρξει δριμύς κατήγορος της ανεξαρτησίας που δόθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο — στις συχνά εμπρηστικές και αντικρουόμενες δηλώσεις του — συνδέει με την υποτιθέμενη διαφθορά της Δύσης και τη θεωρούμενη γεωπολιτική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η αντιδραστική και παρωχημένη κοσμοθεωρία του εστιάζει στην καταγγελία του σύγχρονου πολιτισμού και την ανάγκη επιστροφής σε μια φανταστική χρυσή εποχή της Ρωσικής Ορθοδοξίας. Έχει γίνει άραγε το Πατριαρχείο Μόσχας τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών του Σεργκέι Λαβρόφ; Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων και το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών ενεργούν τελικά για λογαριασμό της παγκόσμιας Ορθοδοξίας ή των συμφερόντων του ρωσικού κράτους;

Πριν από μερικά χρόνια, κἀποιος νεοσυντηρητικός θεολόγος και κριτικός του πολιτισμού παρατήρησε ότι «ο μητροπολίτης Ιλαρίων δεν λέει πάντα την αλήθεια». Δεδομένου, ότι έχω γίνει πολλές φορές μάρτυρας της απροκάλυπτα ανειλικρινούς στάσης του Ρώσου Ιεράρχη ενώπιον, τόσο νεότερων όσο και σεβάσμιων συναδέλφων του, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποδώσει κανείς την επίμονα κακή συμπεριφορά του σε μια απλά λανθασμένη κρίση. Πρέπει ασφαλώς, να υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για την αβελτηρία του πανίσχυρου αυτού κληρικού και παραγωγικού λόγιου. Σίγουρα τα λόγια του είναι εσκεμμένα και αποβλέπουν σε συγκεκριμένο σκοπό.

Με δεδομένο την προβληματική σχέση του Ιλαρίωνα με την αλήθεια, πώς μπορούμε να διακρίνουμε, με σιγουριά, τη διαφορά μεταξύ όσων σκέφτεται και όσων εκφράζει με λόγια; Όταν ο μητροπολίτης επαναλαμβάνει και ενισχύει τις θεωρίες συνωμοσίας για την Ουκρανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και για την πανδημία του κορωνοϊού, αναρωτιέται κανείς, εάν η πραγματικότητα και η μυθοπλασία ανακατεύονται τόσο πολύ στο μυαλό του που δεν μπορεί καν ο ίδιος να διακρίνει τη διαφορά. Όταν ο δημαγωγικός του λόγος στηρίζεται σε ανούσια και τετριμμένη σοφιστεία — που κατά τραγική ειρωνεία συναντά κανείς επίσης σε πολλούς ευαγγελικούς και πρώην ευαγγελικούς στην Αμερική — παρουσιάζοντας τη Δύση ως παρακμιακή και την Ανατολή ως δίκαιη, ή τη Δύση ως σχισματική και την Ανατολή ως ενωτική, το θρησκευτικό του όραμα όχι μόνο καταστρέφει τη νοσταλγία για ένα παλαιό αυτοκρατορικό μεγαλείο που άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ομοιάζει πολύ με τις ηγεμονικές φιλοδοξίες μιας «τρίτης Ρώμης» που έχει τις ρίζες του στον 15ο αιώνα. Αλλά ποια ξεπερασμένη και ανυπόληπτη τυραννία χαρακτηρίζει την κοσμοθεωρία του: η Τσαρική ή η Σοβιετική; Πρόκειται μήπως, για την αιμομικτική σχέση μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους στην πρώτη περίπτωση ή την απαράδεκτη υποταγή της εκκλησίας στο κράτος στη δεύτερη; Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να πούμε πού τελειώνει ο ένας θεσμός και που ξεκινά ο άλλος.

Πριν από λίγες μέρες, ο υπεύθυνος του Υπουργείου Εξωτερικών (της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όχι του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου) δήλωσε ότι,

«συνεργάζεται στενά με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, κυρίως με το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων . . . ειδικά όταν όχι μόνο η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η Ορθοδοξία στο σύνολό της βρίσκονται υπό διωγμό».

Στην Ουκρανία μάλιστα, επέμεινε, οι ΗΠΑ:

«χρησιμοποιούν τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, σαν μια μαριονέττα . . . Είναι ήδη σαφές ότι θέλουν να υπονομεύσουν τη θέση της Ορθοδοξίας. Καταστρέφουν τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, την κανονική της επικράτεια, και προσπαθούν να αφαιρέσουν τον Λίβανο από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Στη Ρωσία, το κράτος δεν παρεμβαίνει στις υποθέσεις της εκκλησίας. Αλλά όταν άλλες χώρες παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των αδελφών Εκκλησιών της στον Ορθόδοξο κόσμο, το κράτος είναι προφανώς υποχρεωμένο να προστατεύσει τα συμφέροντα των ομόπιστων του και όσων ενστερνίζονται τις απόψεις αυτές».

Την επόμενη μέρα, ο πρόεδρος του Τμήματος (αυτή τη φορά των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της Εκκλησίας, όχι του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας) διατύπωνε μια παρόμοια θέση:

«σίγουρα, το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συναντήθηκε με τον σχισματικό ηγέτη στην Ουκρανία, ενώ δεν συναντήθηκε ούτε με τον επικεφαλής της κανονικής Εκκλησίας ή με μουσουλμάνους ή Ιουδαίους θρησκευτικούς ηγέτες, δείχνει για πολλοστή φορά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι προϊόν των ΗΠΑ, ένα πολιτικό κατασκεύασμα από την αρχή έως το τέλος. Δεν είναι κάτι που γεννήθηκε από τα σπλάχνα της εκκλησιαστικής ζωής. Πρόκειται για μια κατάσταση που δημιουργήθηκε από τους Αμερικανούς για να κάνει πράξη και πάλι τη γνωστή αρχή: «διαίρει και βασίλευε» . . .

Έτσι, η διαίρεση που είχε ήδη συμβεί σε πολιτικό επίπεδο έλαβε τώρα χώρα και στο εκκλησιαστικό, και το πρόσωπο που εφάρμοσε αυτό το αμερικανικό σχέδιο ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος. Η εξάρτησή του από την Αμερική είναι προφανής και παγκοίνως γνωστή. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν το κρύβει».

Θα πρέπει άραγε να νιώσουμε κάποιο είδος προσβολής για την πατερναλιστική και προστατευτική στάση του Λαβρόφ απέναντι στην παγκόσμια Ορθοδοξία; Θα πρέπει ίσως να νιώσουμε απογοήτευση από την απόφαση του Αλφέγιεφ να δεχτεί ένα βραβείο από τον Βλαντιμίρ Πούτιν για τη συμβολή του στις «διεθνείς σχέσεις» εκ μέρους του ρωσικού κράτους; Σύμφωνα με τον αρχηγό του Τμήματος των Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, το ρωσικό κράτος «ασχολείται όλο και περισσότερο με την προστασία των ιερών ορίων της εκκλησίας μας». Δεν κατηγορώ κανέναν ούτε τον Αλφέγιεφ ούτε τον Λαβρόφ –πως θα μπορούσα να το κάνω άλλωστε. Είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο γαλουχήθηκαν να βλέπουν τον κόσμο.

Είναι ο τρόπος με τον οποίο προετοιμάζονται να βλέπουν τον κόσμο, και είναι ο τρόπος με τον οποίο περιμένουν και από όλους εμάς να βλέπουμε τον κόσμο. Υποψιάζομαι όμως, ότι οι περισσότεροι Ορθόδοξοι χριστιανοί θα ένιωθαν μάλλον άβολα από τη σκοτεινή μετατροπή της Ρωσικής Εκκλησίας σε ένα απλό φερέφωνο του ρωσικού κράτους.

Αυτό ωστόσο, που είναι ξεκάθαρο είναι ότι οι τυραννικές αρχές, τόσο της εκκλησίας (ο Πατριάρχης Κύριλλος), όσο και του κράτους (ο Πρόεδρος Πούτιν) εξακολουθούν να διατηρούν ακόμη τα στίγματα του αυτοκρατορικού παρελθόντος της Ρωσίας, ενώ τα δειλά πιόνια τους στην εκκλησία (ο Μητροπολίτης Αλφέγιεφ) και το κράτος (ο Υπουργός Λαβρόφ) επιβάλλουν πιστά την ανούσια κατήχηση του αυτοκρατορικού μηχανισμού.

Όπως είπε κάποτε ένας άλλος προπαγανδιστής: «Αν πει κανείς ένα ψέμα αρκετά μεγάλο, και συνεχίζει έπειτα να το επαναλαμβάνει, οι άνθρωποι τελικά θα το πιστέψουν . . . Γιατί η αλήθεια είναι ο θανάσιμος εχθρός του ψεύδους, και έτσι κατ’ επέκταση, η αλήθεια είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους». Δεν αποτελεί μυστικό, ότι το ρωσικό κράτος επιδιώκει να εκμεταλλευτεί και να πυροδοτήσει διαιρέσεις στο σώμα της Ορθοδοξίας, προκειμένου να προωθήσει το δικό του γεωπολιτικό πρόγραμμα.

Γι’ αυτό ο Πατριάρχης Κύριλλος ομολογεί απροκάλυπτα ότι «η εκκλησία αποτελεί ισότιμο συνομιλητή και έχει κοινούς στόχους με το κράτος» — παρά το γεγονός ότι το κόστος μιας τέτοιας ανίερης συμμαχίας σήμερα είναι δυνητικά πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε αναγκασμένη υποταγή της εκκλησίας κατά την περίοδο του κομμουνισμού. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον ανέντιμο λόγο — όχι για κάποιο υψηλό ανθρωπιστικό ιδανικό ή κάποια εκκλησιαστική αρχή — που ο Ρώσος Πρόεδρος και ο Ρώσος Πατριάρχης συνεργάζονται για την προώθηση της Ορθοδοξίας στα σλαβικά εδάφη. Το πρόβλημα δεν αφορούσε ποτέ πραγματικά στην Ορθοδοξία, αλλά μάλλον στην υπερβολική δύναμη του κράτους που εκμεταλλεύεται την εκκλησία, αφενός, και στην εκκλησία που κλίνει γόνυ ενώπιον του κράτους, αφετέρου. Διακρίνουν άραγε οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες το πρόσωπο του Πούτιν πίσω από το προσωπείο του Κυρίλλου στις  διάφορες δηλώσεις και ενέργειες της εκκλησίας;

Αναρωτιέμαι μερικές φορές, αν είναι ίσως περισσότερο αφόρητο για τη Μόσχα να αποδεχθεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παραχώρησε αυτοκεφαλία στην Ουκρανία μόνος του — με την ιδιαίτερη ιδιότητα του ως «πρώτος μεταξύ ίσων» μεταξύ των Ορθόδοξων προκαθημένων και διαθέτοντας την αποκλειστική δικαιοδοσία στην περίπτωση του εκκλήτου, δηλαδή των προσφυγών άλλων εκκλησιών. Σε τελική ανάλυση, δεν παρείχαν οι επικριτές του Βαρθολομαίου καθόλου στοιχεία για τους αβάσιμους ισχυρισμούς τους σχετικά με την υποτιθέμενη επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Σε δημόσιες παρεμβάσεις, προσωπικές συνεντεύξεις, αλλά και κατ’ ιδίαν, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ανέφερε ούτε μια φορά τις ΗΠΑ σε σχέση με την αυτοκεφαλία στην Ουκρανία. Ίσως να αποτελεί μεγαλύτερο πλήγμα για την αλαζονεία της ρωσικής δήθεν υπεροχής ότι ο Πατριάρχης απλώς αποφάσισε πως ήταν δίκαιο και σωστό να ανταποκριθεί επιτέλους στο σχετικό αίτημα της Ουκρανίας, όπως συνέβη άλλωστε και στο παρελθόν όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε χορηγήσει αυτοκεφαλία σε κάθε άλλη εθνική εκκλησία — συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσικής. Ή ίσως πρόκειται για μια στιγμή αμηχανίας για τη Ρωσία όπου ένας πατριάρχης, ο Οικουμενικός, προφανώς δεν προσβλέπει σε καμία κρατική αρχή σε σχέση με τα εσωτερικά ή εξωτερικά ορθόδοξα θέματα, σε αντίθεση με άλλες εθνικές εκκλησίες — συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσικής.

Οι υπερασπιστές της Μόσχας αναφέρονται σε μια «συμφωνία» μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Αλλά και αυτό ακόμη αποτελεί μια εσφαλμένη αντίληψη για ένα ξεπερασμένο βυζαντινό πρότυπο. Το πραγματικό κίνητρο πίσω από τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους στη Ρωσία έχει να κάνει περισσότερο με ένα είδος μακιαβελισμού και ψυχολογικής εξάρτησης, όπου το κράτος χρησιμοποιεί την εκκλησία για να προωθήσει την αναθεωρητική και εκδικητική πολιτική του, ενώ από την πλευρά της, η εκκλησία χρησιμοποιεί το κράτος για να εκπληρώσει τις δικές της ηγεμονικές φιλοδοξίες.

Από αυτήν την άποψη, ίσως η ενότητα όλων των Ορθόδοξων δεν αποτελεί καν το πρωταρχικό μέλημα της εκκλησίας ή του κράτους στη Ρωσία. Τουναντίον, ο κύριος στόχος τους είναι αναμφισβήτητα η συμμόρφωση παρά η ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η διαμάχη δεν αφορούσε ποτέ στο πρωτείο και την αυτοκεφαλία, αλλά στο κατά πόσον η παγκόσμια Ορθοδοξία θα πρέπει να είναι υποτελής ή υπόλογη στα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας.

Ο στόχος δεν είναι στην πραγματικότητα η υπεράσπιση της κοινωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών — σε κάθε περίπτωση άλλωστε, η Μόσχα έχει αποδείξει ότι μπορεί να παρεμποδίσει απερίσκεπτα και να διακόψει απότομα την κοινωνία για καθαρά εκδικητικούς λόγους. Πρόκειται αντίθετα για το ξέπλυμα του ονόματος του Κρεμλίνου και τη διατήρηση του εθνοκεντρικού θρησκευτικού και πολιτιστικού συστήματος του «ρωσικού κόσμου».

Όταν ο Ιλαρίων και ο Λαβρόφ καταδικάζουν το ρατσιστικό παρελθόν της Αμερικής, την ίδια στιγμή αγνοούν πόσο πρόθυμη είναι η Αμερική να συζητήσει τέτοιες πληγές στο πεδίο του δημόσιου χώρου. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς το ίδιο για τη Ρωσία; Ο κόσμος μαρτυρεί καθημερινά τις βίαιες συνέπειες της διαμαρτυρίας ή της διαφωνίας στη Ρωσία. Παραφράζοντας τα λόγια ενός Αμερικανού πολιτικού: ο ρωσικός σοβινισμός είναι «ο θάνατος της ψυχής. Είναι η οργάνωση της απόλυτης συμμόρφωσης — εν συντομία της τυραννίας — με τη δέσμευση να επιβάλλει την τυραννία  αυτή παντού».

Υπάρχει λοιπόν πράγματι ένας σκοπός και πρόθεση στα λόγια του Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ. Είναι ο ίδιος σκοπός και πρόθεση που διαποτίζει τα λόγια του Σεργκέι Λαβρόφ. Ο μητροπολίτης Ιλαρίων και οι κρατικοί προστάτες του ενδιαφέρονται περισσότερο για ένα θέαμα συμμόρφωσης παρά για ένα πνεύμα ενότητας. Απλά εκείνο που δεν μπορούμε πλέον να διακρίνουμε είναι ποιος μιλάει σε κάθε περίπτωση…