Άνγκελα Μέρκελ: Το όραμα, τα πεπραγμένα & η κληρονομιά της «σιδηράς κυρίας» (Photos)

Όταν τον Σεπτέμβριο του 2005, η ευρέως άγνωστη Άνγκελα Μέρκελ εκλεγόταν για πρώτη φορά καγκελάριος, το iPhone δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει, κάτοικος του Λευκού Οίκου ήταν ο Τζορτζ Μπους, ο πόλεμος στο Ιράκ μαινόταν, o Πάπας Ιωάννης Παύλος είχε μόλις πεθάνει και η Lehman Brothers ήταν μία ισχυρή, πλήρως λειτουργική αμερικανική επενδυτική τράπεζα.

Μετά από 16 χρόνια, τέσσερις Αμερικανούς προέδρους, εννέα Ιταλούς πρωθυπουργούς και περίπου 100 ευρωπαϊκές συνόδους, η Άνγκελα Μέρκελ λέει auf Wiedersehen στην καγκελαρία και την πολιτική.

Για τους λάτρεις της στατιστικής, η «Άντζι» ήταν από την αρχή, και παρέμεινε έως τέλους, ένα φαινόμενο. Μια γυναίκα από την Ανατολική Γερμανία που κλήθηκε να διαχειριστεί τις μεγαλύτερες κρίσεις της Δύσης. Ήταν η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας. Η πρώτη που πραγματοποίησε «εθελούσια έξοδο» από την εξουσία. Και, αν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού τραβήξουν μετά τις 26 Σεπτεμβρίου, θα γίνει η μακροβιότερη καγκελάριος, ξεπερνώντας τη θητεία του ίδιου του μέντορά της Χέλμουτ Κολ.

Για χρόνια ήταν πολλοί αυτοί που αναρωτιούνταν αν η ευρωζώνη θα διαλυόταν στη θητεία τής Μέρκελ. «Αν το ευρώ αποτύχει, αποτυγχάνει και η Ευρώπη» είχε προειδοποιήσει η Μέρκελ όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση που προκάλεσε ασφυκτική πίεση σε ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της ενοποιημένης Ευρώπης.

Ελάχιστοι εκτός Γερμανίας τη γνώριζαν όταν έγινε καγκελάριος και λιγότεροι μπορούσαν να διανοηθούν πώς και πόσο θα διαμόρφωνε την παγκόσμια πολιτική. Κάποιοι εγκωμίασαν το ήπιο, ψύχραιμο, συναινετικό πολιτικό στιλ της. Άλλοι επέκριναν την έλλειψη τόλμης και τις αντιφάσεις στη διακυβέρνησή της. Krisenmanagerin, διαχειρίστρια των κρίσεων, πραγματίστρια, αλλά χωρίς πολιτικό όραμα. Παρότι χαρακτηρίστηκε «καγκελάριος για το κλίμα» λόγω των περιβαλλοντικών εξαγγελιών της,  η Γερμανία παραμένει η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα λιγνίτη. Παρότι το 2015 άνοιξε τις πόρτες σε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, κυρίως από τη χειμαζόμενη Συρία, η χώρα είδε έξαρση του εθνικιστικού αισθήματος που έστειλε την ακροδεξιά ακόμη και στη Bundestag.

Ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ και η νεοδιορισθείσα υπουργός του, κατά τη διάρκεια συνεδρίου του CDU τον Δεκέμβριο του 1991 στη Δρέσδη – Πηγή φωτογραφίας: Michael Jung/picture alliance via Getty Images
Ανέλαβε τα ηνία της «ατμομηχανής» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μια περίοδο γεωπολιτικά ταραγμένη και απαιτητική, όπου οι απανταχού δημοκρατίες σειστηκαν βαθιά από μια σειρά ιστορικών γεγονότων -από τον ηχηρό απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων τζιχαντιστών στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου, την επιθετικότητα της Ρωσίας, τη ραγδαία επάνοδο της Κίνας ως υπερδύναμης και την αποτυχημένη προσπάθεια «δυτικοποίησης» του μουσουλμανικού κόσμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν που έληξε άδοξα προ ημερών με την πλήρη απόσυρση των δυτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν και την κατάληψη της χώρας εκ νέου από τους Ταλιμπάν έως το Brexit, την ταραχώδη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, την άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλές χώρες, τις ακραίες θεομηνίες από την κλιματική αλλαγή, την παγκόσμια οικονομική κρίση- που δοκίμασαν την αυτοπεποίθηση πολλών ηγετών, τις αντοχές πολλών εθνών και τη συνοχή πολλών συμμαχιών. Και η Μέρκελ, μία φυσικός που μέχρι τις αρχές του ’90 πάλευε με αριθμούς, καμπύλες και πίνακες, απέδειξε την αντοχή, την αποτελεσματικότητα, αν όχι την ηγεμονία της στις περισσότερες των προκλήσεων, αποκτώντας τον προσωνύμιο της «σιδηράς κυρίας».

«Η Άνγκελα Μέρκελ ήρθε να ενσαρκώσει μια ισχυρή και σταθερή Γερμανία, που αυτοπροβάλλεται ως η κολώνα της Ευρώπης μέσω των κρίσεων μιας και πλέον δεκαετίας. Ωστόσο, ο “Μερκελισμός” δεν είναι πια βιώσιμος. Η Μέρκελ ίσως διαχειρίστηκε επιδέξια το στάτους κβο στην ήπειρο, ωστόσο οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει τώρα η Ευρώπη -πανδημία, κλιματική αλλαγή, γεωπολιτικός ανταγωνισμός- απαιτούν ριζοσπαστικές λύσεις, όχι επιφανειακές αλλαγές. Η Ε.Ε χρειάζεται μια οραματίστρια Γερμανία» υποστηρίζει ο Πιοτρ Μπουράς, εκ των συγγραφέων της έκθεσης του think tank European Council on Foreign Relations (ECFR).

Ωστόσο, η Μέρκελ αφήνει πίσω της μια περίπλοκη κληρονομιά. Μια κληρονομιά που, προτού κριθεί από την ιστορία, αποτιμάται προσώρας από αναλυτές, δημοσιογράφους, πολιτικούς και κοινή γνώμη,

Οικονομική κρίση

Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 καταρρέει η Lehman Brothers κλονίζοντας οικονομικά ολόκληρο τον πλανήτη. Λίγες μέρες μετά, καταρρέει και η γερμανική Hypo Real Estate. Η Μέρκελ, παρά την αρχική της άγνοια για την έκταση της ζημίας, αντέδρασε γρήγορα, με διαρκή ενημέρωση από τους ειδικούς και αποφάσεις. Με τα χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας να γίνονται όλο και πιο ακριβοθώρητα και τους Γερμανούς πολίτες αμήχανους και ανήσυχους να μαζεύουν τις οικονομίες τους στα σπίτια τους, η Μέρκελ εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες με τον τότε υπουργό Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ διαβεβαιώνοντας πως οι καταθέσεις των πολιτών ήταν ασφαλείς και εξασφαλίζοντας νωρίς από το γερμανικό κοινοβούλιο πακέτο διάσωσης 480 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις τράπεζες.

Παρότι το ΑΕΠ έπεσε κατά 5,7% το 2009, η ανεργία δεν ανέβηκε. Κι εκείνη η επιτυχία παγίωσε τη φήμη της Μέρκελ ως ικανής διαχειρίστριας κρίσεων.

Το οικονομικό αυτό σοκ, ωστόσο, έβαλε φρένο στα σχέδια της Μέρκελ για μεταρρυθμίσεις. Παρότι ο δρόμος προς την καγκελαρία ήταν σπαρμένος από νεοφιλελεύθερες εξαγγελίες, η «μαμά» προστάστατευσε τον φοβισμένο λαό της, ενισχύοντας το κράτος πρόνοιας με κατώτατο μισθό, καλύτερες συντάξεις για τις γυναίκες που είχαν αφήσει την αγορά εργασίας για να μεγαλώσουν παιδιά και γονικές παροχές, καθώς και εγκαινιάζοντας το πρόγραμμα απόσυρσης «μετρητά-για-σακαράκες» (cash-for-clunkers) που υποστήριζε τις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων στο πλαίσιο ενίσχυσης της οικονομίας, αλλά και το πρόγραμμα Kurzarbeit, ένα σύστημα ασφάλισης ανέργων.

Η πολιτική αυτή αποδείχτηκε επωφελής και για τον λαό και για την ίδια που επανεξελέγη για δεύτερη θητεία. Όμως, όπως σχολιάζει το Spiegel «η καγκελάριος απέτυχε να ξεκινήσει μια συζήτηση για τις βαθύτερες αιτίες της οικονομικής κρίσης σε καιρούς τρομακτικούς. Διαχειρίστηκε την κρίση νομισματικά και τεχνοκρατικά, αλλά όχι διανοητικά και συναισθηματικά. Πολλοί δεν κατάλαβαν γιατί η κυβέρνηση έσωσε τις τράπεζες από τη κρίση που οι ίδιες δημιούργησαν, κάτι που τους έκανε να βλέπουν με δυσπιστία την πολιτική».

Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ και η Άνγκελα Μέρκελ απολαμβάνουν μια κρύα μπύρα στο ιστορικό παραθαλάσσιο θέρετρο Χαϊλιγκενταμ όπου πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2007 η σύνοδος των G8 – Πηγή φωτογραφίας: AP Photo/Christophe Ena

Η ευρωπαϊκή κρίση

Για χρόνια ήταν πολλοί αυτοί που αναρωτιούνταν αν η ευρωζώνη θα διαλυόταν στη θητεία τής Μέρκελ.

«Αν το ευρώ αποτύχει, αποτυγχάνει και η Ευρώπη» είχε προειδοποιήσει η Μέρκελ όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση που προκάλεσε ασφυκτική πίεση σε ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της ενοποιημένης Ευρώπης.

Με τη Μέρκελ στο τιμόνι, η χώρα με την ισχυρότερη οικονομία στο μπλοκ ανέλαβε ρόλο ηγέτη στην Ευρώπη, από τη μία επιβάλλοντας σκληρή λιτότητα και μεταρρυθμίσεις σε χώρες με σοβαρό χρέος όπως η Ελλάδα, από την άλλη εγκρίνοντας εκτεταμένη ευρωπαϊκή βοήθεια.

Όπως συνήθιζε, η Μέρκελ προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα συναινετικά και λογιστικά, ικανοποιώντας τις χώρες με υπέρογκα χρέη, τους Γερμανούς με την γνωστή τους τάση στην οικονομία, τις παγκόσμιες αγορές, τους ηγέτες και τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, τους πρωθυπουργούς του ευρωπαϊκού νότου που την κατηγορούσαν για έλλειψη αλληλεγγύης, τη γερμανική αντιπολίτευση, αλλά και τους δικούς της Χριστιανοδημοκράτες που την επέκριναν πως αμελούσε τα γερμανικά συμφέροντα.

Η ευρωζώνη κατάφερε να μη διαλυθεί, όμως η Ευρώπη μοιάζει να έχασε μια ιστορική ευκαιρία ανασύνταξης και επαναπροσδιορισμού: Η Βρετανία δεν είναι πια μέλος της Ένωσης, ο λαϊκισμός και η ακροδεξιά κέρδισε έδαφος τουλάχιστον στην περίπτωση Ουγγαρίας και Πολωνίας, τα νέα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα όπως η κοινή αμυντική πολιτική πάγωσαν και περισσότερο από ποτέ τα εθνικά «εγώ» σκιάζουν το ευρωπαϊκό ιδεώδες.

Παθιασμένη φίλαθλος της Εθνικής Γερμανίας η Μέρκελ πανηγυρίζει δίπλα στον Νοτιοαφρικανό πρόεδρο το γκολ του Τόμας Μίλερ κόντρα στην Αργεντινή, στο πλαίσιο του Μουντιάλ του 2010 – Πηγή φωτογραφίας: AP Photo/Gero Breloer

Οικονομική ανάπτυξη

Από το 2005, το γερμανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει αυξηθεί δύο φορές πιο γρήγορα απ’ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Ιαπωνία και τη Γαλλία. Ο αριθμός των ανέργων στη Γερμανία, από πάνω από 5 εκατομμύρια το 2005, έχει μειωθεί σε κάτω από 2,6 εκατ. σήμερα.

Σήμερα, οι Γερμανοί μπορούν να απολαμβάνουν αυτό που ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικών ερευνών στο ING αποκαλεί δεύτερο Wirtschaftswunder, οικονομικό θαύμα. Με την ανεργία κοντά σε χαμηλό εικοσαετίας, περίπου το 70% των Γερμανών δηλώνουν ικανοποιημένοι με την οικονομική τους κατάσταση.

Βεβαίως, όπως σημειώνει στους Financial Times ο Νέβιλ Χιλ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Credit Suisse, η επιτυχία αυτή δεν πιστώνεται εξ’ολοκλήρου στη Μέρκελ καθώς το δρόμο προς το «δεύτερο οικονομικό θαύμα» είχε προλειάνει με τις μεταρρυθμίσεις του ο προκάτοχός της, Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Τα μίντια είχαν σκαρφιστεί τον όρο «Μερκοζί» λόγω της καλής συνεργασίας της Μέρκελ με τον Γάλλο τότε πρόεδρο, Νικολά Σαρκοζι, ο οποίος εδώ την υποδέχεται στο Ελιζέ εν όψει των εκδηλώσεων της Ημέρας Ανακωχής, τον Νοέμβριο του 2009 – Πηγή φωτογραφίας: AP Photo/Christophe Ena

Πούτιν, Κίνα, εξωτερική πολιτική

«Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν για την καγκελαρία μια ακανθώδης περίπτωση την τελευταία και πλέον δεκαετία, όμως δεν υπήρξε ποτέ τόσο ισχυρός ή επικίνδυνος όσο ο Πούτιν» σημειώνει το Spiegel.

Και πράγματι, η Μέρκελ που ήξερε το ανατολικό μπλοκ καλά από την «πρώτη» της ζωή και μιλούσε ρωσικά, έμελλε να γίνει ο δραπραγματευτής της Δύσης με τη Ρωσία, προσπαθώντας να κρατά τον Πούτιν εντός δυτικών αξιών.

Πίεσε τον Πούτιν να διερευνήσει τη δολοφονία της επικρίτριας της κυβέρνησης Άννα Πολιτκόφσκαγια. Συναντήθηκε με τον Δαλάι Λάμα, εκπρόσωπο των Θιβετιανών που υφίσταντο βάναυση καταπίεση από την Κίνα. Επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να κρατήσει Ουκρανία και Ρωσία στο τραπέζι του διαλόγου.

Όμως, ο Πούτιν είτε από τη θέση του προέδρου είτε του πρωθυπουργού, δεν αποδείχτηκε εύκολη περίπτωση. Η Ρωσία κατηγορήθηκε πως δηλητηρίασε ή δολοφόνησε ορκισμένους επικριτές της. Ξεκίνησε ή συνέχισε πολέμους σε Γεωργία, Συρία και Ουκρανία. Προσάρτησε την Κριμέα. Διεξήγε κυβερνοεπιθέσεις – μεταξύ αυτών και στο γερμανικό κοινοβούλιο όπου βρισκόταν το γραφείο της Μέρκελ.

Η Γερμανίδα καγκελάριος, παρόλα αυτά και κόντρα στην οργή των ΗΠΑ, παρέμεινα εμμονικά πιστή στα σχέδια κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, από τη Ρωσία στη Γερμανία. Ενέκρινε κυρώσεις κατά της Ρωσίας μόνο σε μικρές δόσεις. Και ακόμη και μετά τη δηλητηρίαση του ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, η πολιτική του κατευνασμού υπερίσχυσε των διακηρύξεών της περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Η σχέση με τον Ρώσο ηγέτη ήταν ο πιο σημαντικός ρόλος που έπαιξε η Μέρκελ στη διεθνή πολιτική» αναφέρει το Spiegel. Εδώ ο Βλαντίμιρ Πούτιν ξεναγεί σε ρωσο-γερμανική έκθεση στο Ερμιτάζ την καλεσμένη του,τον Ιούνιο του 2013 – Πηγή φωτογραφίας: AP Photo/Anatoly Maltsev

Η μεταστροφή της στην εξωτερική πολιτική κόντρα στις πρότερες διακηρύξεις της, ήταν ακόμη πιο προφανής στην περίπτωση της Κίνας – λόγω μεγάλης εξάρτησης των γερμανικών εξαγωγών.

«Η Καγκελάριος συνέχισε την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων: Επικεντρωμένη, επαγγελματικη, χωρίς μεγάλες χειρονομίες, με καλές σχέσεις με όλες τις πλευρές όπου ήταν εφικτό και πάντα με επίκεντρο το οικονομικό συμφέρον της Γερμανίας» σχολιάζει ο Κριστόφ Χάσελμπαχ της Deutsche Welle.

Η στάση αυτή απέδωσε καρπούς: Οι εμπορικές σχέσεις με την Κίνα αναπτύχθηκαν ραγδαία. Όχι όμως δίχως κόστος. Η Μέρκελ δεν δέχτηκε ποτέ ξανά στην καγκελαρία τον Δαλάι Λάμα, η πίεσή της για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξασθένησε και οι επικρίσεις της προς το Πεκίνο αποδείχτηκαν τουλάχιστον χλιαρές.

«Η εξωτερική πολιτική είναι ένα πεδίο ευκολότερο να αναγνωρίσει κανείς άλλο ένα μοτίβο από το στιλ ηγεσίας της Μέρκελ: Ιδεαλιστικά ξεκινήματα που συχνά ακολουθούνται από στροφή 180 μοιρών και εγκατάλειψη των ίδιων των δικών της αρχών. Ήταν συχνά πρόθυμη να γυρίσει την πλάτη της στα δικά της εγχειρήματα και να ματαιώσει τις αντίστοιχες πεποιθήσεις» αναφέρει το Spiegel.

Στην καγκελαρία της συνεργάστηκε με τέσσερις Αμερικανούς προέδρους και παράμεινε αφοσιωμένη στην διατλαντική συμμαχία, ακόμη και σε δυσχερείς καιρούς, ιδίως κατά τη θητεία του πρόεδρου Τραμπ. Είχε, μάλιστα, συμβουλεύσει τον τότε πρόεδρο Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ, κάτι στο οποίο αντιτίθετο η συντριπτική πλειονότητα του γερμανικού λαού.

Καθώς, όμως, οι ΗΠΑ επικεντρώνονταν γεωπολιτικά ολοένα και περισσότερο στην Ασία, σταδιακά επήλθε μία χαλάρωση στις σχέσεις των δύο χωρών. Κατά τη θητεία Ομπάμα -ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είχε χαρακτηρίσει τη Μέρκελ ως την πιο σημαντική εταίρο στην εξωτερική πολιτική- αποκαλύφθηκε πως οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κατασκόπευαν την καγκελάριο για χρόνια. «Κατασκοπία μεταξύ φίλων, αυτό είναι απαράδεκτο» είχε πει τότε οργισμένη.

Η τεταμένη σύνοδος των G7 το 2018 στο Σαρλεβουά του Καναδά συμπυκνώνεται σε μία και μόνο εικόνα, με τη Μέρκελ δυναμική και αποφασισμένη απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ και τo δόγμα του America First. Την καγκελάριο πλαισιώνουν, μεταξύ άλλων, ο Ιάπωνας τότε πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε, η μισοκρυμμένη Τερέζα Μέι, ο Εμανουέλ Μακρόν – Πηγή φωτογραφίας: Jesco Denzel /Bundesregierung via Getty Images

Προσφυγικό

Για πολλούς αναλυτές, ωστόσο, η πιο καθοριστική στιγμή της πολιτικής της καριέρας ήρθε το 2015, όταν πλήθη προσφύγων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν μαζικά από τον εμφύλιο της Συρίας, έφταναν με τα πόδια ή μέσω θαλάσσης στην Ευρώπη.

Σε μια πρωτοβουλία ασυνήθιστη για την πάντα «λογιστική» Γερμανία, η Μέρκελ άνοιξε τις πόρτες της χώρας, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες της της πως “Wir schaffen das”, θα τα καταφέρουμε.

«Είναι στη σωστή πλευρά της ιστορίας» είχε πει τότε ο Ομπάμα. Κάτι, όμως, που δεν συμμερίζονταν όλοι.

Στη Γερμανία, κάποιοι περήφανα επαίρονταν για την Willkommenkultur, την κουλτούρα υποδοχής της πατρίδας τους που ενσάρκωνε πλέον η Άνγκελα Μέρκελ. Από την άλλη, η υποδοχή ενός εκατομμυρίου προσφύγων και αιτούντων άσυλο ερέθισε το εθνικιστικό αίσθημα πολλών που βρήκαν καταφύγιο οργής στο  ξενοφοβικό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) που σύντομα έγινε το  πρώτο ακροδεξιό κόμμα που μπαίνει στο γερμανικό κοινοβούλιο μετά το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Μέρκελ έγινε η προσωπικότητα της χρονιάς εκείνης για το περιοδικό Time που τη χαρακτήριζε «Καγκελάριο του ελεύθερου κόσμου». Όμως, η πολιτική αυτή δεν έμελλε να μακροημερεύσει. Ως συνήθως, η λογική υπερίσχυσε του συναισθήματος και η Μέρκελ, πιεζόμενη, εκβιαζόμενη, τρομοκρατούμενη πολλές φορές από την αντιπολίτευση και ιδίως από τον λαϊκιστή εταίρο του «αδελφού» κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών (CDU) και τότε πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Χορστ Ζεεχόφερ, υπέκυψε στην ξενοφοβία και τον σκεπτικισμό, επιλέγοντας να συγκρατήσει το πολιτικό κόστος για την επανακλογή της.

H τότε γενική γραμματέας του CDU και ο πρόεδρος του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, τον Ιανουάριο του 2000, στο ίδρυμα Κονραντ Αντενάουερ για τα σκάνδαλο των μαύρων ταμείων του κόμματος – Πηγή φωτογραφίας: Michael Jung/picture alliance via Getty Images

Κλιματική αλλαγή

«Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι, κατ’εμέ, ένα από τα πιο σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα» έλεγε εν έτει 1995 σε συνέντευξή της στη Deutsche Welle η τότε υπουργός Περιβάλλοντος Άνγκελα Μέρκελ.

Δέκα χρόνια μετά, ως η νεότερη και πρώτη γυναίκα καγκελάριος, η Μέρκελ έθεσε το περιβάλλον στις προτεραιότητες της κυβερνητικής ατζέντας, χαρακτηριζόμενη «καγκελάριος για το κλίμα».

Μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, το 2011, η Μέρκελ πήρε την ξαφνική απόφαση να κλείσει τις εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας της χώρας, στρεφόμενη στη λεγόμενη «Energiewende», ή τη ενεργειακή μετάβαση.

Ωστόσο, η αλλαγή αυτή πλεύσης προκάλεσε κατά τη διάρκεια της μετάβασης μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από τον άνθρακα ενώ η χώρα αγωνιζόταν να αυξήσει την παραγωγή αιολικής ή ενέργειας βιομάζας.

Η κυβέρνηση Μέρκελ επικρίθηκε έντονα για την προστασία των αυτοκινητοβιομηχανιών, κομβικού τομέα για τη γερμανική οικονομία, σε βάρος των μεταρρυθμίσεων για τη ρύθμιση των εκπομπών αερίων, αλλά και για την άρνησή της να οριστικοποιήσει το 2038 ως τελική προθεσμία για την εγκατέλειψη του άνθρακα.

Τον περασμένο Απρίλιο, σε μια ταπεινωτική απόφαση κατά του σχεδίου – κορωνίδα της κυβέρνησης για την προστασία του περιβάλλοντος, το Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε εντολή στον κυβερνητικό συνασπισμό να καταρτίσει βελτιωμένο σχέδιο.

Κάπως έτσι, η κυβέρνηση προώθησε στόχους περικοπής των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 65% έως το 2030, αντί για 55% που ήταν ο πρότερος στόχος.

Παρά τον γνωστό φόβο της για τα σκυλιά, ο Πούτιν έφερε, σε διμερή συνάντησή τους στο Σότσι τον Ιανουάριο του 2007, το λαμπραντόρ του, Κόνι σε μία προσπάθεια να την εκφοβίσει, όπως υποστήριξε η Μέρκελ – Πηγή φωτογραφίας: ΑP Photo/Mikhail Metzel

«Όταν βλέπω την κατάσταση, κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχουμε κάνει αρκετά για το περιβάλλον. Ο χρόνος πιέζει. Μπορώ να καταλάβω την ανυπομονησία των νέων», είχε παραδεχτεί η Μέρκελ τον Ιούνιο.

Τους τελευταίους μήνες της θητείας της, έμελλε να γίνει μάρτυρας της πιεστικής πραγματικότητας,πως η κλιματική αλλαγή δεν αφορά μόνο τους άλλους, αλλά και τη Γερμανία. Η θερμοκρασία σε μια χώρα όπου ο υδράργυρος είναι σταθερά χαμηλά, εκτοξεύτηκε, ενώ οι φονικές πλημμύρες σάρωσαν πόλεις, ζωές και βιος στη δύση.

Πανδημία

Στο τέλος της τέταρτης και τελευταίας θητείας της, η συγκυρία αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη για την καγκελάριο. Η γυναίκα που είχε αποδειχτεί ειδήμων στη στρατηγική και τη διαχείριση της εξουσίας, που παρέμενε ψύχραιμη, συναινετική, πραγματίστρια μπροστά στο πρόβλημα, που κατάφερε να ξεπεράσει επιτυχώς κάποιους από τους δυσκολότερους σκοπέλους μεταπολεμικά, έμοιαζε να στέκει ανήμπορη μπροστά στην τελευταία και μεγαλύτερη πρόκληση, εκείνη της πανδημίας.

Παρότι κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης ήταν σαφής και συγκεκριμένη, αργότερα η σαφήνεια αυτή έδωσε τη θέση της σε ένα «κολάζ» περιορισμών βάσει ανόδου και πτώσης αριθμών που οι πολίτες δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν.

Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους ηγέτες που εμφανίστηκαν διστακτικοί ή αναποφάσιστοι καθώς η επιστημονική έρευνα προχωρούσε αποκαλύπτοντας βήμα βήμα τη φύση του ιού, η Μέρκελ επέμεινε από την αρχή σε μια προσέγγιση με γνώμονα την επιστήμη και τις εκτιμήσεις των ειδικών. Και παρά τις όποιες αστοχίες, ολιγωρίες και ασάφειες, η πλειονότητα των Γερμανών φαίνεται πως και σ’αυτό ενέκρινε τους χειρισμούς της «μαμάς» (Mutti) Μέρκελ.

Η κληρονομιά

Μεταξύ των Γερμανών καγκελαρίων, ο Κόνραντ Αντενάουερ έχει μείνει στη συλλογική μνήμη γιατί οδήγησε τη Δυτική Γερμανία στο Νάτο. Ο Χέλμουτ Κολ ως «πατέρας» της γερμανικής ενοποίησης, ο Βίλι Μπραντ ως ο «συμφιλιωτής» με την Ανατολή  (Ostpolitik). Ποια είναι, όμως, η ιστορική κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ;

«Νομίζω πως η πιο σπουδαία κληρονομιά της Μέρκελ είναι απλώς αυτή, πως σε καιρούς παγκόσμιων κρίσεων που αποτέλεσαν υπαρξιακές απειλές και έθεσαν εν αμφιβολω την παγκόσμια τάξη πραγμάτων όπως την ξέραμε, εξασφάλισε σταθερότητα» σημειώνει ο Ραλφ Μπόλμαν, βιογράφος της Μέρκελ και δημοσιογράφος στην κυριακάτικη Frankfurter Allgemeine.

«Οι πραγματικές συνέπειες θα φανούν τα προσεχή χρόνια: Η κυριαρχία της Κίνας στη διεθνή σκηνή. Οι ολοένα και πιο δραστικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Μια Ευρώπη που συνθλίβεται σε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλελευθερισμού και μη. Οι νέες προσφυγικές ροές που προκύπτουν από τις ανεπίλυτες συγκρούσεις στον κόσμο. Μπροστά σε τέτοιες προκλήσεις, η εποχή Μέρκελ ίσως γρήγορα θεωρηθεί μια περίοδος ηρεμίας που σύντομα θα νοσταλγούμε» εκτιμά ο Ντιρκ Κουρμπγιουβάιτ στο Spiegel.

«Η ιστορική ανάλυση δεν είναι για μένα» έχει αναφέρει η 67χρονη Μέρκελ, επιμένοντας πως την πορεία της πρέπει να την κρίνουν άλλοι, όχι η ίδια.

Παρόλα αυτά, μια μέρα του 2019, στο δημαρχείο της παράκτιας πόλης του Στράλσουντ, με τις αποφάσεις προφανώς ειλημμένες, αλλά μακριά ακόμα από την υλοποίησή τους, η Μέρκελ έκανε τη χάρη στους δημοσιογράφους να απαντήσει – κατά κάποιο τρόπο. Στο τι θα ήθελε να διαβάζουν τα παιδιά για εκείνη στα βιβλία ιστορίας πενήντα χρόνια από σήμερα, η απερχόμενη καγκελάριος αποκρίθηκε λιτά και συναισθηματικά: «Πως προσπάθησα…»

lifo.gr