Άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ, μένουν τα προβλήματα στο εμπόριο

Αναστεναγμούς ανακούφισης προκάλεσε χθες στον εμπορικό κόσμο ανά την υφήλιο η είδηση ότι άρχισε και πάλι η ελεύθερη ροή στη διώρυγα του Σουέζ, που είχε διακοπεί επί έξι ημέρες. Το μεσημέρι απεγκλωβίστηκε το «Ever Given», που είχε προσαράξει ίσως στο σημαντικότερο θαλάσσιο πέρασμα στον κόσμο για το παγκόσμιο εμπόριο και την εφοδιαστική αλυσίδα.

Η μερική μετατόπισή του είχε ήδη γίνει γνωστή από το πρωί, αλλά η διαδικασία ολοκληρώθηκε το μεσημέρι, οπότε και άρχισε να κινείται το κονβόι των τουλάχιστον 400 πλοίων που είχαν σχηματίσει ουρά επί έξι ημέρες. Σύμφωνα μάλιστα με τον υπουργό Ναυτιλίας, 16 από τα πλοία αυτά ήταν ελληνικά. Αυτόματη αντίδραση της αγοράς ήταν η άμεση υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου, με το Brent να υποχωρεί κατά 0,6% στα 63,28 δολάρια το βαρέλι και το αργό Δυτικού Τέξας να σημειώνει πτώση 2,2% στα 59,66 δολάρια το βαρέλι.

Η ευχάριστη είδηση για τον επιχειρηματικό κόσμο και προπαντός για το παγκόσμιο εμπόριο, του οποίου το 12% με 13% διέρχεται από τη διώρυγα, δεν συνεπάγεται, πάντως, πως λύνονται ως διά μαγείας τα προβλήματα της ναυσιπλοΐας και των θαλάσσιων μεταφορών, πολλά από τα οποία προϋπήρχαν και παραμένουν ανεξάρτητα από το τι συνέβη στο Σουέζ. Πολλά λιμάνια ανά τον κόσμο και ιδιαιτέρως των ΗΠΑ και της Ασίας με μεγάλη εμπορική κίνηση παρουσιάζουν πρόβλημα συνωστισμού των πλοίων εδώ και μήνες εξαιτίας των όσων έχει προκαλέσει η πανδημία.

Αιτία ήταν η εκτίναξη που σημείωσε η ζήτηση για προϊόντα το δεύτερο εξάμηνο του περασμένου έτους, όταν η προσδοκία για τα εμβόλια καλλιέργησε αισιοδοξία για την επιστροφή σε κάποιας μορφής κανονικότητα. Δεδομένου, άλλωστε, ότι η ανάκαμψη παρουσίαζε μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές, υπήρξε ανεπάρκεια εμπορευματοκιβωτίων ιδίως στα δρομολόγια ανάμεσα στα εμπορικά λιμάνια της Κίνας και των ΗΠΑ.

Περίπου 50% των εμπορευματοκιβωτίων σε παγκόσμιο επίπεδο ανήκουν σε 10 μεγάλες ναυτιλιακές ενώ τα υπόλοιπα νοικιάζονται στις μεταφορικές εταιρείες. Τους τελευταίους μήνες έχουν υπάρξει επανειλημμένως καταγγελίες κατά μεταφορικών εταιρειών που προτιμούν να επιστρέφουν τα εμπορευματοκιβώτια άδεια στα λιμάνια της Ασίας αντί να τα γεμίσουν με αμερικανικά προϊόντα, καθώς στα ασιατικά λιμάνια θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Από τον Φεβρουάριο διεξάγει σχετικές έρευνες η ομοσπονδιακή επιτροπή ναυσιπλοΐας των ΗΠΑ.

Η πανδημία οδήγησε, εξάλλου, σε αισθητή μείωση των λιμενεργατών ανά τον κόσμο, όπως και ανεπάρκεια οδηγών φορτηγών. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα wordsnewsera, από την αρχή του έτους το παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο είχε φτάσει στα όρια της κατάρρευσης και οι κραδασμοί στο σύστημα είχαν αρχίσει να μεταφέρονται στην Ευρώπη. Σχετικό ρεπορτάζ του CNN αναφέρεται ειδικότερα στην αύξηση που έχει σημειώσει ο ναύλος για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων επικαλούμενο στοιχεία της S&P Global Panjiva. Η εν λόγω εταιρεία τονίζει πως τον Φεβρουάριο ο όγκος των προϊόντων που εισήχθησαν στις ΗΠΑ διά θαλάσσης ήταν σχεδόν 30% αυξημένος σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Όπως σημειώνει, τον Φεβρουάριο το κόστος της θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων με αμερικανικά προϊόντα είχε εκτιναχθεί συνολικά στα 5,2 δισ. δολάρια ενώ την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους ήταν μόλις 2 δισ. δολάρια. Και βέβαια, δεν παραλείπει να τονίσει ότι αυτή η αύξηση του κόστους μεταφοράς θα μεταφερθεί στις τιμές καταναλωτή και θα εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις επιταχύνοντας ενδεχομένως τη στροφή της Federal Reserve σε πιο περιοριστική νομισματική πολιτική.

Μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο, ο Μπομπ Μπίστερφελντ, διευθύνων σύμβουλος της C.H. Robinson, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες logistics στον κόσμο, υπογράμμισε πως δεν έχει ξαναδεί ποτέ πριν «τέτοια συγκυρία συνδυασμού προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες».

Και στο μεταξύ η συμβουλευτική McKinsey εκτιμά πως το κόστος των θαλάσσιων μεταφορών φορτίου θα παραμείνει αυξημένο για τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμη, καθώς η καταναλωτική ζήτηση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχουν εκλείψει οι δυσκολίες όπως φαίνεται στα λιμάνια της νότιας Καλιφόρνια. Τις τελευταίες ημέρες, στα λιμάνια του Λονγκ Μπιτς και του Λος Αντζελες παραμένουν σταθμευμένα 29 πλοία που περιμένουν να περάσουν και ο μέσος όρος αναμονής έχει αυξηθεί πλέον σε περισσότερο από μία εβδομάδα. Αιτία σε μεγάλο βαθμό οι ακυρώσεις μεγάλου αριθμού ταξιδιών που προκάλεσε πέρυσι η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεσή της.

Η πλέον δυσοίωνη πρόβλεψη αφορά, πάντως, το ενδεχόμενο ο απεγκλωβισμός του «Ever Given» να έχει, προσωρινά τουλάχιστον, παρενέργειες και στα λιμάνια της Ευρώπης. Μιλώντας στους Financial Times, αναλυτές της IHS Markit προέβλεψαν πως η απελευθέρωση της κίνησης στη διώρυγα «θα έχει ως αποτέλεσμα να συρρεύσει μαζικά στα λιμάνια της Ευρώπης ένα κύμα πλοίων που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια και να προκαλέσουν έτσι συνωστισμό, ασκώντας μεγάλες πιέσεις στις λιμενικές υποδομές».

kathimerini.gr