Η «αρκούδα» της ρωσικής επιστήμης και τεχνολογίας ξυπνά και πάλι

Αφού η επιστήμη, η έρευνα και η τεχνολογία αφέθηκαν να μαραζώνουν για αρκετά χρόνια στη μετασοβιετική Ρωσία, με συνέπεια η χώρα να νιώσει ότι μένει πίσω σε σχέση με αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα και διαβεβαίωσε ότι η καινοτομία αποτελεί πλέον μία από τις κορυφαίες εθνικές προτεραιότητες της χώρας του.

Το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων προσκλήθηκε στη Μόσχα και είχε την ευκαιρία, μαζί με άλλα πρακτορεία ειδήσεων και λοιπά μέσα ενημέρωσης από τη νοτιοανατολική Ευρώπη (Ιταλία, Σερβία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ), την Κίνα και την Ινδία, να πάρει μια μικρή γεύση από το νέο «πρόσωπο» της επιστήμης, έρευνας και τεχνολογίας στη Ρωσία.

Η χώρα φαίνεται να ανακτά την πλούσια κληρονομιά της σοβιετικής εποχής, όταν η επιστήμη και η τεχνολογία γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη και στήριξη. Ήδη υπάρχουν σαφή σημάδια ότι η «αρκούδα» της ρωσικής επιστήμης και έρευνας έχει ήδη ξυπνήσει ξανά, διεκδικώντας -με εξωστρέφεια πλέον- μια αναβαθμισμένη θέση στη διεθνή σκηνή.

O καθηγητής Μιχαήλ Φιλόνοφ, αντιπρύτανης του Εθνικού Πανεπιστημίου Eπιστήμης και Tεχνολογίας NUST MISIS της Μόσχας, ενός από τα κορυφαία ρωσικά πολυτεχνεία, το οποίο είχε την πρωτοβουλία της πρόσκλησης των ξένων δημοσιογράφων, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «τα σοβιετικά πανεπιστήμια ήσαν κλειστά στον έξω κόσμο και συχνά μυστικοπαθή, λόγω και των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της άμυνας. Επειδή η Ρωσία ήταν κλειστή έως πρόσφατα, δεν νοιαζόταν να κάνει επιστημονικές δημοσιεύσεις σε ξένα περιοδικά, που επηρεάζουν θετικά τις θέσεις των πανεπιστημίων στις διεθνείς κατατάξεις, κάτι που όμως πλέον αλλάζει».

Τόνισε ότι «η επιστήμη στη Ρωσία δεν είναι καθόλου χειρότερη από ό,τι στη Δύση, απλώς αναπτύχθηκε διαφορετικά. Κοιτάζουμε πια το μέλλον και κάνουμε μεγάλα βήματα προόδου». Επεσήμανε επίσης ότι «ο στόχος μας δεν είναι να φέρνουμε ολοένα περισσότερους ξένους φοιτητές στη Ρωσία, αλλά τους καλύτερους. Το ίδιο ισχύει και για την προσέλκυση ξένων ερευνητών υψηλού επιπέδου».

Σήμερα η μεγάλη Ρωσία δαπανά ετησίως για Έρευνα και Ανάπτυξη (R & D) περίπου το 1% του ΑΕΠ της, δηλαδή όσο και η μικρή Ελλάδα. Όμως σταδιακά η κυβέρνηση αυξάνει τις σχετικές επενδύσεις και για το 2018 έχει δεσμευθεί ότι θα διαθέσει 170 δισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 3 δισ. δολάρια) για βασική έρευνα, 25% περισσότερα από ό,τι το 2017. Το βασικό εργαλείο κρατικής χρηματοδότησης είναι τα ομοσπονδιακά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης (FCPIR) που ξεκίνησαν το 2002 και σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη το τρίτο από αυτά (2014-2020). H χρηματοδότηση ενός ερευνητικού προγράμματος κυμαίνεται από 15 έως 100 εκατομμύρια ρούβλια (200.000 έως 1,35 εκατ. ευρώ περίπου) για διάστημα δύο έως τριών ετών.

Ξεχωριστές επιχορηγήσεις δίνει στους ερευνητές το Ρωσικό Ίδρυμα Επιστημών, από πέντε έως 50 εκατ. ρούβλια ετησίως, ενώ υπάρχουν και άλλα προγράμματα με τα οποία το κράτος ενισχύει τους ερευνητές να φέρουν στην αγορά καινοτόμα προϊόντα, όπως το πρόγραμμα START για τη δημιουργία μικρών καινοτόμων επιχειρήσεων. Η κρατική επιχορήγηση στους πετυχημένους καινοτόμους ερευνητές-επιχειρηματίες μπορεί να φθάσει έως τα 300 εκατ. ρούβλια (4 εκατ. ευρώ).

Σύμφωνα με τον Μ.Φιλόνοφ, «το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι έως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα η Ρωσία έχει καταφέρει να δημιουργήσει παγκοσμίου επιπέδου ερευνητικές υποδομές, ενώ το πρόγραμμα ανάπτυξής τους συνεχίζεται. Τώρα πια η κυβέρνηση όλο και περισσότερο προσανατολίζεται στη συγχρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας από τον ‘καταναλωτή’, συχνά κάποια ιδιωτική εταιρεία, και την ίδια στιγμή ο καταναλωτής των ερευνητικών αποτελεσμάτων εγγυάται στο κράτος ότι θα υλοποιηθούν τα αποτελέσματα αυτά».

Όπως είναι αναμεμόμενο, σταδιακά αυξάνονται οι δημοσιεύσεις ρώσων ερευνητών σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και υπερδιπλασιάσθηκαν μεταξύ 2006-2016. Η Ρωσία πλέον βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα των χωρών διεθνώς σε αριθμό επιστημονικών άρθρων, πάνω από χώρες όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ελβετία, σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών των ΗΠΑ.

 

Όχι πια διαρροή εγκεφάλων

Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όπως τόσοι άλλοι τομείς, οι υποδομές και το ανθρώπινο δυναμικό του τομέα επιστήμης και έρευνας υπέστησαν σοβαρό πλήγμα στη δεκαετία του 1990. Η κρατική χρηματοδότηση στέρεψε και χιλιάδες ρώσοι επιστήμονες έφυγαν στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Φαίνεται πάντως πως η εκροή «εγκεφάλων» (brain drain) από τα ρωσικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ένα πρόβλημα παρόμοιο με της Ελλάδας τα προηγούμενα χρόνια, εμφανίζει τάση αναστροφής, καθώς ολοένα περισσότεροι ρώσοι επιστήμονες επιστρέφουν στην πατρίδα τους.

Ο Τίμοθι Ο’ Κόνορ, επίσης αντιπρύτανης του πανεπιστημίου NUST MISIS, ο οποίος είναι Αμερικανός -κάτι ασυνήθιστο για ρωσικό ΑΕΙ- ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «το πρόβλημα της διαρροής εγκεφάλων από τη Ρωσία ήταν πολύ σοβαρό κατά τη δεκαετία του 1990, αλλά εδώ και μερικά χρόνια ουσιαστικά έχει σταματήσει».

Ο Μ.Φιλόνοφ τόνισε ότι «στη δεκαετία του 1990, όταν η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν ικανοποιούσε τις επιθυμίες των ερευνητών, δεκάδες χιλιάδες μετανάστευαν από τη Ρωσία κάθε χρόνο. Αλλά στην τρέχουσα δεκαετία αυτή η εκροή έχει μειωθεί σημαντικά και, επιπλέον, έχει αρχίσει να αναστρέφεται, καθώς υπάρχει πια εισαγωγή εγκεφάλων, κυρίως χάρη στη ρωσική πολιτική να κρατήσει τους επιστήμονές της και να φέρει πίσω όσους έφυγαν στο εξωτερικό».

Ο σύμβουλος του Πούτιν, Αντρέι Φουρσένκο, πρώην υπουργός επιστήμης και εκπαίδευσης, δήλωσε πρόσφατα ότι «η διαρροή εγκεφάλων σταμάτησε. Όσοι επιστρέφουν, λένε ότι υπάρχουν πια περισσότερες ευκαιρίες στα ρωσικά πανεπιστήμια από ό,τι ακόμη και στις δυτικές χώρες. Ολοένα περισσότεροι νέοι επιστήμονες παίρνουν την απόφαση να μην εγκαταλείψουν καθόλου τη Ρωσία». Όπως είπε, το 2017, περίπου 4.000 ρώσοι επιστήμονες επέστρεψαν στην πατρίδα τους και η τάση αυτή συνεχίζεται και το 2018.

Ο Φιλόνοφ εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτό συμβαίνει τόσο από υλιστικά όσο και από ιδεαλιστικά κίνητρα. «Η Ρωσία γίνεται πλέον ένα ανταγωνιστικό μέρος, όπου είναι δυνατό ένας επιστήμονας να κερδίσει χρήματα και να υλοποιήσει τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του. Στην πραγματικότητα, ένας καθηγητής αμερικανικού ή ευρωπαϊκού πανεπιστημίου έχει περιορισμένες αποδοχές, καθώς άσχετα από το πόσες επιχορηγήσεις θα κερδίσει, δεν θα μπορέσει να αμοιφθεί με πάνω από 100.000 έως 150.000 δολάρια ετησίως, ενώ στη Βρετανία έως 80.000 δολάρια. Στη Ρωσία δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός, συνεπώς ένας επιστήμονας που έρχεται εδώ, μπορεί να κερδίσει περισσότερα. Οι ρώσοι επιστήμονες λαμβάνουν κατά μέσο όρο τρία έως πέντε εκατομμύρια ρούβλια ετησίως (σ.σ. 48.000 έως 80.000 δολάρια), ενώ οι ετήσιες αποδοχές τους μπορούν να φθάσουν τα επτά έως οκτώ εκατομμύρια ρούβλια (σ.σ. 113.000 έως 130.000 δολάρια). Αντίθετα, οι ξένοι επιστήμονες με τους οποίους συνεργαζόμαστε, συνήθως βγάζουν μόλις δύο έως πέντε εκατομμύρια ρούβλια (σ.σ. 32.000 έως 80.000 δολάρια) ετησίως».

Το αποτέλεσμα, κατά τον Φιλόνοφ, «είναι ότι αρκετοί επιστήμονες εργάζονται για υλιστικούς λόγους, όμως αυτό δεν τους κάνει λιγότερο πολύτιμους. Από την άλλη, υπάρχουν και αρκετοί που θέλουν να εργασθούν στη Ρωσία ακόμη και χωρίς χρήματα. Πρόκειται για επιστήμονες που έχουν κυρίως ιδεαλιστικά κίνητρα και που αισθάνονται ηθικά υπεύθυνοι για το γεγονός ότι στη Ρωσία μεγάλωσαν και μορφώθηκαν δωρεάν, συνεπώς θέλουν να ξεπληρώσουν το χρέος τους στη μητέρα πατρίδα».

 

Start-up και blockchain

Για να βάλει φρένο στις διαρροές επιστημόνων και φοιτητών, η Ρωσία ανοίγει πια περισσότερο τα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματά της στον έξω κόσμο, ενώ έχει δημιουργήσει και τη δική της εκδοχή της «Σίλικον Βάλεϊ», το Κέντρο Καινοτομίας Σκόλκοβο έξω από τη Μόσχα, όπου, μεταξύ άλλων, έχει δημιουργηθεί από το 2011 και το ομώνυμο Ινστιτούτο Επιστήμης και Τεχνολογίας σε συνεργασία με το ΜΙΤ των ΗΠΑ. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ επισκέφθηκε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπορικά αξιοποιήσιμης καινοτομίας στη Ρωσία, την TEEMP, μια νεοφυή εταιρεία (start-up) που ξεκίνησε το 2011 από ερευνητές στο Σκόλκοβο και σήμερα διαθέτει μια παραγωγική μονάδα 25 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, έχοντας στην πορεία εξαγορασθεί από τον γιγάντιο ρωσικό όμιλο Renova. Το βασικό καινοτόμο προϊόν της είναι οι υπερπυκνωτές (super-capacitors), συστήματα αποθήκευσης ενέργειας που είναι ανώτερα από τις μπαταρίες και χρησιμοποιούνται σε τρένα, οχήματα κ.α.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εκπρόσωπος της εταιρείας, επικεφαλής χημικός μηχανικός Αλεξέι Γιούντιν, «όχι μόνο είμαστε η μοναδική ρωσική εταιρεία στον τομέα μας, αλλά και η πρώτη στον κόσμο που παράγουμε συστήματα υπερπυκνωτών, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν σε ακραίες θερμοκρασίες έως μείον 60 βαθμούς Κελσίου». Δεν είναι έτσι παράξενο που η εταιρεία -η οποία ακόμη δεν είναι κερδοφόρα, καθώς κάνει συνεχώς νέες επενδύσεις- έχει ήδη συνάψει πολλές διεθνείς συμφωνίες με ξένους εταίρους.

Η Ρωσία φαίνεται να διαβλέπει έγκαιρα τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις και να τις αξιοποιεί. Μια τέτοια περίπτωση είναι η τεχνολογία blockchain, η οποία αρχικά έγινε διάσημη, επειδή σε αυτή βασίζονται τα κρυπτονομίσματα όπως το πιο γνωστό bitcoin, καθώς και το δεύτερο δημοφιλέστερο, το ethereum, που δημιουργήθηκε από τον ρώσο Βιτάλικ Μπουτέριν. Όμως η εν λόγω τεχνολογία φιλοδοξεί πλέον να αφήσει το «αποτύπωμά» της και σε πολλά άλλα πεδία. Προ εξαμήνου δημιουργήθηκε στη Μόσχα -με τη στήριξη του NUST MISIS και της τράπεζας Vnesheconombank- το Κέντρο Ικανοτήτων Blockchain, το πρώτο στη Ρωσία, με στόχο να προωθήσει την εξάπλωση και την εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της χώρας. Στην ουσία, το Κέντρο αποτελεί σύμβουλο της ρωσικής κυβέρνησης για το πώς το blockchain μπορεί να αξιοποιηθεί στη δημόσια διοίκηση και στη ρωσική οικονομία.

Ο επικεφαλής του Κέντρου Βλαντιμίρ Ντέμιν δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «στόχος μας είναι να προωθήσουμε ευρύτερα την κρυπτο-οικονομία στη Ρωσία. Η τεχνολογία blockchain έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να μεταμορφώσει ευρύτερα την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και την ίδια την ανθρωπότητα, καταργώντας τους ενδιάμεσους κρίκους και τους κεντρικούς ελέγχους σε πολλές δραστηριότητες». Ενώ από τη μία οι δυνατότητες αξιοποίησης της τεχνολογίας blockchain έχουν τεθεί επί τάπητος στο ανώτερο κρατικό επίπεδο (έχει συσταθεί σχετική ομάδα εργασίας υπό τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Ιγκόρ Σουβάλοφ) και στη Βουλή (όπου συζητείται σχετικό νομοσχέδιο), παράλληλα το Κέντρο Blockchain προωθεί κάθε ανάλογη πρωτοβουλία από «τα κάτω». Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η νεοσύστατη Κοινότητα Blockchain, η οποία συστεγάζεται με το Κέντρο Blockchain και φιλοξενεί πολλά υποσχόμενες start-up επιχειρήσεις. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τη Viarium, που έχει δημιουργήσει την πρώτη στον κόσμο ηλεκτρονική πλατφόρμα αλληλεπίδρασης επιχειρήσεων-καταναλωτών, η οποία συνδυάζει την εικονική πραγματικότητα με το blockchain. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπός της Σεργκέι Σιμανόφσκι, «πρόκειται για ένα πρωτοποριακό και αξιόπιστο σύστημα που στο κοντινό μέλλον θα αντικαταστήσει τα παραδοσιακά κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους πελάτες τους, είτε πρόκειται για προϊόντα, για υπηρεσίες ή για ψυχαγωγία».

 

Οι δυσκολίες και οι υστερήσεις

Όμως, παρ’ όλη την αναμφισβήτητη πρόοδο, η ρωσική επιστήμη και έρευνα, που εξαρτάται καθοριστικά από την κρατική χρηματοδότηση και από τις έρευνες κρατικών εταιρειών (ενέργειας, αεροδιαστημικής κ.α.), εμφανίζει βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με την κινεζική, την ινδική ή τη νοτιοκορεατική, εν μέρει λόγω ποικίλων γραφειοκρατικών εμποδίων.

Στη Ρωσία γίνεται σημαντική βασική έρευνα, αλλά υπάρχει μια μεγαλύτερη δυσκολία αυτή να «μεταφρασθεί» σε πρακτικά αποτελέσματα με οικονομικό όφελος. Από την άλλη, σύμφωνα με τη σοβιετική παράδοση, φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη στρατιωτική αξιοποίηση της έρευνας, όπως απέδειξαν περίτρανα και οι πρόσφατες ανακοινώσεις του προέδρου Πούτιν για τα νέα «έξυπνα» όπλα της Ρωσίας, που προκάλεσαν παγκόσμια αίσθηση.

Η ρωσική κυβέρνηση έχει σχέδια να αναδιαμορφώσει το ερευνητικό δυναμικό της χώρας. Η γιγάντια Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, που διαθέτει περισσότερα από 700 ερευνητικά ινστιτούτα, πολλά από τα οποία υποαποδίδουν, θα κληθεί να προχωρήσει σε αλλαγές αρκετών επικεφαλής επιστημόνων, συγχωνεύσεις ή και κλείσιμο ορισμένων ινστιτούτων.

Παράλληλα, στόχος της Ρωσίας είναι να αναβαθμίσει το διεθνές «προφίλ» των πανεπιστημίων της, ιδίως όσων κάνουν έρευνα, ώστε τουλάχιστον πέντε να βρίσκονται στα 100 κορυφαία παγκοσμίως έως το 2020 – κάτι όχι εύκολο.Πάντως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το ολοένα ψυχρότερο κλίμα στις σχέσεις της Ρωσίας με τις δυτικές χώρες, μετά την Κριμαία, την υπόθεση Σκριπάλ και τη Συρία δεν φαίνεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ρωσική επιστήμη και έρευνα. Οι διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας και οι ευρύτερες γεωπολιτικές αναταράξεις δεν έχουν επηρεάσει τη συμμετοχή της σε μεγάλα διεθνή επιστημονικά σχέδια, όπως η κατασκευή του θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα ITER στη Γαλλία. Ούτε έχουν διαρραγεί οι μικρότερες διμερείς επιστημονικές-ερευνητικές συμφωνίες της Ρωσίας με δυτικές χώρες.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρύτανης του NUST MISIS Αλεβτίνα Τσερνίκοβα, «δεν ανησυχούμε ότι η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί. Συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με τους ξένους συναδέλφους μας, μεταξύ των οποίων είναι κορυφαίοι επιστήμονες από αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια».