Οι δέκα πληγές της ελληνικής εκπαίδευσης

Σημαντικό, ανάμεσα στις υπόλοιπες επεξεργασίες του Σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη, είναι το τμήμα που αναφέρεται στην εκπαίδευση. Αρχίζει με την παραδοχή ότι «η επένδυση σε «ανθρώπινο κεφάλαιο», που περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται σε γνώση, δεξιότητες και δυνατότητες εκμάθησης, είναι κρίσιμος παράγοντας για τη μακροχρόνια ανάπτυξη μιας χώρας και τη βελτίωση της ευημερίας του πληθυσμού». Και, εκτός από ό,τι σε γενικές γραμμές είναι γνωστό, περιέχει ορισμένες πολύ κρίσιμες παρατηρήσεις, απαραίτητες για τον σχεδιασμό της πολιτικής.

Η περιγραφή των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής εκπαιδευτικής πράξης, οι 10 πληγές της ελληνικής εκπαίδευσης, δείχνει τον δρόμο της πολιτικής – που αναπόφευκτα θα συγκρουστεί με οργανωμένα συμφέροντα, μεγάλα και καθοριστικά στη διαμόρφωση του σημερινού τοπίου στον χώρο του σχολείου και του Πανεπιστημίου.

1. Η τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι υποβαθμισμένη. Στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα η συμμετοχή των μαθητών είναι μικρή. Η συνολική χρηματοδότηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά αυτό οφείλεται στη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας και τη χαμηλή προσέλκυση ιδιωτικών πόρων στα ελληνικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κατάργηση των ΤΕΙ, επί υπουργίας Γαβρόγλου, επιδείνωσε την ελλιπή ανταπόκριση «στις διαφοροποιημένες και μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας».

2. Η συνολική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης καλύπτει κυρίως μισθούς – αλλά ελάχιστες υποδομές. Τη δεκαετία της κρίσης μειώθηκε, «με αποτέλεσμα την υστέρηση των υποδομών, και ιδιαίτερα των ψηφιακών υποδομών και του εξοπλισμού των εκπαιδευτικών μονάδων και ιδρυμάτων».

3. Ανεπαρκείς οι ψηφιακές υποδομές, υποβαθμισμένες οι ψηφιακές δεξιότητες καθηγητών και μαθητών. Η εμπειρία της αντιμετώπισης του κορωνοϊού ανέδειξε το έλλειμμα. Η αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων διδασκόντων και διδασκομένων είναι από τις μεγάλες προτεραιότητες της πολιτικής.

4. Η αποτυχία του σχολείου καθρεφτίζεται στο πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ. Σε όλα τα πεδία η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και στην τελευταία τετράδα ή πεντάδα της ΕΕ.

5. Η υποβάθμιση της γνώσης είναι ταξική. «Παρατηρείται μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των γονέων και των αποτελεσμάτων των μαθητών».

6. Οι Ελληνες σε εργασιακή ηλικία δεν διαθέτουν εργασιακές δεξιότητες. Στο πρόγραμμα PIAAC του ΟΟΣΑ που εξετάζει τις δεξιότητες ανάγνωσης, αρίθμησης και επίλυσης προβλημάτων σε προηγμένο τεχνολογικό περιβάλλον ατόμων ηλικίας 16-65 ετών, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 17η θέση ανάμεσα σε 19 κράτη-μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων του CEDEFOP, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση με 17% (με μέσο όρο της ΕΕ το 66%) ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων, υστερεί σημαντικά τόσο ως προς την ενεργοποίηση των δεξιοτήτων (skills activation) με 45% έναντι 79% της ΕΕ όσο και ως προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων (skills development) με 43% έναντι 76% της ΕΕ, ενώ στη συνολική κατάταξη καταλαμβάνει την προτελευταία θέση (πριν από την Ιταλία).

7. Το Λύκειο είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένο. Ιδίως στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, προέχουν τα μαθήματα του φροντιστηρίου για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Το χαρτί του Λυκείου δεν προσφέρει εφόδια για την ένταξη στην αγορά εργασίας.

8. ΑΕΙ: πτυχία για το ελληνικό Δημόσιο! Στην πλειονότητά τους, οι χαμηλής αποτελεσματικότητας πανεπιστημιακές σπουδές «αποσκοπούν στην προετοιμασία για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα, και ιδιαίτερα την εκπαίδευση. […] Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των φοιτητών που σπουδάζουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα, αν και αυτά είναι συχνά προσανατολισμένα στην πρόσληψη στον δημόσιο τομέα και στην ιεραρχική εξέλιξη στο εσωτερικό του».

9. Τα Πανεπιστήμια δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες της αγοράς. «Η σύνδεση με τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας είναι ανεπαρκής, όπως ανεπαρκείς είναι και η αξιοποίηση της παραγόμενης έρευνας για εμπορικούς σκοπούς, η μεταφορά τεχνολογίας στην οικονομία και η ενίσχυση της νέας καινοτομικής επιχειρηματικότητας στον χώρο των ΑΕΙ». Σαν η εκπαίδευση να είναι χόμπι.

10. Αξιολόγηση, αξιολόγηση, αξιολόγηση. «Ο περισσότερο σημαντικός παράγοντας στην ποιότητα της εκπαίδευσης είναι η ποιότητα των εκπαιδευτικών. Η ποιότητά τους δεν καθορίζεται απλώς από χαρακτηριστικά όπως τα τυπικά πτυχία, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα της αρχικής εκπαίδευσής τους, της συνεχιζόμενης επαγγελματικής ανάπτυξής τους, και τα κίνητρα συνεχούς βελτίωσής τους. […] Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι ζωτικής σημασίας η αναμόρφωση της αρχικής τους εκπαίδευσης, κατά προτίμηση σε δεύτερο κύκλο σπουδών που να καταλήγει σε αναβαθμισμένο πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας». Προκειμένου να γίνει αποτελεσματικότερη η εκπαίδευση, πρέπει να γίνεται αξιολόγηση παντού: αξιολόγηση προσωπικού και επιμέρους εκπαιδευτικών μονάδων, αξιολόγηση δομών και των λειτουργιών του εκπαιδευτικού συστήματος. «Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των εκπαιδευτικών μονάδων πρέπει να δημοσιοποιούνται και να παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή […] ώστε να ενισχύεται ο ρόλος της κοινωνικής λογοδοσίας, αλλά και να βελτιώνεται η πληροφόρηση γονέων, μαθητών και φοιτητών». Μέσω της αξιολόγησης μπορούν να δημιουργηθούν ισχυρότερες και ανταγωνιστικότερες εκπαιδευτικές μονάδες. Παράλληλα, έχει σημασία «η αξιοκρατική ανάδειξη των στελεχών της διοίκησης της εκπαίδευσης, με διαδικασίες ανεξάρτητες, αδιάβλητες και με βάση ουσιαστικά ποιοτικά κριτήρια».

Ξέρουμε τι πρέπει να αλλάξει

Η ενδιάμεση έκθεση του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία της Επιτροπής Πισσαρίδη, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27 Ιουλίου, είναι ένα ουσιαστικό και βαθύ κείμενο καταστατικών αρχών και βασικών κατευθύνσεων για την ελληνική οικονομία. «Η έκθεση αναλύει, κατά σειρά, τα κύρια χαρακτηριστικά και τάσεις της ελληνικής οικονομίας, τις βασικές διεθνείς τάσεις που θα επηρεάσουν τη μελλοντική της πορεία, τη γενική κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η οικονομία ώστε να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, τις σημαντικότερες αγκυλώσεις που εμποδίζουν επί του παρόντος την αναπτυξιακή τροχιά, και προτεινόμενες δράσεις αναπτυξιακής πολιτικής».

Η κριτική που έχει διατυπωθεί στο (ημιτελές, ακόμα) σχέδιο είναι πρόχειρη και συνθηματολογική. Ως απάντηση στην έκθεση δημοσιεύθηκαν κυρίως τσιτάτα και ιδεολογικά γονατογραφήματα, που όμως δίνουν ανάγλυφα τη συνθηματολογία και τις εντάσεις που θα ακολουθήσουν όταν η συζήτηση ανάψει και, ιδίως, όταν η κυβέρνηση καταλήξει σε πολιτικές – που προφανώς θα χαρακτηριστούν «νεοφιλελεύθερες» και θα πολεμηθούν από τους συνήθεις οπαδούς της ακινησίας, που συνήθως απολαμβάνουν προνομιακή σχέση με τον κρατισμό και τη σημερινή δομή της (χρεωκοπημένης) ελληνικής οικονομίας.

Ηλίας Κανέλλης

in.gr