Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους.

Η τελευταία -ανά δεκαετία- απογραφή του πληθυσμού που δημοσιεύτηκε προ ημερών στην Κίνα δείχνει μεν αύξηση του πληθυσμού κατά 72 εκατομμύρια (περισσότερο από τον πληθυσμό της Γαλλίας), φτάνοντας σε σύνολο τα 1,412 δισεκατομμύρια κατοίκους.

Ωστόσο, το ποσοστό των ηλικιωμένων αυξήθηκε και η ηλικιακά παραγωγική ομάδα συρρικνώθηκε, μαζί με τις γεννήσεις.

Κοντολογίς, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού έπεσε στο 0,53%, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1953.

Οι γεννήσεις μειώθηκαν πέρυσι κατά 15%, για τέταρτη συνεχή χρονιά κι εν μέσω πανδημίας, φτάνοντας σε χαμηλό 60ετίας, απ’ όταν η χώρα πάσχιζε να ορθοποδήσει από τον Μεγάλο Κινεζικό Λιμό.

Αν και το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15-59 αποτελεί σήμερα τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού, σημείωσε πτώση 7% συγκριτικά με το 2010.

Οι άνω των 60 ετών, αντίθετα, αυξήθηκαν κατά 5%.

Αναλυτές μιλούν για φυσική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης και της προόδου του ιατρικής επιστήμης, που αυξάνει το μέσο προσδόκιμο ζωής (στα 77 έτη στην Κίνα).

Ωστόσο, η αχανής χώρα κινδυνεύει πλέον να χάσει τα πρωτεία της πολυπληθέστερης χώρας στον κόσμο από την Ινδία και ο ασιατικός «γίγαντας» να αντιμετωπίσει σύντομα έλλειψη σε εργατικό δυναμικό.

Τόση, ώστε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, εκτόξευση των δημοσιονομικών δαπανών για τη στήριξη του ολοένα γηράσκοντος πληθυσμού και, μοιραία, «ψαλίδισμα» των ηγεμονικών φιλοδοξιών του Πεκίνου, σε ένα διεθνές περιβάλλον νεο-ψυχροπολεμικού οικονομικού ανταγωνισμού.

Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, που φέτος συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυσή του, η κοινωνικο-οικονομική πρόκληση είναι τεράστια και προφανής.

Αίτια και αιτιατά

Πολλοί μιλούν για αυτοεκπληρούμενη προφητεία της «πολιτικής του ενός παιδιού», που επιβλήθηκε το 1979 για την επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού, ρίχνοντας επί της ουσίας στον «Καιάδα» εκατομμύρια θηλυκά βρέφη.

Μπορεί αυτή η πολιτική να άλλαξε το 2016, μετά την απόφαση του ΚΚΚ να αυξήσει σε δύο το όριο παιδιών ανά ζευγάρι.

Ωστόσο, δεν συνοδεύτηκε με τα απαραίτητα μέτρα οικονομικής στήριξης των οικογενειών και των εργαζόμενων.

Ούτε έχει καταφέρει -ακόμη τουλάχιστον- να αντιστρέψει τη δημογραφική γήρανση της Κίνας.

Έτσι, μπορεί τα σημερινά επίσημα στοιχεία να δείχνουν ελαφρά βελτίωση στην πληθυσμιακή αναλογία των δύο φύλων, με τους άνδρες να αντιστοιχούν στο 51,24% και τις γυναίκες στο 48,76%.

Σε πραγματικούς αριθμούς, ωστόσο, αυτό μεταφράζεται σε πλεόνασμα 34,9 εκατομμυρίων ανδρών στην αχανή χώρα.

Πάντως, αυτό το χάσμα δεν είναι παρά μόνον μία πτυχή του δημογραφικού προβλήματος στην Κίνα.

Μία από τις βαθύτερες αιτίες του, επισημαίνουν ειδικοί, είναι το αυξημένο κόστος διαβίωσης και ο χαμηλός μέσος μισθός από τη μία, το υψηλό κόστος ανατροφής και εκπαίδευσης ενός παιδιού από την άλλη, και κατά συνέπεια η οικονομική αδυναμία του μέσου Κινέζου εργαζόμενου να τα καλύψει.

Το πρόβλημα επιτείνεται από διάφορους παράγοντες.

Ένας είναι η μετακίνηση του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, όπου η ζωή είναι ακριβότερη απ’ ότι στην επαρχία.

Είναι επίσης η αλλαγή που επιφέρει η οικονομική ανάπτυξη στις κοινωνικές νόρμες και στον ρόλο των γυναικών στην παραγωγική αλυσίδα, χωρίς ωστόσο αυτό να συνοδεύεται από μέτρα στήριξης των εργαζόμενων που θέλουν να γίνουν ή γίνονται μητέρες.

Η θεσμοθέτηση 14ήμερα άδειας πατρότητας έχει μείνει επί της ουσίας στα χαρτιά, εξαιτίας και των κοινωνικών στερεοτύπων.

Και σε όσες πόλεις έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια η άδεια μητρότητας, καταγγέλλεται ότι τελικά πολλές φορές γυρνά για τις γυναίκες μπούμερανγκ, επιτείνοντας τις διακρίσεις λόγω φύλου στην αγορά εργασίας.

Δρόμος χωρίς επιστροφή;

Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο Πεκίνο, ο επικεφαλής της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Κίνας προσπάθησε να εμφανιστεί καθησυχαστικός.

Εν μέσω καχυποψίας στη Δύση για την καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση των επίσημων στοιχείων και για την ακρίβειά τους, ο Νιγκ Ζιζέ προέβλεψε ότι οι ρυθμοί αύξησης του κινεζικού πληθυσμού θα ανακάμψουν.

Το πότε δεν ήταν, όμως, σε θέση να το διευκρινίσει.

Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μέσα στα επόμενα χρόνια, αν και θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι, μέχρι την επόμενη απογραφή στην Κίνα, το 2030, η Ινδία θα έχει γίνει η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο.

Το πώς θα επιτευχθεί, ωστόσο, ο κινεζικός στόχος παραμένει θολό.

Σε έκθεσή της τον Μάρτιο, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας κάλεσε την κυβέρνηση του Πεκίνου να άρει κάθε περιορισμό στις γεννήσεις και «να εξαλείψει με κάθε μέσο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού και της εγγραφής των παιδιών στο νηπιαγωγείο και στο σχολείο».

«Εάν η Κίνα μείωσε το χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 40 χρόνια, στηριζόμενη στη φθηνή εργασία και σε ένα τεράστιο δημογραφικό μέρισμα, σε τι θα βασιστεί τα επόμενα 30 χρόνια; Αυτό αξίζει εμπεριστατωμένη εξέταση», υπογραμμίζεται στην έκθεση, με τους τραπεζίτες να χτυπούν «καμπανάκι».

«Η απελευθέρωση των γεννήσεων πρέπει να γίνει τώρα», τονίζουν, «όταν υπάρχουν ακόμη κάτοικοι που εξακολουθούν να θέλουν να κάνουν παιδιά, αλλά δεν τους επιτρέπεται».

Κινέζοι αξιωματούχοι ανέφεραν στο πρακτορείο Reuters ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μέσα στα επόμενο 3-5 χρόνια.

Ορισμένοι ειδικοί, ωστόσο, επισημαίνουν ότι μία τέτοια απόφαση μπορεί να γίνει «δίκοπο μαχαίρι», αυξάνοντας τον πληθυσμό κυρίως στην κινεζική ύπαιρθο, όπου σήμερα ζει το ένα τρίτο του πληθυσμού.

«Αυτό με τη σειρά του μπορεί να δημιουργήσει μία σειρά άλλων προβλημάτων», ανέφερε ένας αξιωματούχος στο Reuters, επισημαίνοντας τον κίνδυνο αύξησης της ανεργίας και περαιτέρω φτωχοποίησης στις αγροτικές περιοχές.

Στο μεσοδιάστημα, σε άλλη μία προαναγγελόμενη ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η κινεζική κυβέρνηση προωθεί την σταδιακή αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης.

Οι φόβοι ήδη εντείνονται για περαιτέρω αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, νέα υποχώρηση των μισθών και, μακροπρόθεσμα και μοιραία, ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις γεννήσεις.

in.gr