Γιώργος Τζωρτζόπουλος: «Να τους Χαιρόμαστε!»

Σε διάφορες πόλεις, ούτε το Αγρίνιο εξαιρείται, οι κατά καιρούς δημοτικές αρχές παριστάνουν ότι τα ξέρουν όλα. Χωρίς διάλογο ή με προσχηματικό και όχι ουσιαστικό, επιλέγουν να προσαρμόσουν τις πόλεις στα δικά τους «μεγαλεπήβολα» σχέδια.

Αν βέβαια ο χαρακτήρας της πόλης, οι ανάγκες των δημοτών, οι προτεραιότητες και τα πρέπει της, δεν ταυτίζονται με τα οράματά τους και τις επικοινωνιακές τους στοχεύσεις, τόσο το χειρότερο γι’αυτά.

Οι αστικές αναπλάσεις, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, οι πεζοδρομήσεις, οι υποδομές, οι επεκτάσεις της, η δόμηση, η καθαριότητα, ο φωτισμός, το πράσινο, κ.α. Είναι παραλογισμός και πρόκληση να θέλει κάποιος, να ακουστεί η γνώμη του δημότη και μάλιστα να συζητηθεί.

Δεν έχει αντιληφθεί και κατανοήσει ότι ψήφισε στις δημοτικές εκλογές και πλέον δεν έχει κανένα λόγο.

Δεν καταλαβαίνει ότι ο δημοτικός σύμβουλος ξέρει καλύτερα από αυτόν.

Μα είναι σοβαροί, ο εμποράκος, ο καφετζής, ο οικοδόμος, ο αγρότης, ο άνεργος, ο συνταξιούχος, η μοδίστρα και η νοικοκυρά να θέλουν να έχουν γνώμη για την πόλη που γεννήθηκαν, δουλεύουν, ζουν και μεγαλώνουν παιδιά και εγγόνια;

Ξέρουν αυτοί καλύτερα από τα ΕΣΠΑ, την περιφέρεια και την Ε.Ε. που “μας δίνουν” τα λεφτά;

Για αυτή την ανάρτηση στάθηκε αφορμή μια πρόσφατη συζήτηση με έναν γνωστό από άλλη πόλη.

Με έκανε να θυμηθώ την εξής ιστορία:

Πριν από πάρα πολλά χρόνια, πραγματοποιήθηκε μια έκθεση ζωγραφικής. Η έκθεση ήταν διαγωνιστική, δηλαδή: υπήρχε οργανωτής και υπήρχε κριτική επιτροπή αξιολόγησης από τεχνοκράτες ειδικούς που θα αξιολογούσε τα έργα τέχνης απονέμοντας αντίστοιχα τα πρώτα βραβεία και κάποιους επαίνους.

Όλα πήγαν μια χαρά. Οι ζωγράφοι προσκόμισαν τα έργα τους, η επιτροπή των ειδικών τα μελέτησε, τα αξιολόγησε και έδωσε τα βραβεία και τους επαίνους.

Όπως ακριβώς προβλέπονταν και είχε εξαγγελθεί, μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, το σύνολο των έργων εκτέθηκε δημόσια.

Στη δημόσια αυτή παρουσίαση, ο κάθε επισκέπτης, είχε τη δυνατότητα να δει όλα τα έργα όλων των ζωγράφων, αλλά ταυτόχρονα και την αξιολόγηση της επιτροπής των ειδικών περί τέχνης τεχνοκρατών.

Όταν λοιπόν άνοιξαν οι πόρτες και εισήλθε το κοινό, ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν και δυο ξερακιανοί, ρυτιδωμένοι, καθαροί αλλά όχι του σαλονιού ντυμένοι. Αυτοί οι δυο δεν πήγαν στον μπουφέ, δεν χαιρέτησαν κανέναν, δεν φωτογραφήθηκαν, δεν στήσαν πηγαδάκι, είπαν μια “καλησπέρα” και προσπερνώντας τον κοσμοπολίτικο προθάλαμο, μόνο αυτοί, μπήκαν στην αίθουσα που είχε αναρτηθεί το σύνολο των έργων των διαγωνιζομένων, βραβευμένων ή όχι.

Αυτοί οι δυο τα είδαν όλα, τα είδαν με προσοχή και άνεση, άλλωστε οι άλλοι επισκέπτες ήταν στο μπουφέ της εποχής.

Ταυτόχρονα είχαν τη δυνατότητα να βλέπουν, για κάθε έργο και την αξιολόγηση της κριτικής επιτροπής, των ειδικών, των τεχνοκρατών και περί τέχνης αυθεντιών.

Αυτοί οι δυο, όταν πλέον είχαν δει όλα -μα όλα- τα έργα, ξαναγύρισαν στο αρχικό, σε αυτό που είχε βραβευθεί σαν πρώτο.

Στάθηκαν και το παρατηρούσαν. Το θέμα του πίνακα ήταν: “Ένα άλογο, σε έναν κάμπο, σε έναν ξέφρενο καλπασμό

Μιλά πρώτος ο Α

– Είναι άσχετοι και του ‘δώσαν μάλιστα το πρώτο βραβείο!

Εκείνη τη στιγμή, πίσω τους, συμπτωματικά, περνούσε ένα μέλος της κριτικής επιτροπής που άκουσε το σχόλιο. Σταματά και τους λέει:

– Άθελά μου άκουσα το σχόλιο σας, γιατί το είπατε αυτό;

Του απαντά ο Β

– Δεν δίνεις ποτέ βραβείο και μάλιστα το πρώτο σε διαγωνισμό σε έναν πίνακα που έχει σοβαρό ελάττωμα!

Το μέλος της κριτικής επιτροπής επιμένει:

– Ποιο είναι το ελάττωμα που εσείς βλέπετε; Τι γνωρίζεται από τέχνη;

Για να του απαντήσει ξανά ο Α

– Σε ένα άλογο σε τέτοιο καλπασμό η κοιλιά του είναι κάτασπρη από τους αφρούς και όχι κατάμαυρη όπως τη δείχνει ο πίνακας!

Αυτοί οι δυο ήταν καροτσέρηδες και ξέραν από άλογα…