Κων/νος Λίχνος: «Επιδίωξα στα διηγήματα την ακρίβεια πραγματικών καταστάσεων»

Συνέντευξη του Αιτωλοακαρνάνα Πεζογράφου, συγγραφέα και Αντιπροέδρου του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Λίχνου

Η νέα συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Λίχνου με τίτλο «Αδιέξοδοι καιροί» (Εκδόσεις Γράφημα), είναι μια συλλογή με έντονο το κοινωνικοταξικό γνώρισμα, ήρωες σε μόνιμη σύγκρουση με τις αιτίες τής συλλογικής παρακμής, γεγονότα τα οποία μαρτυρούν τη σύγχρονη ιδεοληψία και την πνευματική σύγχυση. Ο συγγραφέας απαντά σε ερωτήσεις και σκιαγραφεί νοηματοδοτήσεις σε ευρύτερες έννοιες και ορισμούς τής σύγχρονης πραγματικότητας.

«Αδιέξοδοι καιροί» τιτλοφορείται η συλλογή διηγημάτων. Περιγράψτε μας τις θεματικές τις οποίες πραγματεύεται το έργο και τους χαρακτήρες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται.

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως κάθε διήγημα καταπιάνεται με διαφορετικό θέμα, και, ταυτοχρόνως, πως η θεματική τους, είναι, κατά κάποιον τρόπο, κοινή. Στα 15 διηγήματα της συλλογής, καταγίνομαι με ποικίλες εκφάνσεις τής σύγχρονης κοινωνικής ζωής, αναδεικνύοντας διαφορετικά ζητήματα (εργασιακές συνθήκες, πανδημία, ανεργία, ανθρώπινες σχέσεις, ζητήματα ηθικής και καλλιτεχνικής φύσης κ.α.)· σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, μάλιστα, καθώς κάποια από τα διηγήματα αναφέρονται στο «σήμερα», ενώ κάποια άλλα είναι ιστορικά, που αφορούν γεγονότα τα οποία συνέβησαν στις πρώτες δεκαετίες τού 20ου αιώνα.

Επί της ουσίας, όμως, ο στόχος είναι πάντοτε ο ίδιος: η αληθοφανής αναπαράσταση πραγματικών καταστάσεων και η ανάδειξη συλλογικών προβλημάτων, που διαμορφώνουν τα ατομικά αδιέξοδα στα οποία τελματώνονται τα κοινωνικά υποκείμενα· οδηγώντας τα κατόπιν, να παραπαίουν αμφιταλαντευόμενα, ανάμεσα στην παραίτηση και αποδοχή τής καταστάσεώς τους, από τη μία, και στην απόπειρα να οριοθετήσουν ευνοϊκότερα τη θέση τους μέσα στον κόσμο, από την άλλη· εξωθώντας τα αναπόφευκτα, έτσι, να δώσουν μια άνιση μάχη απέναντι στις εξωτερικές συνθήκες που τα συνθλίβουν και τις συνειδησιακές τους ανεπάρκειες, που τα υπονομεύουν.

Αστική και επαρχιακή ζωή, δεισιδαιμονίες, πολιτιστικές αντιθέσεις, κι ένα πλήθος ανθρώπων που αναζητούν ταυτότητα. Πώς ορίζετε τον χρόνο και τον χώρο πλοκής των ιστοριών σας;

Ο χώρος και ο χρόνος σε κάθε διήγημα, συγκεκριμενοποιούνται στον βαθμό που απαιτείται ώστε να αποδοθούν επαρκώς οι κοινωνικές συνθήκες, οι υλικοί όροι ζωής, και γενικότερα οι εξωτερικές παράμετροι που διαμορφώνουν την καθημερινότητα των ανθρώπων· στόχος, να καταστεί εφικτή η απόδοση της ιδιοσυγκρασίας των εκάστοτε χαρακτήρων και να αιτιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο έχουν εσωτερικεύσει την εξωτερική πραγματικότητα, η εικόνα που έχουν σχηματίσει γι’ αυτήν και η εντύπωση που έχουν διαμορφώσει για τον εαυτό τους· καθώς, και να φανερωθεί η αντίληψή τους, για τον ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν -ο οποίος σε ένα βαθμό επιβάλλεται από τις κοινωνικές νόρμες, και σε έναν άλλον, καταλήγει αποτέλεσμα επιλογής τους- μέσα στις συνθήκες που τους διαμορφώνουν. Κάθε διήγημα, φυσικά, εκτυλίσσεται σε έναν δοσμένο χώρο και χρόνο.

Η διασταλτική αποτύπωση, όμως, της χρονικής στιγμής και του τοπικού σημείου -που δεν προσεγγίζει ποτέ, επίπεδα καθαρής απροσδιοριστίας-, επιτρέπει την πιστή απεικόνιση των αφηγούμενων γεγονότων· ενώ, παράλληλα, ευνοεί την υπέρβαση των περιορισμών τού ειδικού και τού αυστηρώς συγκεκριμένου, προσφέροντας δυνατότητα διερεύνησης των γενικότερων ιστορικών συνθηκών, αλλά και των εσωτερικών διεργασιών, που οδηγούν το εκάστοτε κοινωνικό υποκείμενο στην τέλεση πράξεων, μέσω των οποίων σκοπεύει να αναπροσαρμοστεί απέναντι στο διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον του. 

Οι ήρωες μοιάζουν βγαλμένοι από μία κοινωνική και ταξική περιθωριοποίηση. Γιατί επιλέγετε ως αφετηρία σας αυτούς τους χαρακτήρες με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;

Οι ήρωες των διηγημάτων μου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντιπροσωπευτικοί κοινωνικοί τύποι, άνθρωποι με τους οποίους θα μπορούσαμε να έρθουμε όλοι μας σε επαφή, και παράλληλα χαρακτήρες, που κάποιος θα μπορούσε να τους αποκαλέσει δικαίως: εκκεντρικούς και περιθωριακούς ή ακόμη και εξαθλιωμένους. Η περιθωριοποίηση, βέβαια, είναι μια πολυδιάστατη έννοια, που έχει ιστορικές, ταξικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές, εθνοτικές και ψυχολογικές διαστάσεις.

Η εστίαση σε χαρακτήρες των χαμηλότερων κοινωνικά τάξεων, ανθρώπων που είναι εγκλωβισμένοι στον ατέρμονο αγώνα της επιβίωσης και στερούνται τις «ανέσεις» της σύγχρονης ζωής, ενώ παράλληλα βασανίζονται από τις υλικές και συνειδησιακές επιπτώσεις τής περιθωριοποίησής τους, αποτελεί προσφυές όχημα για την ανάδειξη των παθογενειών τής σύγχρονης κοινωνίας. 

Τα κείμενά σας βασίζονται κατά κύριο λόγο στον ρεαλισμό. Μιλήστε μας για την τεχνική που χρησιμοποιείτε. Ποιά τα όρια αυτής και ποιές οι δυσκολίες στην καταγραφή της;

Πολλά από τα διηγήματα της συλλογής, βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα τα οποία εξέτασα προσωπικά, αλλά και ερεύνησα βασιζόμενος σε ειδησεογραφικές και ιστορικές πηγές. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, η επιδίωξή μου ήταν να αναπαραστήσω πιστά και με ακρίβεια πραγματικές καταστάσεις, φτάνοντας στην εξεύρεση των συνθηκών που τις διαμορφώνουν.

Η ρεαλιστική απόδοση ενός θέματος, μέσω ενός έργου τού λόγου, απαιτεί αντικειμενική παρατήρηση, επαρκή κατανόηση των γεγονότων που το συνθέτουν (ώστε να αποκαλυφθεί το βαθύτερο ιστορικό περιεχομένου που το καθορίζει), αλλά, -στο επίπεδο της γραφής- και περιορισμό τής τάσης για αυθόρμητη έκφραση και αυθαίρετη διατύπωση προσωπικών εντυπώσεων και ερμηνειών από τη σκοπιά τού συγγραφέα· παράλληλα, απαιτεί αποφυγή των εξωραϊσμών και της αξιοποίησης φανταστικών στοιχείων, και, φυσικά, προϋποθέτει χρήση μιας γλώσσας ακριβόλογης και διαφορετικής της καθομιλουμένης (που δεν θα αποβλέπει στην υφολογική μουσικότητα ή την καλλιέπεια, αλλά στη μεγέθυνση των σκέψεων)· ώστε, τελικά, να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση, πως ο αναγνώστης παρακολουθεί τα αφηγούμενα γεγονότα να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του. 

Τα αδιέξοδα όπως εμφανίζονται στα διηγήματά σας μοιάζουν να οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες. Ποιός ο ρόλος τής βούλησης στη ζωή των ηρώων; Ποιές οι προδιαγραφές για την υπέρβαση της άρνησης;

Οι άνθρωποι γεννιούνται και εντάσσονται σε μια καθορισμένη κοινωνική δομή, που οροθετεί τη διάπλαση του χαρακτήρα τους και κατασκευάζει τους κοινωνικούς ρόλους που θα ενσαρκώσουν. Οι συνθήκες που τους διαμορφώνουν, λοιπόν, φανερώνονται ως εξωτερικές δυνάμεις που τους επιβάλλονται και τους καταδυναστεύουν, αλλά ο τρόπος αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν την εκάστοτε κοινωνική δομή είναι η ίδια η κοινωνική δραστηριότητα των ανθρώπων. Η υποκειμενική δράση των ατόμων είναι εκείνη που δημιουργεί την κοινωνική πραγματικότητα και όλες τις κοινωνικές σχέσεις· οι οποίες, φυσικά, αυτονομούνται και υποτάσσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Η εξωτερική πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται στη διάνοια του ανθρώπου υπό όρους κοινωνικότητας (καθώς μετατρέπεται από εξωτερικό ερέθισμα σε γεγονός τής συνείδησης, που υποβάλλεται σε διανοητική επεξεργασία, είναι άρρηκτα συνυφασμένη και με τη γλώσσα), διαμορφώνεται και από τη συλλογική πρακτική των υποκειμένων (πέρα από της υλικές νομοτέλειες που διέπουν την εξέλιξη και ανάπτυξη της, που πάλι προϋποθέτουν την ανθρώπινη δραστηριότητα). Τα κοινωνικά αδιέξοδα, λοιπόν, δημιουργούνται και μέσω της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και καθώς το καθολικό κοινωνικό υποκείμενο -δίχως όρους απόλυτης αυτοσυνειδητότητας- αποκτά συγκεκριμένη υλική υπόσταση, μετατρέπονται σε ατομικά αδιέξοδα. Θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά, πως η κοινωνία οδηγεί τους ανθρώπους σε αδιέξοδα, και τα άτομα, οδηγούν σε αδιέξοδο την κοινωνία.

Μέσα από το «Μανιφέστο/Δυο σχολές τού ρεαλισμού» του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, στο οποίο συμμετέχετε ως συντάκτης, αναπτύσσονται οι θέσεις τού «δομημένου ρεαλισμού». Ποιο το υπόβαθρο του κλασικού ρεαλισμού;

Ο παραδοσιακός ρεαλισμός, ως λογοτεχνική θεωρία, ταυτίστηκε με την προσπάθεια της πιστής απεικόνισης της εξωτερικής πραγματικότητας. Η παρατεταμένη απροσδιοριστία τής έννοιας του ρεαλισμού, όμως, και η τάση τού να προσεταιρίζεται διαρκώς επεξηγηματικά επίθετα για να προσδιοριστεί (κριτικός, ποιητικός, σοσιαλιστικός, ψυχολογικός κ.α.), μας αναγκάζουν, συχνά, να περικλείουμε τη λέξη ρεαλισμός σε εισαγωγικά αοριστίας· επιτείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη ρευστότητα που τη χαρακτηρίζουν. Οι κλασικοί ρεαλιστές συγγραφείς τού 19ου αιώνα, επιδίωξαν να αναπαραστήσουν με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά τής εποχής τους και να παρουσιάσουν τους ήρωές τους σε εξέλιξη, ώστε να αποδώσουν αληθοφανώς τις συμπεριφορές τους, όπως αυτές καθορίζονται μέσα από την πολυσύνθετη αλληλεπίδραση του ατόμου με την κοινωνία.

Οι εμπειρικές προσεγγίσεις και οι θεωρητικές απλοποιήσεις (κυρίως, η πεποίθηση, πως μέσω της πειθαρχημένης παρατήρησης η πραγματικότητα γίνεται απευθείας αναγνωρίσιμη) τού παραδοσιακού ρεαλισμού, όμως, στάθηκαν εμπόδιο στη βαθιά κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων· καθώς αγνοούσαν, πως ο εξωτερικός κόσμος αντανακλάται στη διάνοια του ανθρώπου διαφορετικός από ό,τι στην πραγματικότητα είναι και απαιτείται μεθοδική διανοητική προσπάθεια θεωρητικής γενίκευσης των εμπειρικών δεδομένων, για να διαλυθεί το παραπέτασμα της άμεσα αντιληπτής φαινομενικότητας, ώστε να αποκαλυφθεί η ουσία των συνθηκών που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή. 

Ποιά τα χαρακτηριστικά του δομημένου ρεαλισμού και ποιός ο ρόλος του δημιουργού;

Στη νέα πρόταση του ρεαλισμού, τον δομημένο ρεαλισμό, που επεξεργαζόμαστε ως Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης (Όπως παρουσιάζεται μέσα από το συλλογικό σύγγραμμα: «Μανιφέστο/Δυο σχολές τού ρεαλισμού», εκδόσεις Γράφημα, καλοκαίρι τού 2022), ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να εμβαθύνει στα κοινωνικά φαινόμενα, στις αιτίες των γεγονότων και να εντοπίζει τους κοινωνικούς και ατομικούς παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μέσα στις δοσμένες συνθήκες που εκείνη αναπτύσσεται. Να εξετάζει ολόπλευρα την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες υποστάσεις, από σκοπιά ιστορική, κοινωνιολογική, οικονομική, ψυχολογική, φιλοσοφική· απεικονίζοντας την ανθρώπινη δραστηριότητα, που μεταμορφώνει την κοινωνία, όχι μόνο εστιάζοντας στο περιβάλλον που καθορίζει τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά εμβαθύνοντας και στην ψυχολογική ιδιοτυπία των ανθρωπίνων χαρακτήρων, που ασκούν τη δική τους επίδραση επάνω στις εξελίξεις.

Κατ’ αυτήν την έννοια, ο ρεαλιστής δημιουργός, ορίζεται ως αναδιαμορφωτής των κοινωνικά αποδεκτών βεβαιοτήτων, και ο ρεαλισμός, ως το μεθοδολογικό εργαλείο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ανακατασκευή τής πρόσληψής μας για την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Ο ρεαλιστής δημιουργός, συνδέει το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, περνώντας από τη βιωματική σύλληψη της πραγματικότητας στην ολόπλευρη κατανόησή της· υποβάλλοντας σε αξιολογικό έλεγχο τόσο τα δεδομένα τής εμπειρίας, όσο και τις δικές του ιδεολογικές αναφορές. Υπηρετώντας μια λογοτεχνία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κοινωνικής σκοπιμότητας, απευθυνόμενος σε αναγνώστες που στέκονται απέναντί του ισότιμα· αναλαμβάνοντας κατόπιν, το καθήκον να αναδομήσουν την προσωπική τους αντίληψη περί πραγματικότητας.

Ποιός ο ρόλος της εξωτερικής πραγματικότητας;

Στον δομημένο ρεαλισμό, εκείνο που απασχολεί πρωτίστως τον πεζογράφο, είναι οι συνθήκες που καθορίζουν μία συμπεριφορά, θέτοντας σε κίνηση τους ανθρώπους, και, συνεπώς, οφείλει να διερευνήσει τόσο τις εξωτερικές καταστάσεις (τις κοινωνικές σχέσεις και το ιδεολογικό, γλωσσικό, πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η συνείδηση), όσο και το ιδιότυπο ψυχολογικό υπόβαθρο των υποκειμένων, όπως αυτό σχηματίστηκε κατά την ανατροφή και ενηλικίωση τους, μέσα στα σύγχρονα, οικογενειακά, εκπαιδευτικά, και γενικότερα κοινωνικά πλαίσια, στα οποία τα υποκείμενα τοποθετούνται.

Πέρα από μια φιλοσοφική, θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, καταλήγει μια μέθοδος, που περιλαμβάνει δυο βασικές διαδικασίες. Πρώτον, την εξαντλητική επιστημονική ανάλυση, που θα οδηγήσει στην ουσία τού υπό διερεύνηση θέματος, και δεύτερον, την αυστηρώς δομημένη, ρεαλιστική, λογοτεχνική του απόδοση, που στηρίζεται στην ακριβόλογη χρήση των γλωσσικών σημείων, στην κατασκευή ολοκάθαρων εικόνων, στην αποφυγή υπερφυσικών αναφορών, στην κατάργηση της επιφανειακής συγκίνησης και του ρομαντικού συναισθηματισμού, στην εξάλειψη των αυθαίρετων στοχαστικών κρίσεων και ιδεολογικών ερμηνειών (που επιβάλλονται επάνω στα φαινόμενα και τις καταστάσεις εκ των προτέρων, δίχως να προκύπτουν από την αντικειμενική εξέτασή τους)· και, τέλος, στην αυστηρή και με σαφήνεια, δομική διάρθρωση του λογοτεχνικού κειμένου, όπου το αφηγηματικό και το περιγραφικό σκέλος δεν συμφύρονται ποτέ, αλλά παραμένουν διακριτά, εξυπηρετώντας αμφότερα την αποκάλυψη της ουσίας, που κομίζει ως ερευνητικό πόρισμα το εκάστοτε έργο του λόγου.

tetragwno.gr