Κώστας Καραγκούνης: «Τα καλά και τα άσχημα νέα»

Το κρίσιμο της περιόδου έχει να κάνει και με το άμεσο της στήριξης της μεσαίας τάξης αλλά και συγκεκριμένων κλάδων της παραγωγικής δραστηριότητας ενόψει μάλιστα και της έναρξης της τουριστικής σεζόν.

Βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη φάση της πανδημίας, όχι μόνο γιατί ο ιός επανακάμπτει επικίνδυνα μετά τις τελευταίες μεταλλάξεις του αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι έχει κυριολεκτικά απορυθμίσει τη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς.

Το κρίσιμο της περιόδου έχει να κάνει και με το άμεσο της στήριξης της μεσαίας τάξης αλλά και συγκεκριμένων κλάδων της παραγωγικής δραστηριότητας ενόψει μάλιστα και της έναρξης της τουριστικής σεζόν.

Η εξίσωση είναι προφανώς δύσκολη να επιλυθεί από την Κυβέρνηση και μια ψύχραιμη αξιολόγηση της κατάστασης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην προσπάθειά της αυτή υπάρχουν κάποια καλά αλλά και κάποια άσχημα νέα.
Τα καλά νέα είναι ότι η κυβέρνηση αποφάσισε από πολύ νωρίς να στηρίξει την ιδιωτική

οικονομία, συνδράμοντας τους πολίτες σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, όχι με την λογική των χαριστικών παροχών αλλά με την στρατηγική ότι δίνει στους πολίτες αυτό που δικαιούνται, αυτό δηλαδή που όπως το λέει και η ίδια η λέξη είναι δίκαιο. Άλλωστε εάν οι κυβερνήσεις δεν σταθούν δίπλα στον πολίτη σε στιγμές κρίσης, πότε αλήθεια θα το κάνουν;

Ήταν αυτονόητο λοιπόν να δράσει με αυτό τον τρόπο η Κυβέρνηση, όχι μόνο γατί επιβάλλεται από τις δυσχερείς περιστάσεις και την οικονομική δυσπραγία αλλά και γιατί ιδεολογικά αποτελεί μονόδρομο για την φιλελεύθερη παράταξη.

Προνόησε ώστε οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις να πάνε πιο πίσω, φρόντισε οι δανειακές καταβολές να μετατεθούν για αργότερα, νομοθέτησε ώστε να απαλλαγούν οι επαγγελματίες από την καταβολή ενοικίου, ρύθμισε την καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού για να ανασάνουν οι επιχειρήσεις, ενίσχυσε την αγορά με τις διαδοχικές επιστρεπτέες προκαταβολές και έδωσε την δυνατότητα στο σύνολο των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών να δανειοδοτηθούν στο 25% του τζίρου τους.

Το σημαντικότερο βέβαια όλων είναι ότι από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης διασφαλίστηκε η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και έτσι δόθηκε η δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση σε ευνοϊκό δανεισμό.

Δανεισμός που γίνεται με πολύ χαμηλό επιτόκιο αφού η ΕΚΤ αγοράζει τα ομόλογά μας στο ιστορικό χαμηλό του 0,70%, και σε ύψος που μας επιτρέπει να καλύψουμε όσες δημοσιονομικές ανάγκες απαιτηθούν.

Οπότε θέμα ρευστότητας για την ελληνική οικονομία ευτυχώς δεν υπάρχει και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων συνεπειών της πανδημίας.
Υπάρχουν όμως και κάποια άσχημα νέα που ίσως θα πρέπει να υποχρεώσουν την Κυβέρνηση να προχωρήσει σε ανασχεδιασμούς και σε κάποιες ειδικότερες δράσεις όσον αφορά την οικονομική της πολιτική.

Πρώτα απ’ όλα το πρωτογενές έλλειμμα για το 2020 αυξήθηκε σε δυσθεώρητα ύψη και ξεπέρασε τα 17 δις Ευρώ ενώ ραγδαία είναι και η αύξηση του χρέους της χώρας.
Είναι μια πραγματικότητα που προφανώς είναι ανησυχητική και είναι λογικό να περιορίζει τις οικονομικές μας δυνατότητες που όπως πολύ σωστά παρατήρησε και ο αρμόδιος υπουργός κος Σκυλακάκης δεν είναι απεριόριστες.

Δεύτερον, η πρόκληση της όσο πιο ομαλής επανεκκίνησης του τουρισμού είναι κάτι παραπάνω από κρίσιμη. Σε μια περίοδο που τα φορολογικά έσοδα είναι αυτονοήτως υπερβολικά μειωμένα και τα οποία πιθανόν έτσι θα συνεχίσουν να είναι αν λάβουμε υπόψη το ήδη απομειωμένο εισόδημα των υπόχρεων του 2020, τα έσοδα του Τουρισμού αποτελούν την πιο σημαντική ανάσα για τον προϋπολογισμό και το ουσιαστικότερο στήριγμα της οικονομίας.

Τα εμπόδια όσον αφορά την πρόκληση αυτή είναι ευδιάκριτα όχι μόνο γιατί οι μεταλλάξεις είναι αξιοσημείωτες και μας υποχρεώνουν σε περαιτέρω περιορισμούς της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και γιατί η καθυστέρηση των εμβολιασμών ίσως επηρεάσει την ακώλυτη κίνηση των τουριστών.

Δυστυχώς στο πιο κομβικό σημείο η Ευρώπη δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, γι’ αυτό και οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την καθυστέρηση στην εξασφάλιση της παροχής των εμβολίων στα Κράτη μέλη είναι πολύ μεγάλες λίγους μήνες πριν την έναρξη της τουριστικής σεζόν.

Τρίτον και κυριότερο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ακριβώς λόγω αυτής της δύσκολης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί, η Ελλάδα δεν αντέχει να βρίσκεται σε ένα συνεχές λοκ ντάουν.

Ο λόγος βέβαια είναι απλός. Είμαστε μια χώρα υπηρεσιών και όχι χώρα βαριάς βιομηχανίας.
Το λοκ-νταουν στην Ελλάδα κοστίζει πολλαπλάσια σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία ή η Τσεχία που κατά βάση στηρίζονται στην βιομηχανία τους. Ακόμα και σε συνθήκες αυστηρών περιορισμών οι οικονομίες τέτοιων χωρών συνεχίζουν να λειτουργούν απρόσκοπτα και χωρίς απαγορεύσεις.

Η Ελλάδα αντιθέτως δεν έχει την πολυτέλεια να περιορίσει επί μακρόν την οικονομική της δραστηριότητα ούτε να κλείνει συνεχώς την εστίαση, το λιανεμπόριο και τα ξενοδοχεία. Αν συνεχιστεί κάτι τέτοιο είναι μαθηματικά βέβαιο ότι εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και ακόμη περισσότεροι εργαζόμενοι θα απειληθούν το επόμενο διάστημα.

Με την έννοια αυτή και έχοντας όλα αυτά τα δεδομένα υπ όψιν, είναι απολύτως αναγκαίο η οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης να προσαρμοστεί αναλόγως. Δεν πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στην πρόνοια για τα κόστη των επιχειρήσεων αλλά και στις γενικότερες ανάγκες τους που θα επιτρέψουν τη διάσωσή τους.

Έχουν γίνει πολλά μέχρι τώρα, όμως οι μεγάλες προκλήσεις είναι ακόμη μπροστά μας.

Ο Κώστας Καραγκούνης είναι Βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας της Ν.Δ., πρώην Υπουργός

ieidiseis.gr