Μικαέλλα Παπαχρυσάνθου: «Να αφήσουμε τον Πολιτισμό… να εκφραστεί»

Η Μικαέλλα Παπαχρυσάνθου ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική από πολύ μικρή. Πήρε τους δρόμους του πενταγράμμου, τους χαράζει και τους ταξιδεύει, όχι απλά και μόνο για να τους περάσει, αλλά για να γνωρίσει κάθε στροφή τους, κάθε φωτεινή και μυστική τους απόληξη.

Αποφοίτησε από το τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αποκτώντας το πτυχίο της στο πιάνο και στα ανώτερα θεωρητικά, για να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με το πτυχίο της Βυζαντινής Μουσικής. Παρακολούθησε επίσης το διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Μουσική, κουλτούρα και επικοινωνία» του Τμήματος Μουσικών Σπουδών / Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ – ΕΚΠΑ, το οποίο και τελείωσε, και από το 2007 μέχρι και σήμερα ασχολείται ως σολίστ με ένα όργανο, που κουρδίζει αρμονικά με την ψυχή της: το κανονάκι.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η ουσιαστική αμεσότητα που την διακρίνει στην επικοινωνία της με τους άλλους ανθρώπους έχει σμιλευτεί μέσα στα διάφανα της φωνής της και στους αέρινους ήχους αυτού του οργάνου.

Γράφει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, για ταινίες μικρού μήκους, για χοροθέατρα, εμφανίζεται σε μουσικές σκηνές, έχει ήδη τη δική της δισκογραφία και αξιόλογες συμμετοχές στην ελληνική μουσική παραγωγή. Συμμετέχει σε μουσικά φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής και όχι μόνο, στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Ευρώπη και από το 2008 εργάζεται και ως καθηγήτρια μουσικής στη πρωτοβάθμια και μέση εκπαίδευση.

Διδάσκει σεμινάρια φωνητικού αυτοσχεδιασμού στην Ελλάδα και την Κύπρο και έχει έναν σημαντικό αριθμό εισηγήσεων σε μουσικά σεμινάρια, με μια σημαντική εμπειρία στη διδασκαλία παιδικών χορωδιών και φωνητικών συνόλων ενηλίκων.

Το 2017 ο Θεατρικός Οργανισμός της Κύπρου (Θ.Ο.Κ.), για τη μουσική της σύνθεση στην παράσταση «Εκκλησιάζουσες» της απένειμε ειδική τιμητική διάκριση.

Ζει και εργάζεται στο Αγρίνιο.

Μία συζήτηση του Λευτέρη Τηλιγάδα με την Μικαέλα Παπαχρσάνθου

Αν και τα επίσημα έγγραφα, που δηλώνουν τον τόπο της καταγωγής της, μας βεβαιώνουν ότι είναι από «τόπο αλαργινό», κανείς από όσους την γνωρίζουν σ’ αυτήν εδώ την πόλη δεν θα πουν ότι είναι «και από τόπο ξένο». Αναφέρομαι στην Μικαέλλα Παπαχρυσάνθου, η οποία εδώ και μια δεκαετία σχεδόν έχει στήσει τη δική της οικογένεια σε τούτη εδώ την πόλη, και φροντίζει, σε πείσμα των καιρών και των «καθημερινών πραγμάτων» που επιχειρούν να συρρικνώσουν το άνοιγμα της ψυχής στο όνειρο, να υπηρετεί τις δημιουργικές της ανησυχίες με έμπνευση και ταλέντα.

Αλήθεια, δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ, αν και το αντιλαμβάνομαι, αλλά θέλω να ξεκινήσουμε με αυτό κ. Παπαχρυσάνθου: Πώς διάλεξες το Αγρίνιο για να στήσεις το σπιτικό σου;

«Η επιλογή του Αγρινίου ήταν το αποτέλεσμα της αγάπης. Ήταν ο σύντροφός μου εδώ. Και η δική του καταγωγή όμως, δεν είναι από ‘δω. Εδώ εργαζόταν. Παρά το γεγονός όμως ότι έπρεπε να πάρω μια δύσκολη απόφαση, αφού μαζί με την Αθήνα έπρεπε να αφήσω και όλα όσα ήδη είχαν αρχίσει να λειτουργούν και να συμβαίνουν εκεί, ακολούθησα το συναίσθημα και τα δυο πρώτα χρόνια, πραγματικά, είχαν πάρα πολύ κούραση, αφού οι υποχρεώσεις με τραβούσαν στην πρωτεύουσα και η επιθυμία με ήθελε δίπλα στο σύντροφό μου».

Πατρίδα του καλλιτέχνη, του δημιουργού γενικότερα, δεν είναι ο τόπος της βιολογικής καταγωγής του. Πατρίδα του καλλιτέχνη είναι ο τόπος, που τον βοηθάει να μεγαλώσει το όνειρό του και να καρποφορήσει το χάρισμά του. Το νοιώθεις αυτό σ’ αυτή την πόλη;

«Ναι, έτσι αισθάνομαι. Το Αγρίνιο με αγκάλιασε πραγματικά. Η πρώτη περίοδος βέβαια της εδώ παρουσίας μου είχε μια δυσκολία, όπως σου είπα και προηγουμένως. Να φανταστείς οι μοναδικοί άνθρωποι που είχα στη ζωή μου τον πρώτο καιρό στο Αγρίνιο ήταν ο άντρας μου και δύο φίλοι. Κανείς άλλος. Σιγά – σιγά όμως ο χώρος άνοιξε και πραγματικά σήμερα ζω σε έναν τόπο που μου δίνει τις αναπνοές που χρειάζομαι για να ανθίσουν, όπως είπες προηγουμένως, και το ταλέντο, και οι προσλαμβάνουσες που έχω ανάγκη ως δημιουργός για να πάω παρακάτω τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες και ευαισθησίες.

Βέβαια φροντίζω να διατηρώ τις επαφές μου σε όλη την άλλη Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό, αλλά για μένα το Αγρίνιο είναι πλέον το σπίτι μου, το δικό μου πια, ζεστό, καλλιτεχνικό και κοινωνικό περιβάλλον».

Ποιες είναι οι δικές σου προσλαμβάνουσες μέσα σε αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον;

«Είναι ένα περιβάλλον που ουσιαστικά οικοδομείται σιγά – σιγά. Και είναι εξαιρετικά δημιουργικό να είσαι παρόν, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είμαστε αρκετοί που το προσπαθούμε αυτό σήμερα στην πόλη.

Εκείνο που είναι απαραίτητο όμως είναι να έχουμε τις αισθήσεις μας ανοιχτές στο διαφορετικό.

Όσοι ζούμε χρόνια πια σ’ αυτόν τον τόπο και επιχειρούμε να λειτουργήσουμε δημιουργικά, χρειαζόμαστε ένα βλέμμα εξωστρεφές, μακριά από την εσωστρέφεια που διακρίνει τη κοινωνική ζωή στης επαρχίας. Πρέπει να αφήσουμε τον πολιτισμό που κατακτήσαμε μέχρι σήμερα από τη βόλτα μας στον κόσμο να εκφραστεί.

Ξέρω ότι μέσα μου κουβαλάω τις αναπνοές και τα χρώματα της κυπριακής μου πολιτιστικής ταυτότητας, μια κοσμοπολίτικη αντίληψη για τα πράγματα που δεν με αφήνει να περιοριστώ στις περιχαρακώσεις αδιέξοδων στιγμών. Κουβαλάω την όσμωση μου με τα αρώματα της Θεσσαλονίκης, μια πόλη πρωτεύουσα των τεχνών στα Βαλκάνια και όχι μόνο».

Η Θεσσαλονίκη της τέχνης είναι η φαντασιακά γοητευτική «αλητεία» των Βαλκανίων.

«Αυτό ακριβώς. Καλή και χρήσιμη για την τέχνη μου η Αθήνα, αλλά η Θεσσαλονίκη είναι άλλο πράγμα.

Από τη μια το κουτούκι κι από την άλλη το Μέγαρο. Και στα δύο η ίδια πελατεία, οι ίδιοι άνθρωποι· αυθεντικοί και στα δύο, χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές, με ένα άνοιγμα καρδιάς και μια αφοπλιστική γνησιότητα που είναι αδύνατον να μην σε επηρεάσει αυτή η κατάσταση.

Εκεί οι άνθρωποι συναντιούνται με μια αξιοθαύμαστη απλότητα. Η Θεσσαλονίκη σε αφομοιώνει και σε διαστέλλει, σε αντίθεση με την Αθήνα, που αν την αφήσεις να σε αφομοιώσει, σε συρρικνώνει επικίνδυνα. Το λέω αυτό παρά το γεγονός ότι την αγαπάω πολύ την Αθήνα. Και την αγαπάω, γιατί η προσωπική μου εμπειρία από τη ζωή μου εκεί, είναι πολύ καλή.

Όλα αυτά, λοιπόν, που κουβαλάμε μέσα μας από το ταξίδι μας στον κόσμο, οφείλουμε να μην φοβηθούμε να τα ακουμπήσουμε στον τόπο που έχουμε επιλέξει να ζήσουμε τη ζωή μας, ανεξάρτητα από το αν αυτό λέγεται Αγρίνιο, Άρτα ή Σέρρες. Να κρατήσουμε με άλλα λόγια ότι μας βοηθάει από αυτόν τον τόπο και να πάμε παρακάτω μαζί με τον τόπο. Να αφήσουμε πάνω του ευδιάκριτο το ίχνος των πραγμάτων που μας γαλούχησαν και μας έκαναν αυτό που είμαστε.

Στο Αγρίνιο σήμερα συμβαίνουν πράγματα. Δεν πρέπει όμως αυτό που γίνεται να μας κρατάει στάσιμους στο καθεστώς του. Πρέπει ότι γίνεται καιν να μας πηγαίνει παρακάτω».

Οι αξιόλογες μουσικές θεωρητικές σπουδές σου, πόσο εύκολα ή δύσκολα σε κάνουν να λειτουργείς μέσα στο πλαίσιο της απαίτησης για εύκολη, γρήγορη και «ηχηρή» νυχτερινή διασκέδαση;

«Η δουλειά μας, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι νυχτερινή. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στο εκπαιδευτικό κομμάτι, ενός δασκάλου που διδάσκει μουσική σε ένα σχολείο ή σε ένα ωδείο.

Η παρουσία ενός περφόρμερ σε ένα χώρο διασκέδασης, ο οποίος λειτουργεί τις νυχτερινές ώρες απαιτεί ειδικές δεξιότητες. Εμένα μου έκανε πάρα πολύ καλό η πίεση των σπουδών σε κείνα τα πολύ τρυφερά χρόνια της ζωής μου, γιατί μπόρεσα και στάθηκα. Μπόρεσα και στήριξα τον εαυτό μου και μουσικά και κοινωνικά στα νυχτερινά μαγαζιά της εύκολης διασκέδασης. Χρησιμοποίησα και τη θεωρητική μου κατάρτιση και την κοινωνική μου παιδεία.

Υπάρχουν καταπληκτικοί μουσικοί με εξαιρετική και βαθιά μουσική γνώση και παιδεία, που αδυνατούν ψυχολογικά να βγάλουν πέρα ένα τετράωρο πρόγραμμα σε ένα νυχτερινό μαγαζί. Πάντως, αν δεν ήταν οι σπουδές, θα ήταν μόνο η νύχτα. Κι αυτό είναι προβληματικό. Το έχω δει και το ξέρω».

Τι είναι εκείνο με το οποίο καταπιάνεσαι μουσικά σήμερα; Ετοιμάζεις κάτι;

«Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο studio και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Διασκευάζω κάποια πολύ αγαπημένα μου τραγούδια και ήδη οι κριτικές που έχω ακούσει για το πρώτο που κυκλοφόρησε -ένα πολύ γνωστό τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή με τίτλο, “Τώρα που θα φύγεις”-  ήταν πάρα πολύ καλές». Τόσο, που δεν το περίμενα.

Υπάρχουν επίσης, κάποια πράγματα που δουλεύω, αλλά ακόμα είναι νωρίς, να μιλήσω γι’ αυτά. Ίσως από τον Ιανουάριο και μετά.

Τέλος έχω ετοιμάσει ένα πρότζεκτ για το festival Photopolis, με μουσικές του κόσμου, του δρόμου, της λεκάνης της Μεσογείου και τις γειτονιές της Ελλάδας. Είναι ήχοι της Ανατολής και της Δύσης, ήχοι της Ελλάδας, ήχοι γνώριμοι. Δικοί μας ήχοι, που θα συναντηθούν και θα διασταυρωθούν στην Παλαιά Λαχαναγορά, την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020, στις 8:00 το βράδυ, με ελεύθερη είσοδο. Θα χαρώ πολύ να σας δω όλους.


«Agrinio 365» Media Group | AgrinioTimes.gr – Antenna-Star.gr