Παναγιώτης Α. Κατσούλης: Οι «δύο κόσμοι» της Αυτοδιοίκησης – Μία πρόταση

Κάθε εκλογικός νόμος αποτυπώνει στο συγκεκριμένο χρόνο το δεδομένο συσχετισμό δύναμης. Αυτό συμβαίνει τώρα και στο χώρο της αυτοδιοίκησης Α και Β βαθμού, όπου αναδεικνύεται η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και η προσπάθεια εδραίωσης της μέσω και του εκλογικού νόμου. Κυριαρχία που ξεκίνησε το 2014, διευρύνθηκε το 2019 και επιχειρείται η μονιμοποίηση της στις εκλογές του 2023. 

Εκφράζεται μέσω μιας ευρείας “συντηρητικής συνεύρεσης” Δημάρχων και Περιφερειαρχών που εκλέχθηκαν με το χρίσμα της ΝΔ και μέρος του ΚΙΝΑΛ, η οποία επί 1,5 χρόνο ευνοήθηκε θεσμικά/κρατικά από σειρά κυβερνητικών ρυθμίσεων. Ρυθμίσεις αντιδημοκρατικές και απαξιωτικές για τον ίδιο το θεσμό, οι οποίες ενίσχυσαν το “δημαρχοκεντρισμό” και περιόρισαν τη λογοδοσία και τη διαφάνεια.  

 Όμως η κατάθεση του εκλογικού νόμου, έφερε στο φως και τον “άλλο κόσμο” της αυτοδιοίκησης. Δεν έχει την ισχύ των μηχανισμών της “συντηρητικής συνεύρεσης”, αλλά είναι λιγότερο αλλοτριωμένος και πιο κοντά στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Είναι ο κόσμος των “μειοψηφιών” στα συλλογικά όργανα (ΚΕΔΕ, ΠΕΔ), σκεπτόμενοι  πρώην και νυν αιρετοί ευρέως πολιτικού φάσματος και πολλοί τοπικοί σύμβουλοι των Κοινοτήτων που αντιδρούν στην εξαφάνιση τους. 

Είμαστε πολλοί, αλλά σκόρπιοι. Για να ενωθούμε πρέπει κατ’ αρχάς να συνομιλήσουμε και ακολούθως να αναζητήσουμε το δικό μας αυτοδιοικητικό πολιτικό προσδιορισμό σε τοπικό επίπεδο και σε εθνική κλίμακα. Απέναντι στον πόλο της “συντηρητικής συνεύρεσης” να διαμορφώσουμε τον ανατρεπτικό πόλο της “δημοκρατικής – προοδευτικής μεταρρύθμισης” στην αυτοδιοίκηση. 

H συγκρότηση αυτής της αυτοδιοίκητικής συμμαχίας είναι αναγκαία για την ύπαρξη και μετεξέλιξη του ίδιου του θεσμού. Μέρα με τη μέρα η αυτοδιοίκηση διολισθαίνει σ’ ένα γραφειοκρατικό κρατικό οργανισμό τοπικής διαχείρισης, ο οποίος υπό το πλέγμα της υφιστάμενης ετεροδιοίκησης απομακρύνεται ακόμη και από την ίδια τη “διοίκηση των τοπικών υποθέσεων”. Η πλειοψηφία δε των δημοτικών και περιφερειακών αρχών, έχοντας αναλάβει οικιοθελώς το ρόλο του μεσάζοντα κυβέρνησης και τοπικών κοινωνιών, απολαμβάνει ως “αντιπαροχή” των πολιτικών της υπηρεσιών τα δώρα του εκλογικού νόμου και ορέγεται την επανεκλογή της. 

Η αυτοδιοίκηση χρειάζεται ένα φρέσκο, ριζοσπαστικό και μεταρρυθμιστικό άνεμο. Ένα ρεύμα εφαρμόσιμων αντιλήψεων και ιδεών, στον αντίποδα της στασιμότητας και της συντηρητικής άπνοιας κυβέρνησης και πλειοψηφίας της ΚΕΔΕ. 

Άλλωστε το ομολογούν και οι ίδιοι. Ο Καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης, ο οποίος είχε οριστεί πρόεδρος της επιτροπής για “Για την προετοιμασία του νόμου για τη μεταρρύθμιση και ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Κράτους”, με άρθρο του στο “Πρώτο Θέμα” (16/01/2021), δήλωσε:

Η επιτροπή δεν κατέληξε στην επικύρωση και την επίσημη παράδοση του πορίσματός της στην πολιτική ηγεσία, ούτε στην πλήρη επεξεργασία του σχεδίου νόμου…” και πως “για να ολοκληρωθεί το φιλόδοξο αυτό έργο είναι αναγκαίο να συμπράξουν περισσότερα υπουργεία!”. Ήτοι ο κ. καθηγητής δηλώνει πως οι υπουργοί του κ. Μητσοτάκη δεν συνεργάστηκαν, η επιτροπή ούτε πόρισμα δεν παρέδωσε και η μεταρρύθμιση της “πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της μεταφοράς αρμοδιοτήτων και λειτουργιών από την κεντρική διοίκηση στην Τ. Α.” παραπέμφθηκε στις καλένδες.

Επομένως για τη γενναία μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη ο ίδιος ο θεσμός, όσο και για ένα νέο δημοκρατικό εκλογικό νόμο που θα αρνείται τη φιλοσοφία του “ενός ανδρός αρχή”, πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα τον ουσιαστικό προγραμματικό διάλογο που απαιτούν οι ανάγκες των τοπικών μας κοινωνιών. 

Όσον αφορά τον εκλογικό νόμο και την περιβόητη “κυβερνησιμότητα”, η κατ’ αρχήν θέση που πρέπει να εξειδικεύσουμε είναι απλή. Κυβερνησιμότητα σημαίνει σύνθεση διαφορετικών απόψεων στα συλλογικά όργανα της αυτοδιοίκησης, με επιχειρήματα, πειθώ και διαφάνεια. Οι εμπειρίες μας έχουν αποδείξει το εφαρμόσιμο αυτής της αντίληψης, η οποία ταυτόχρονα σηματοδοτεί και τη διαφορετική μας προγραμματική θέση για ένα νέο μοντέλο αυτοδιοίκησης. Η ανάδειξη ενός νέου πολιτικού πολιτισμού, μιας νέας κουλτούρας σύνθεσης και συνεργασιών στις τοπικές κοινωνίες είναι αναγκαία. 

  Για να προλάβω τυχόν ενστάσεις περί μπλοκαρίσματος των συλλογικών αποφάσεων, τονίζω πως δύναται να υπάρξουν οι αναγκαίες θεσμικές και νομικές παρεμβάσεις αντιμετώπισης των πιθανών προβλημάτων που θα προκύψουν.

  Όσον αφορά τα προς συζήτηση προγραμματικά ζητήματα, επιγραμματικά εκκινώ από δύο καίρια πολιτικά ερωτήματα:

1ο) Αλλαγή εκ βάθρων της αυτοδιοίκησης; Σε ποια κατεύθυνση; με ποιο σχέδιο;

2ο) Μέσω ποιών ριζικών ανατροπών στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση;

Επικουρικά στα παραπάνω ερωτήματα, οι κάτωθι 9 θεματικές ενότητες:

  • Θεσμικό πλαίσιο κανονιστικής και καταστατικής αυτονομίας για τους Δήμους και τις Περιφέρειες.
  • Αντιπροσωπευτικότητα – συμμετοχική δημοκρατία – διαφάνεια. Ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος στα όργανα συλλογικά διοίκησης.
  • Ο ρόλος των Κοινοτήτων στη βάση των αρχών της Εγγύτητας και της Επικουρικότητας, αλλά και ως βάση μιας νέας συνολικής μεταρρύθμισης. 
  • Αποκέντρωση με μεταφορά πόρων και αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση και όχι κρατική αποσυγκέντρωση. Αποκέντρωση εξουσίας προς τα κάτω.
  • Ενδυνάμωση – στήριξη των βασικών κοινωνικών δομών και της αλληλεγγύης, αντί της εμπορευματοποίησης. 
  • Αναβάθμιση της καταστατικής θέσης των αιρετών, αντί του θεσμικού και ποσοτικού περιορισμού.
  • Ευρωπαϊκά προγράμματα (ΕΣΠΑ – Ταμείο Ανάκαμψης) – Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η σημασία του δημοκρατικού περιφερειακού και τοπικού προγραμματισμού. 
  • Οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ Α & Β βαθμού.
  • Ο ρόλος της αυτοδιοίκησης στην προστασία του περιβάλλοντος.

 

Να ξεκινήσουμε άμεσα τολμηρές τοπικές πρωτοβουλίες διαλόγου.

Για να κάνουμε την επόμενη μέρα στην αυτοδιοίκηση φωτεινή!

 

Παναγιώτης Α. Κατσούλης

Εκπαιδευτικός

Πρώην Δήμαρχος Μεσολογγίου

 

Ο Τεντ Κένεντι είχε πει: «Μπορεί να πιστεύεις ότι δεν είσαι έτοιμος, ότι θα πρέπει να το κάνεις σε μία πιο κατάλληλη στιγμή. Όμως δεν διαλέγεις εσύ τον χρόνο. Ο χρόνος διαλέγει εσένα. Είτε αρπάζεις αυτό που ενδεχομένως θα αποδειχτεί η μοναδική σου ευκαιρία, ή αποφασίζεις ότι είσαι πρόθυμος να ζήσεις με την γνώση ότι η ευκαιρία σε προσπέρασε».

Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει σήμερα ο βαθμός ετοιμότητας που οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες απαιτούν. Βιώνουμε συνθήκες πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ στην αυτοδιοίκηση, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά σε τέτοιο βαθμό. 

Όμως η κυριαρχία της δεν σηματοδοτεί και πολιτική ηγεμονία. Απεναντίας, η νέο συντηρητική κυβερνητική ατζέντα στην αυτοδιοίκηση διαμορφώνει εκ των πραγμάτων εκείνες τις προϋποθέσεις ευρύτατων, από το χώρο του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού μέχρι την αριστερά.

 

Στις τωρινές αντίξοες συνθήκες της πανδημίας, αποτελεί ευκαιρία ο νέος εκλογικός νόμος και η κατάργηση των κοινοτήτων για να ανοίξει μεθοδικά τώρα η συζήτηση για μια “νέα προοδευτική αυτοδιοίκηση”;

Χρειαζόμαστε σήμερα στην αυτοδιοίκηση ένα εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα, εντελώς διαφορετικό από αυτό του συντηρητικού αφηγήματος της δεξιάς; 

Θα αντιμετωπίζουν την Αυτοδιοίκηση σαν μακρινό παρελθόν… κάτι που υπήρξε στην Ιστορία. Και για να είναι πιο παραδειγματικοί θα δείχνουν κάτι που προσομοιάζει με Αυτοδιοίκηση. Κάτι λίγο-πολύ που μοιάζει και με το σημερινό: προσομοίωση Αυτοδιοίκησης ή με άλλα λόγια ένας γραφειοκρατικός οργανισμός τοπικής διαχείρισης.

Ετσι, μόνο ως σύντομο ανέκδοτο φαντάζει σήμερα η επίκληση της αδέσμευτης και ανεξάρτητης Αυτοδιοίκησης! Μόνο και μόνο το γεγονός ότι κανείς ή ελάχιστοι παρακολουθούν τις διαδικασίες, μόνο και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει μια γενικότερη αδιαφορία, μια απαξίωση, δείχνει ότι η Αυτοδιοίκηση και οι αυτοδιοικητικοί απομακρύνθηκαν από τις τοπικές κοινωνίες και τις ανάγκες τους. Δεν συνομιλούν με τον λαό, αλλά με μηχανισμούς. Δεν πιστεύουν, πλέον, στη δύναμη του λαού. Αλλοτριώθηκαν.

Δήμοι και περιφέρειες μετατρέπονται σταδιακά σε τοπικό κράτος εφαρμοστή, δημιουργό και προωθητή αντιλαϊκών πολιτικών της εκάστοτε κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κεφαλαίου, με σκοπό την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Στόχος, η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, η διεύρυνση της ανταπόδοσης, η εμπορευματοποίηση και συρρίκνωση βασικών κοινωνικών δομών, η φοροεπιδρομή και η εξυπηρέτηση διαπλεκομένων.

Εξάλλου στην Ελλάδα η Αυτοδιοίκηση δεν ήταν ποτέ αυτο-κυβέρνηση, δηλαδή ένα πολιτικό καθεστώς συμμετοχής εντός του οποίου η τοπικότητα απολαμβάνει δικαιώματα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η Αυτοδιοίκηση ήταν απλά «η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων», ούτε καν η διαχείρισή τους. Έτσι λειτούργησε ιστορικά σαν μια μικρογραφία του κράτους και του κεντρικού πολιτικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο και όχι ως μια διακριτή, πόσο μάλλον εναλλακτική, δομή πολιτικής εξουσίας.

Ο Γολγοθάς αυτός της Αυτοδιοίκησης έγινε περισσότερο επώδυνος τα τελευταία είκοσι χρόνια, καθώς το καθεστώς αντιπροσώπευσης ομοίαζε όλο και περισσότερο με εκείνο του κεντρικού κράτους. Αρχικά το πρόγραμμα «Καποδίστριας» και στη συνέχεια το πρόγραμμα «Καλλικράτης» αναδιάταξαν τις σχέσεις κεντρικού και τοπικού κράτους αναδιαρθρώνοντας εκ βάθρων την «τοπολογία» των αντιπροσωπευτικών δομών.

Ο «Καποδίστριας» κατάφερε το πρώτο χτύπημα. Ακολούθησε ο «Καλλικράτης». Οι δήμοι και οι κοινότητες εξανεμίστηκαν. Ο αριθμός 6.128 των δήμων και των κοινοτήτων του 1997 μειώθηκε το 2011 στους 325! Η πεμπτουσία της Αυτοδιοίκησης, όπως τη ζήσαμε, χάθηκε. Το άμεσο πρόσωπό της σκοτείνιασε. Άμεση δημοκρατία, λαϊκή συμμετοχή και, συνεπώς, λαϊκή εξουσία αποτελούν λέξεις πλέον κενές περιεχομένου. Ενισχύθηκαν και σε τοπικό επίπεδο η έννοια της πολιτικής αλλοτρίωσης, η απομάκρυνση και η αποξένωση των πολιτών από την εξουσία.

Στην κατηφόρα αυτή μεγάλη συμβολή έχει και ο νόμος για την Αυτοδιοίκηση με το όνομα ενός σπουδαίου μεταρρυθμιστή της αρχαιότητας, του Κλεισθένη, που δεν εισάγει στην ουσία καμία μεταρρύθμιση. Πρόκειται για μια παρέμβαση πολύ πίσω από τις ανάγκες της κοινωνίας και της Αυτοδιοίκησης, που δεν αποτολμά τη θεσμική επίλυση ζητημάτων που έχουν ωριμάσει στη συλλογική και δημόσια συζήτηση. Αυτή η ατολμία είναι ορατή ακόμα και στη μοναδική μεταρρύθμιση που επιχειρεί να εισαγάγει το σχέδιο νόμου με μια νοθευμένη-κολοβή απλή αναλογική δύο γύρων. Κολοβή γιατί με τις εκλογές σε δύο γύρους μάλλον ενισχύει, παρά αποδυναμώνει το σημερινό μοντέλο του δημαρχοκεντρισμού και του περιφερειαρχοκεντρισμού.

Η καθιέρωση ωστόσο της απλής αναλογικής δεν είναι απλώς μια αξιακή επιλογή, αλλά στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα πραγματικά δεδομένα και έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα. Εξάλλου, όλα τα μέχρι τώρα καλπονοθευτικά συστήματα που διαμόρφωναν «ισχυρές» τοπικές εξουσίες, οδήγησαν σε φαινόμενα αλαζονείας, αμετροέπειας και αδιαφάνειας.

Αυτά, όμως, δεν είναι στην κουλτούρα εκείνων που έμαθαν και αρέσκονται στην επιβολή μιας νόθας πλειοψηφίας και απωθούν ό,τι έχει να κάνει με την κουλτούρα του διαλόγου, της πειθούς και των συνεργασιών. Ετσι, χρησιμοποιούν την «κυβερνησιμότητα» ως πρόσχημα για να αλλοιώσουν τη βούληση των πολιτών και να παραπλανήσουν την κοινωνία. Μιλούν για τη «λαίλαπα της ακυβερνησίας» και επικαλούνται καταστροφές και πάθη για να επιβάλουν το μοντέλο που τους βολεύει.

Ωστόσο η απάντηση στο ζήτημα της «κυβερνησιμότητας» είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως θεσμική και νομική, αφού ικανός και καλός τοπικός ηγέτης είναι αυτός που καταφέρνει να συνθέτει τις διαφορετικές απόψεις, να βρίσκει επιχειρήματα, να πείθει και να εξασφαλίζει τη στήριξη του δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου. Το εκλογικό σύστημα, επομένως, θα μπορούσε να αποτελέσει απαρχή ενός νέου μοντέλου Αυτοδιοίκησης που θα βασίζεται στην επιδιωκόμενη σύνθεση των απόψεων, στον διάλογο και στη συνεργασία προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Ακόμα και στην περίπτωση μπλοκαρίσματος θα μπορούσαν να καταφύγουν στις πρόνοιες που δίνει ο νόμος για την αποφυγή αδιεξόδου.

Ωστόσο, αντί να επιχειρηθούν προσπάθειες βελτίωσης της απλής αναλογικής, ήρθε η λαίλαπα της λεγόμενης κυβερνησιμότητας να την ανατρέψει πραξικοπηματικά πριν καν δοκιμαστεί. Η κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς καμία ουσιαστική διαβούλευση, με πλήρη απαξίωση και αποκλεισμό των νεοεκλεγμένων αυτοδιοικητικών οργάνων, τα οποία εν τέλει θα είχαν και την ευθύνη αντιμετώπισης τυχόν προβλημάτων από την εφαρμογή του νόμου, προχώρησε στην ψήφιση των άμεσων μέτρων για τους ΟΤΑ.

Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν ρυθμίσεις διευκόλυνσης της λειτουργίας των ΟΤΑ, αλλά μέτρα εγκαθίδρυσης ενός ακόμα πιο συγκεντρωτικού, αυταρχικού τρόπου διοίκησης, καταστρατηγώντας ταυτόχρονα τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα. Η κυβερνητική παρέμβαση στην ουσία αποσκοπεί στην αλλαγή μέσω νόμου των εκλογικών αποτελεσμάτων και τη δημιουργία πλαστών διοικητικών πλειοψηφιών. Και αυτό έγινε.

Τώρα εξήγγειλε το νέο εκλογικό σύστημα με το οποίο απαξιώνεται ακόμα περισσότερο αυτό που ονομάζουν «Αυτοδιοίκηση», καταστρατηγείται η ισότητα της ψήφου και θάβεται οριστικά η απλή αναλογική.

Τίθεται όριο εκπροσώπησης στα συμβούλια το 3% όπως ισχύει και στις βουλευτικές εκλογές, με αποτέλεσμα συνδυασμοί που προσέφεραν στα κοινά να μην εκπροσωπούνται στα δημοτικά συμβούλια.

Ακόμα χειρότερο, συρρικνώνονται τα δημοτικά συμβούλια. Στην Αθήνα για παράδειγμα, οι δημοτικοί σύμβουλοι περιορίζονται από τους 49 στους 41, οι περιφερειακοί σύμβουλοι Αττικής μειώνονται σε 71 από τους 101 που ήταν σήμερα. Ενώ σε δήμους όπως η Καισαριανή, με πληθυσμό μεταξύ 10.001 και 30.000 κατοίκων θα έχουν 21 μέλη από 27. Σαν να είναι κόστος η συμμετοχή των πολιτών. Η Βουλή με το τεράστιο κόστος ποτέ δεν συρρικνώνεται.

Δήμαρχοι και περιφερειάρχες θα εκλέγονται από την πρώτη Κυριακή αν λάβουν ποσοστό έγκυρων ψήφων πάνω από το 43% του συνόλου. Ο συνδυασμός του επιτυχόντος συνδυασμού θα καταλαμβάνει τα 3/5 των εδρών του συμβουλίου ανεξαρτήτως ποσοστών του πρώτου γύρου, έστω και με 18%.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση με το εκλογικό σύστημα που σήμερα καταθέτει υπερασπίζεται τον εαυτό της και τις αντιλαϊκές πολιτικές που ετοιμάζει με όχημα τους δήμους και τις περιφέρειες, ώστε αυτοί να εξυπηρετήσουν πιο αποτελεσματικά και ενιαία τις γρήγορες μεταβολές των αναγκών και προτεραιοτήτων του κεφαλαίου. Η Αυτοδιοίκηση της κυβέρνησης του βουνού, η δρακογενιά των δημάρχων της Μεταπολίτευσης και των δύσκολων χρόνων για την πατρίδα μας και οι μετέπειτα που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην Αυτοδιοίκηση της πατρίδας μας όχι μόνο δεν δικαιώνονται σήμερα για τους αγώνες τους, αλλά λοιδορούνται.

Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται να υπάρξει μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση του μοντέλου αυτού με προτεραιότητα την πλήρη ανατροπή του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε το σχέδιο «Καλλικράτης» και επιβεβαίωσε ο νόμος «Κλεισθένης». Ο αγώνας είναι διμέτωπος, στα κινήματα, στη συγκρότηση μετώπων αντίστασης, ώστε να ακυρωθούν οι παραπάνω αντιλαϊκοί σχεδιασμοί.