Σημαντική παρουσία ελληνικών προϊόντων στην αλβανική αγορά

Η Ελλάδα κατέχει ηγετική θέση σε πολλούς κλάδους τροφίμων και ποτών στις αλβανικές εισαγωγές.

Αυτό αναφέρεται στον «Οδηγό Επιχειρείν για την Αλβανία 2020» του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα, στον οποίο αναφέρονται κατηγορίες, στις οποίες, είτε υπάρχει σημαντική παρουσία ελληνικών προϊόντων, είτε προοπτικές για περαιτέρω δραστηριοποίηση από μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων: Κλάδος Τροφίμων και Ποτών.

Τα ελληνικά προϊόντα του κλάδου τροφίμων και ποτών κατέχουν σημαντική θέση στην αλβανική αγορά. Ειδικότερα, οι επιμέρους κατηγορίες προϊόντων, στις οποίες σημειώνονται οι καλύτερες επιδόσεις, είναι: τα νωπά φρούτα και λαχανικά, παρασκευάσματα λαχανικών, νωπά ψάρια, τα ζωντανά χοιροειδή και πουλερικά, μπύρα, τα εσπεριδοειδή και τα καπνά.

Η συνολική αξία των εισαγόμενων προϊόντων στη κατηγορία «τρόφιμα, ποτά, καπνά» στην Αλβανία κατά το 2019, ανήλθε σε περίπου 890 εκατ. ευρώ, ήτοι 17% επί του συνόλου των αλβανικών εισαγωγών. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων και ποτών ήταν περίπου 127 εκατ. ευρώ και μερίδιο 13,5% επί του συνόλου των αλβανικών εισαγωγών στα συγκεκριμένα προϊόντα.

Τις συνολικές αλβανικές εισαγωγές αγρο-διατροφικών προϊόντων, μοιράζονται κυρίως Ιταλία (18%) και Ελλάδα (14%), ενώ ακολουθούν, με μικρότερα μερίδια, Σερβία (7%), Ρωσία (5,5%), Τουρκία (5%), Γερμανία και Πολωνία με μερίδια της τάξεως του 4,5% και Βραζιλία με 4%.

Τα τυριά, αν και κύρια εξαγώγιμα ελληνικά, καταλαμβάνουν μόνο το 8% των εισαγόμενων προϊόντων, με βασικούς ανταγωνιστές τη Γερμανία (35%) και την Ιταλία (32%).

Στην αγορά κρασιού κυριαρχεί η Ιταλία (75%), ενώ ο ανταγωνισμός με τα ιταλικά κρασιά είναι ιδιαίτερα έντονος, τόσο λόγω των τιμών, όσο και της εμπέδωσής τους στη συνείδηση του Αλβανού καταναλωτή, ως προϊόντων υψηλής ποιότητας και «life style». Κατά συνέπεια, η διείσδυση ελληνικών κρασιών προϋποθέτει στοχευμένες δράσεις προώθησης και προβολής.

Η εισαγωγή ελληνικών κρασιών στην Αλβανία πραγματοποιείται κυρίως, από δύο μεγάλες ελληνικές ή ομογενειακές επιχειρήσεις. Η σημαντική μείωση των εισαγωγών των ελληνικών κρασιών από το 2016 και έπειτα, οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στη μεταβίβαση της ελληνικών συμφερόντων αλυσίδας CARREFOUR από τον όμιλο Μαρινόπουλο στον αλβανικό Όμιλο Balfin, η οποία επηρέασε γενικότερα τις ελληνικές εισαγωγές τροφίμων στην Αλβανία.

Ωστόσο, ελληνικές εξαγωγές μπύρας ανήλθαν σε 8,71 εκατ. ευρώ και κατέλαβαν την 1η θέση της σχετικής κατηγορίας με 37% μερίδιο στις αλβανικές εισαγωγές, ακολουθούμενες από τις ιταλικές και γερμανικές εισαγωγές με 24% και 17%, αντίστοιχα.

Το 88% του εισαγόμενου ελαιόλαδου (κωδ. Σ.Ο. 1509) προέρχεται από δύο χώρες: την Ιταλία (59,7%) και την Ελλάδα (28,5%). Η Ελλάδα κυριαρχεί στις μαργαρίνες (κωδ. Σ.Ο. 1517) με ποσοστό 90,36% και έχει σημαντικά μερίδια και στα άλλα λίπη και έλαια. Πάντως, ανεξάρτητα από τη δυναμική παρουσία των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων στην αλβανική αγορά, θα πρέπει να σημειωθεί και η ενίσχυση της γεωργίας ως τομέα προτεραιότητας της αλβανικής κυβέρνησης, με αυξανόμενη συμμετοχή στο Α.Ε.Π. της χώρας και σημαντική συμβολή στην απασχόληση και τις αλβανικές εξαγωγές.

Συνεπώς, εκτός των καλών επιδόσεων των ελληνικών εξαγωγών, διαγράφονται περιθώρια για περαιτέρω διμερή συνεργασία σε τομείς συναφών υπηρεσιών, όπως μεταφορά τεχνογνωσίας σε σύγχρονες καλλιεργητικές μεθόδους, τη χρήση εφαρμογών πληροφορικής στον αγροτικό τομέα, την φυτοπροστασία και την ολοκληρωμένη διαχείριση των καλλιεργειών, τις διαπιστευμένες αναλύσεις ως εργαλείο ανάπτυξης της σύγχρονης γεωργικής παραγωγής κά.

Επίσης, η δυνατότητα ανάπτυξης συμπληρωματικών καλλιεργειών θα μπορούσε να είναι αμοιβαία επωφελής για την Ελλάδα και την Αλβανία, όπως για παράδειγμα, η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων στην Αλβανία, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες για την παραγωγή ζωοτροφών στην Ελλάδα. Θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί η δυνατότητα συμπαραγωγής προϊόντων μέσω μεικτών επιχειρήσεων (joint ventures), προκειμένου τα προϊόντα αυτά να διεισδύσουν σε μεγαλύτερες αγορές τις οποίες αδυνατεί να καλύψει, λόγω μεγέθους από μόνη της η ελληνική παραγωγή.

e-ea.gr