Στη συνέντευξη της Δευτέρας ο Νίκος Κορδόσης

Το να επιχειρήσει κανείς να δώσει ένα μικρό στίγμα της προσωπικότητας και των δραστηριοτήτων του κ. Νίκου Κορδόση με ένα σύντομο ή και εκτεταμένο βιογραφικό, θα ήταν σαν να προσπαθήσει να αποδώσει τη γοητεία της λιμνοθάλασσας με ρεπορταζιακού τύπου αναφορές, όπως η έκταση, το βάθος της και η καταγραφή απλά και μόνο την πλούσιας και ιδιαίτερης πανίδας και χλωρίδας της. Οι άνθρωποι του πολιτισμού δεν είναι το βιογραφικό τους, όπως ακριβώς οι σπάνιοι και πλούσιοι τόποι δεν μπορεί να είναι ποτέ μία αποστεωμένη περιγραφή τους· και οι δύο είναι το βλέμμα τους, τα χρώματα του ουρανού τους, ο τρόπος με τον οποίο κουνούν τα χέρια τους και στήνουν το κορμί τους, το βάθος του ορίζοντά τους, οι ήχοι και τα αρώματα που αναδύουν, ο τρόπος που μιλούν και εκφράζονται, είναι με άλλα λόγια το φως που εκπέμπουν όταν τους συναντάς. Για το λόγο αυτό θα αφήσουμε το βιογραφικό για το τέλος.

του Λευτέρη Τηλιγάδα

Ξεκινώντας αυτή μας τη συνομιλία με τον κ. Κορδόση δεν χρειάστηκαν πολλές ερωτήσεις. Αρκούσαν μόνο οι βασικές, για να ξεκινήσει να μας μιλάει για το καινούργιο δημιούργημα του: «Το Μουσείο Άλατος της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου» που εγκαινιάστηκε το βράδυ του Σαββάτου 29 Αυγούστου στις Αλυκές Τουρλίδας.

 «Με το αλάτι, ένα εξόχως σημαντικό προϊόν της παραγωγικής και βιομηχανικής ιστορίας της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου, έχουμε που ασχολούμαστε με τη γυναίκα μου από το 2007, όταν αναζητούσαμε το θέμα της κεντρικής έκθεσης της «Διεξόδου» για το 2010. Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη του 2007, λοιπόν, καθώς κατηφορίζαμε προς την Τουρλίδα, η Δέσποινα, έριξε την ιδέα: Να είναι το αλάτι, το θέμα μας, μου είπε.

Η πρώτη αίσθηση ήταν η αμηχανία. Δεν ήξερα τι να πω. Να συμφωνήσω ή όχι; Από τη μια η σπουδαιότητα της έκθεσης κι από την άλλη αυτό το ζωοφόρο υλικό των Μεσολογγίτικων νερών, το τόσο βιωματικά γνώριμο σε μένα, που αν και ακόμα δεν μπορούσα να φανταστώ τη μουσειακή του λειτουργία, κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να αφήσω την πρότασή της να περάσει και να φύγει αζητητί.

Με ρυθμούς ταχύτατους άρχισαν να ξυπνούν οι παιδικές και εφηβικές μου στιγμές στα τηγάνια των αλυκών. Άρχισαν να ζωντανεύουν στο μυαλό μου τα παιχνίδια μας στη λιμνοθάλασσα, οι συντροφιές με τις εργάτριες και τους εργάτες που έρχονταν από τα Ιόνια για να δουλέψουν στις αλυκές, τα βαγονέτα, τα άλογα που τα κουβαλούσαν εκείνη την εποχή, οι κατασκευές τις αποθήκευσης και της επεξεργασίας…, ένας ολόκληρος κόσμος που είχε εκσυγχρονιστεί και είχε αλλάξει τις συνθήκες εργασίας του, από το χειροποίητο προς το πιο μηχανοποιημένο.

Από την άλλη, η Δέσποινα, είχε δει μια διαφορετική πλευρά του όλου ζητήματος, η οποία ήταν σε άμεση λειτουργία με την πρότασή της. Άρχισε λοιπόν να μου ξεδιπλώνει ένα σωρό άλλες παραμέτρους, που καμία σχέση δεν είχαν με την εμπειρία μου από τις αλυκές του τόπου μου. Μου μίλησε για τους διαφορετικούς τύπους αλατιού που υπάρχουν παγκόσμια, για τις διαφορετικές τεχνικές της συγκομιδής και τα πολιτιστικά στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν, για τις κοκκομετρίες, για τις πολλές και διαφορετικές χρησιμότητες αυτού του λευκού χρυσού της λιμνοθάλασσας, που σιγά –σιγά με έκαναν να συνειδητοποιήσω την μεγάλη εκθεσιακή αξία του προϊόντος και του κόπου των αλυκάριων, που στήριξαν με τη δουλειά τους την οικονομία του τόπου. Η πραγματοποίηση λοιπόν εκείνης της έκθεσης, καθώς και η μεγάλη της επιτυχία ήταν αποτέλεσμα του ιδιαίτερου ζήλου και της μεθοδικότητας που έδειξε, η Δέσποινα, για την υλοποίησή της το 2010 στη Διέξοδο.

Τα δομικά στοιχεία εκείνης της έκθεσης, τα οποία συγκρότησαν και τον κατάλογό της ήταν η ιστορία του αλατιού, δείγματα από όλο τον κόσμο σε διαφορετικές αποχρώσεις, εικαστικές αποτυπώσεις τις οποίες έφερε στην έκθεση ο νεοεισελθείς τότε στην οικογένεια της Διεξόδου και μετέπειτα εικαστικός της επιμελητής, Βαγγέλης Ρόμπολας, ο οποίος ήταν σε επαφή με τον κόσμο του αλατιού. Όλα αυτά αποτέλεσαν τα στοιχεία αυτής της ιστορικής και εικαστικής έκθεσης με τίτλο, Αλάτι: Ο λευκός θησαυρός.

Την έκθεση αυτή την επισκέφθηκαν μέσα στους τρεις μήνες της λειτουργίας της, μετά από πολλές παρατάσεις που δόθηκαν στην επίσημη διάρκειά της, επτάμισι χιλιάδες (7.500) επισκέπτες. Ήταν πολύ μεγάλη η επιτυχία της, τόση που μας εξέπληξε ευχάριστα. Από τη Διέξοδο καθ’ όλη τη διάρκειά της πέρασαν πολλά σχολεία του νομού, αλλά και από άλλα μέρη της χώρας, διάφοροι εκδρομείς και επισκέπτες στην πόλη, μεμονωμένοι ή και σε ομάδες και άλλοι πολλοί. Ακόμα και από το Άγιο Όρος ήρθε αντιπροσωπεία. Στα στόματα όλων αυτών των ανθρώπων υπήρχε μία προτροπή: να παραμείνει η έκθεση ως έχει και να μετατραπεί σε διαρκή έκθεση του αλατιού στο Μεσολόγγι. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Δεν μπορούσε το ιστορικό μουσείο της Διεξόδου να φιλοξενήσει μία και μοναδική έκθεση για τόσο μεγάλο διάστημα, καταργώντας κάθε άλλη δραστηριότητα, που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε αυτό.

Η τόση όμως επισκεψιμότητα και οι τόσες προτροπές, άρχισαν να μας προβληματίζουν και με το τέλος της έκθεσης αποθηκεύσαμε το υλικό και άρχισε να μας ενθουσιάζει η ιδέα της δημιουργίας ενός θεματικού μουσείου για το αλάτι.

Από τη μια η μνήμη των αλυκών της δεκαετίας του ΄50,  από την άλλη ο σύνδεσμος της δικής μου οικογένειας με εκείνης του διευθυντή των αλυκών τότε, Κωνσταντίνου  Πάικου, αλλά και οι γνώσεις για τις αλυκές που απέκτησα μέσα από αυτή τη σχέση με οδήγησαν σε ένα κτίριο  που έμειναν οι αλυκάριοι που έρχονταν από τα Ιόνια για να δουλέψουν «στα αλάτια», όπως λέγαμε τότε. Να φανταστείτε ότι ο δρόμος που ένωνε το Μεσολόγγι με την Τουρλίδα εκείνα τα χρόνια ήταν ένας κατσικόδρομος και για τους Μεσολογγίτες δεν ήταν καθόλου εύκολο να πηγαίνουν. Γύρω στο 1958 με 1959  δημιουργήθηκε  ο πρώτος καλός δρόμος από την πόλη μέχρι την Τουρλίδα, οπότε ξεκίνησαν και οι Μεσολογγίτες να κατεβαίνουν προς την Τουρλίδα, καθώς και το να δουλεύουν στις αλυκές. Τα μεσολογγίτικα χέρια εκτόπισαν σιγά – σιγά τους εργάτες που έρχονταν από τα Ιόνια νησιά και το συγκεκριμένο κτίσμα απαξιώθηκε και μετατράπηκε σε αποθήκη για το σανό των αλόγων που έσερναν  τα βαγονέτα με το αλάτι.

Το κτίσμα μαζί με τις αλυκές πέρασε στην ιδιοκτησία του Δήμου το 1983 ή το 1984, όταν Υπουργός βιομηχανίας ήταν ο Σάκης Πεπονής, που έκανε αυτή τη σημαντική ευεργεσία στην τοπική αυτοδιοίκηση του Μεσολογγίου. Οι αλυκές εκβιομηχανίστηκαν πλήρως, οπότε το κτίσμα έπαψε να χρησιμοποιείται, παρέμεινε ανενεργό και άρχισε να καταρρέει.

Έτσι, τον Ιούλιο του 2010 το ζητήσαμε από το Δήμο και ξεκινήσαμε με τη σκέψη της ανακατασκευής του, αφού τα προστατευτικά πλαίσια της Natura και της Ramsar  που διέπουν την περιοχή δεν επέτρεπαν την από την αρχή κατασκευή του.

Εκείνη την εποχή μάλιστα αρκετοί ήταν, όσοι προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν. Μετά από δύο μήνες όμως, με την οικονομία της χώρας να μπαίνει στη γνωστή ταλαιπωρία που κρατάει μέχρι σήμερα, όλοι αποτραβήχτηκαν και έτσι όλα τα σχέδια έμειναν πίσω.

Μόλις πέρυσι λοιπόν, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μόνοι μας, χωρίς προγράμματα ή άλλες βοήθειες και καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε.

Η βοήθεια βέβαια της Δημοτικής Αρχής του Μεσολογγίου ήταν σημαντική: ανακατασκεύασε τη σκεπή, έφτιαξε τα πεζοδρόμια, έκλεισε τα χαντάκια και δημιούργησε το κατάλληλο περιβάλλον, έτσι ώστε να αναδεικνύει το σημερινό μουσείο και όχι να το υποβαθμίζει. Με αυτή την υποστήριξη λοιπόν, καθώς και ορισμένων φίλων κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας το συγκεκριμένο έργο, εφαρμόζοντας μια μουσειολογική μελέτη, την οποία εκπόνησαν δωρεάν η κ. Αναστασία Βαλαβανίδου (μουσειολόγος, αρχιτέκτονας), μαζί με τον σύζυγό της, κ. Γιώργο Κατσάγγελο (καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης) και αξιοποιώντας το σύνολο της εμπειρίας που διαθέτουμε από τη Διέξοδο, δημιουργήσαμε ένα χώρο φιλικό στον επισκέπτη, στον οποίο πέρα από τις πληροφορίες που μπορεί να διαβάσει, μπορεί κυρίως να έρθει σε επαφή με αξιόλογα έργα τέχνης φτιαγμένα από αλάτι, να δει διαφορετικές ποιότητες αλατιού από 32 χώρες, όλων των κοκκομετριών και των αποχρώσεων, να γνωρίσει τις αλυκές όλης της χώρας, να γνωρίσει καλύτερα την ιστορία των αλυκών του Μεσολογγίου, που έχουν την αφετηρία τους στον 14ο αιώνα και τέλος να έρθει σε επαφή με τα ιστορικά έγγραφα που αφορούν στις αλυκές.

Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τα πράγματα στα οποία έχουν καταθέσει ψυχή, κόπο και ομορφιά από την ομορφιά τους με δυσκολία μπορούν να σταματήσουν. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο κ. Κορδόσης θα μπορούσε να μιλάει με τις ώρες για το καινούργιο του δημιούργημα. Εμείς αυτό που επιθυμούμε είναι  να του ευχηθούμε, αυτός ο χώρος πολιτισμού με τον οποίο πλούτισε την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι να ακολουθήσει το παράδειγμα της Διεξόδου και να αποτελέσει έναν καινούργιο φάρο πολιτισμού όχι μόνο για το Μεσολόγγι αλλά για όλο το νομό. Όλα μας βεβαιώνουν γι’ αυτό.


Ο Νίκος Κορδόσης τέλειωσε το Λύκειο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήρε το πτυχίο του το 1974, αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Συνέχισε στο ίδιο Πανεπιστήμιο με σπουδές Πολιτικών Επιστημών και παράλληλες σπουδές Δημοσίων Σχέσεων, Δημοσιότητος και Επικοινωνίας.

Από τα φοιτητικά του χρόνια εργάστηκε επαγγελματικά σαν δημοσιογράφος σε Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Διετέλεσε εκδότης και διευθυντής του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού “Μίλτος Μαλακάσης” για μία τριετία, ενώ σήμερα ασκεί το λειτούργημά του ως μαχόμενος Ποινικολόγος στο Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι γραμμένος από το 1975. Υπήρξε ιδρυτής (1970) και Πρόεδρος του Συλλόγου Μεσολογγιτών Σπουδαστών, καθώς και του πολιτιστικού συλλόγου «Βυρώνεια» (1978), ο οποίος με τις εβδομαδιαίες Γιορτές Ποίησης και Τέχνης που διοργάνωσε, ιχνηλάτησε τη ζωή και το έργο του Λόρδου Βύρωνα- σπάνιες για την εποχή.

Ασχολήθηκε και συμμετείχε ενεργά σε πάσης φύσεως κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα του Μεσολογγίου και της περιοχής όπως π.χ. με τον Ερυθρό Σταυρό, το Σύλλογο «Οι φίλοι του Ραδιοφώνου», το Σύλλογο Αιμοδοτών, την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων, το Σύλλογο «Οι φίλοι της μουσικής Διονύσιος Σολωμός», τη Χορωδία του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Μεσολογγίου, την Πολυφωνική Χορωδία Πατρών, την «Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Στερεάς Ελλάδος», το Λιμενικό Ταμείο Μεσολογγίου, την Κινηματογραφική Λέσχη και αρκετούς ακόμα συλλόγους, ιδρύματα και φορείς, στους οποίους διετέλεσε Πρόεδρος ή διοικητικό μέλος. Είναι επίσης μέλος, χορηγός ή υποστηρικτής διάφορων μη κυβερνητικών οργανώσεων όπως των «Γιατρών χωρίς σύνορα», της GREENPEACE, της UNICEF, του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, του Μουσείου Φρυσίρα, της Ελληνικής Εταιρείας Γλωσσικής Κληρονομιάς και της «Action Aid».

Το 1998 αγόρασε το εγκαταλελειμμένο από το κράτος και έτοιμο να καταρρεύσει ιστορικό σπίτι του Γενικού αρχηγού της Φρουράς των Μεσολογγιτών κατά την ΕΞΟΔΟ, στρατηγού Αθανασίου Ραζή-Κότσικα, ένα κτίσμα του 18ου αιώνα το οποίο με προσωπικό κόπο και δαπάνες το ανακαίνισε και το μετέτρεψε σε Κέντρο Λόγου και Τέχνης, δίνοντάς του την επωνυμία «ΔΙΕΞΟΔΟΣ». Έκτοτε χρηματοδοτεί και διευθύνει το Κέντρο ιδρύοντας το ομώνυμο Ιστορικό Μουσείο ενώ επιμελείται και τη διοργάνωση σε αυτό εκθέσεων, διαλέξεων, συναυλιών, σεμιναρίων, συνεδρίων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, παρουσιάσεων βιβλίων και λοιπών εκδηλώσεων Γραμμάτων, Ιστορίας και Τέχνης.

Παράλληλα παραχώρησε στη «Διέξοδο» τη συλλογή του, που την απαρτίζουν αντικείμενα από τον 4ο π.Χ. αιώνα μέχρι τις μέρες μας καθώς και πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, χαρακτικά, ιστορικά κειμήλια, άρματα, ενθυμήματα του Αγώνος, ενδυμασίες, φιλελληνικά αντικείμενα, σπάνια χειρόγραφα, πολιτικά και στρατιωτικά έγγραφα, παλαιές εκδόσεις και εικόνες.

Έχει τιμηθεί από κρατικούς, δημοτικούς και κοινωνικούς φορείς και οργανώσεις με διάφορες διακρίσεις μεταξύ των οποίων κορυφαία θέση για τον ίδιο κατέχει το ΧΡΥΣΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, που ομόφωνα του απονεμήθηκε για την μεγάλη του προσφορά στη διατήρηση της ιστορίας και του πολιτισμού της πόλης και της περιοχής και το μετάλλιο της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ  «διά το λαμπρόν αυτού παιδευτικόν, κοινωνικό και πολιτιστικόν του έργον».