Θαλασσούπολη

Ένας ανήσυχος φίλος, γέννημα θρέμμα ο ίδιος και η οικογένειά του της θάλασσας, ένας  εξαιρετικά ενεργός Μεσολογγίτης  που πονάει για την πόλη  και σκέπτεται με ποιόν τρόπο θα αξιοποιηθεί καλύτερα η όση έχει απομείνει πλατειά και ήμερη λιμνοθάλασσά της, αφού  μου διατύπωσε τις απόψεις του, που είναι συναφείς με ανάλογες που ακούω συνέχεια και από άλλους συμπολίτες, ζήτησε τη γνώμη μου για το πώς θα μπορούσε να «δημιουργήσει» κάποιος σε αυτή  χωρίς να παρενοχλεί την αλιεία. 

 

Μέσα στην πληθώρα των ανησυχιών και ιστοριοδιφικών μου αναζητήσεων πάνω σε θέματα που σχετίζονται με το Μεσολόγγι, θυμήθηκα μια απάντηση σε ανάλογη ερώτηση που είχε υποβληθεί ενενήντα χρόνια πριν σε έναν λόγιο και πολυταξιδεμένο συμπατριώτη μας.

Προτίμησα, λοιπόν,  αντί  να του απαντήσω ευθέως,  να του στείλω  τη γνώμη  εκείνου, που είναι ταυτόσημη με τη δική μου.

Την αντιγράφω,  με την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου, και με την ρομαντική διάθεση που με διακατέχει, αναρωτιέμαι.

Μήπως άραγε είναι τόσο απλή η υλοποίηση μιας ιδέας  σαν αυτή που διατυπώθηκε εδώ και ένα περίπου αιώνα, ώστε να φαίνεται σήμερα  δύσκολη στην εκτέλεση ;

«Αγαπητέ συμπατριώτη

Για να  αρχίσουμε  την εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας, θα υποβάλλω  στην πλουτολογική σου  καλαισθησία  μια ιδέα, που  πιστεύω  πως θα σε ενθουσιάση. Θα την εύρης ποιητική, ρομαντική, πλουτοπαραγωγό. Η ιδέα μου είναι  απλούστατη.  Να κάμουμε  μεσ’  τη λιμνοθάλασσα,  στα ρηχά της  νερά,  ένα συνοικισμό. Να έχουμεν εκεί την  καλοκαιρινή μας διαμονή. Να παίρνουμεν  από εκεί δυνάμεις, για την εργασίαν του χειμώνος. 

Θα γίνη με τον καιρόν πόλις, και πόλις μοναδική. Θα έχη  πλατείες και δρόμους από θάλασσαν. Οι ελαφρές γαϊτες μας, σαν  έλκηθρα θα γλυστρούν  επάνω  στις πλατείες και τους δρόμους  της. Θα κατσέρνουμε  τα μικρά τους πανιά και θα τρέχουμε, με αντίθετη διεύθυνση, απάνω στη θάλασσα.

Εγώ θα  μπήξω  το μικρό  σπιτάκι μου στο Γράδο. Τρέφω εξαιρετική προτίμηση στα  ψάρια του,  και από εκεί περνά  πολύ  κυνήγι. Το δικό σου σπίτι, σε συμβουλεύω  να το στήσης  στη  Γαλιά. Σου αρέσει πολύ το  κολύμπι και η Γαλιά έχει βαθειά  και γάργαρα νερά.

Δε θα σε απασχολήση  και πολύ  η οικοδομή του. Να  παραγγείλης  να σου το φέρουν έτοιμο απ’ το Εξωτερικό, σε τεμάχια  αριθμημένα και η μόνη εργασία  που θα εκτελέσουν οι τεχνίτες,  θα είναι  πώς να το συναρμολογήσουν και να το στήσουν επάνω  στις κολόνες  που θα μπήξουνε  πρώτα  στη θάλασσα.

Θα βολτεντζέρνω  με τη γαϊτοπούλα μου για να  έρχομαι  να βλέπω  τις ημέρες  που θα ορίσης  να δέχεσαι. Η γαϊτοπούλα  μου θα έχει  θα έχη  γαλάζιο πανάκι. Θα το βάψω  γαλάζιο, για να  συμβολίζη το γλυκύ της λιμνοθάλασσας  και των ματιών  σου χρώμα, και για να με γνωρίζεις  από μακριά. Και από μακριά  θα μου φέρνη  το μαϊστράλι τα χαρωπά  τα γέλια  των φιλενάδων σου.

Όταν το πρωί  θα έρχεσαι  στο Γράδο να μας βλέπης (το  μαϊστράλι  θα σε φέρνη  εκεί  κατάπρυμα), θα σε κρατάμε  στο  πρόγευμα. Δε θα ασχολούμεθα  από πρωτύτερα  γι’ αυτό. Θα παίρνω  εγώ το καμάκι μου και συ το παλαμίδι σου, θα κατεβαίνουμε στα  μπαλκονάκια του ισάλου, και θα γεμίζουμε  το πανέρι μας με  ψάρια,  που και στο πιάτο ακόμα  θα διατηρούν  την ιωδούχο της  θάλασσας  μυρουδιά.

Τα δικά μου, τα καμακισμένα  ψάρια,  θα είναι νοστιμώτερα  απ’ τα δικά σου,  που θα τα πιάσης με το καλαμίδι. Ο στιγμιαίος  θάνατος,  που τους δίνει  το χτύπημα του καμακιού,  δεν τα  αφήνει  να δοκιμάσουν  την αγωνία του θανάτου,  να παραδέρνουν, να αρρωσταίνουν. 

Εγώ θα μένω  χρονικής  στη θαλασσούπολη. Το χειμώνα θα αφήνω ανοιχτά τα φυλλοπαράθυρα, για να  λισσομανούν  οι  γαρμπήδες και τ’ ανεμόβροχα,  στου σπιτιού μου  τα τζάμια, για να  συμπληρώνουν την  αρμονία τους και να με φωτίζουνε  μαζί τα αστραπόβροντα.

Κι αν σου αρέση το χειμωνιάτικο κυνήγι, θα σε προσκαλώ  συχνά να λαβαίνεις  μέρος. Τ’ αποβραδύς  θα χτυπάμε  απ’ τα παραθύρια του ισάλου τις αγριόπαπιες, που θα βρίσκονται  την ώραν  αυτήν κουρνιασμένες  απάνω στη θάλασσα. Κι αν δεν μας έρχουνται  μόνες τους, θα τρέχουμε  με τη γαϊτοπούλα να τις βρίσκουμε. Ξέρεις  πως  γίνεται αυτό το κυνήγι ; Η  γαϊτοπούλα μόλις  έναν άνθρωπο  χωρεί. Κι ο κυνηγός πλαγιασμένος  με το πλευρό  στη γαϊτα, έχει  λίγο σηκωμένο το κεφάλι,  και κρατώντας  με το ένα  χέρι του  το  τουφέκι,  και με το  άλλο το σταλίκι, τη σπρώχνει  σιγά – σιγά προς  το μέρος  που βλέπει πουλιά. Άλλοι κυνηγοί  φκιάνουνε  φυλάχτρες  στους λούρους  και περιμένουν θα θαλασσοπούλια  να περάσουν. 

Μην τρομάζεις  όμως για τις  νυχτερινές αυτές εκδρομές. Είναι  αλήθεια  πως ο βοριάς της  λίμνης μας δε χωρατεύει, αλλά  τι θα  μας μέλλει!  Θα  είμαστε  ζεστά ντυμένοι, θα  γυρίζουμε ξημερώματα σπίτι, το τζάκι  του χειμωνιάτικου  θα καίη, στο πλάγι της φωτιάς θα μας περιμένουν κατάζεστα και ροδοκοκκινισμένα  τα τρυφερά νησσίλια, που είχαμεν  πρώτα – πρώτα  χτυπήσει,  και στα μπουκάλια με το τσουχτερό Ζυγιώτικο κρασί,  που  καλά ταπωμένα  θα φυλάμε  μεσ’  τη θαλασσένια του σπιτιού μας κάβα, θα  βρίσκουμε  κι άλλη  ακόμα  ζεστασιά,  και με την κουβέντα, θα  γυρίζουμε  πίσω σε  παλιές  καλές ημέρες.

Τα επίσημα  γεύματα  θα τα δίνουνε  στις πισκαρέσσες. Χωράνε μακρύ τραπέζι και γύρω τους καρέκλες. Ο κυβερνήτης  της  πισκαρέσσας,  ορθός  στο  πόδεμα  της πρύμης της, με το σταλίκι στο χέρι, θα τη φέρνη με νωχέλεια απάνω  στα ήρεμα  της λίμνης νερά. Το φεγγάρι,  δε θα μας αφήση να παίρνουμε  μαζί μας  φώτα,  γιατί τις λαμπρές  αχτίδες του,  τις κάνει  λαμπρότερες  ακόμα το  διάφανο  της λίμνης αγέρι.

Θα  συστήσουμε  στη θαλασσούπολη  σύλλογο για θαλασσινές διασκεδάσεις. Θα κάνουμε  συχνές εκδρομές  στα νησιά  και τους  λούρους, και θα παίζουμε  το κυνήγι….. της αλεπούς με τις γαϊτες.  Θα διοργανώνουμε  γαϊτοδρομίες  και αγώνες καμακίσματος. Θα  νομίζης εύκολα  και τα δύο, και όμως είναι  δυσκολώτατα. 

Η γαϊτα  είναι τόσο στενή, μικρή και  ανάλαφρη, που χρειάζεται  μεγάλη εξάσκηση στο χειρισμό της,  για να μη χάσης  την ισορροπία και βρεθής στη θάλασσα. Το καμάκι (γυμναστική έξοχη και μάτι γυμνασμένο), χρειάζεται  μεγάλη τέχνη για να λογαριάσης  και το ρίξης εκεί, που θα  εύρης  το ψάρι που τρέχει.

Και  οι Μεσολογγίτες  είναι μοναδικοί  στον κόσμο  καμακολόγοι. Αδύνατο να γλιτώση απ’ τη μύτη του  καμακιού τους το ψάρι, που θα έχη  την αφροσύνη  να περάση  απ’ του  πρυαριού τους την πλώρη. Και σε παγκόσμιον αγώνα  με υπερηφάνεια θα επιδείξουν  την τέχνη τους.

Και  να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια  για να  καταστήσουμε  τη Θαλασσούπολη  ευάρεστον ενδιαίτημα των ξένων,  χαροπή φωληά των νεονύμφων κ’  ερωτεμμένων, κέντρον των πλουσίων, των ασθενών κ’ εκείνων που έχουν ανάγκη να αναρρώσουν. Εκεί να στείλουμε  τα παιδιά μας για να περάσουν τα μελί – μήνα  του γάμου τους. Και να την ρεκλαμάρουμε σ’ όλον τον κόσμο. Να μάθουν όλοι  πως  εκεί θα ζούνε  με τα χάδια του  ζέφυρου,  πως θα εισπνέουν  το αρωματισμένο  και υγιεινό  άρωμα, που στέλνει η γεμάτη  από  αλάτι και φύκια λιμνοθάλασσα, πως το αλαφρό της κύμα θα τους λικνίζη, πως η  ιστορία της  θα τους  εμψυχώνη  και πως το μάτι τους  θ’ απλώνεται μπροστά  σε μαγευτικώτατον ορίζοντα.

 Περιμένω  να μ’ ερωτήσης. Μπορούνε  να χτιστούνε μεσ’  τη θάλασσα σπίτια ; Είναι στέρεος ο πυθμένας της ; Δε θα τα σαρώση  το κύμα ;

Σου απαντώ, ότι μπορούνε. Στη δυτική της πόλεως άκρη, έχουνε  γίνει  δύο μεγάλα σπίτια μεσ’ τη θάλασσα. Με ευκολία  θεμελιώθηκαν. Κανένα δεν έπαθε  καθίζηση,  ούτε υπάρχει  φόβος να πάθουν. Το παλιότερο απ’ αυτά, χτίστηκεν εδώ και σαράντα  χρόνια. Και ο πυθμένας  της λιμνοθάλασσας, σαν  αφαιρεθή ο βούλκος που έχει σωρευτεί επάνω του, έχει  την ίδια σύσταση με το  έδαφος του  Μεσολογγίου. Οι ποταμοί  έχουν  πλάσει και τα δύο. Για τα άλλα θα φροντίσουν  οι μηχανικοί. 

Αλλά τα  περισσότερα σπίτια, θα είναι ξύλινα. Τελειοποιημένες  πελάδες. Έλα να ιδής πως στέκουν ατάραχτες  απάνω σε  πάλους οι πελάδες των ψαράδων. Ακατάσχετο περνά  από κάτω  το νερό,  και παρά το ότι δεν είναι γερά καμωμένες, χρόνια και χρόνια στη θέση τους μένουν. Οι πελάδες έχουν αρχιτεκτονική,  που η φύση εδίδαξε τους πατεράδες μας και ανέκαθεν  με τον ίδιο κατασκευάζονται τρόπο. Η αρχιτεκτονική τους  θα είναι παλιά  όσον και η πόλις του Μεσολογγίου».

Παίρνοντας  την απάντηση αυτή ο φίλος μου,  ήλθε μ΄ αγκάλιασε με το  χαμόγελό του  και σαν να του πρόσφερα ένα ανέλπιστο  δώρο μού είπε:

«Δεν ήξερα ότι και συ κάνεις τις ίδιες σκέψεις. Ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι έναν αιώνα πριν διατυπώνονταν ίδιες απόψεις. Λοιπόν, ξεκινάω  από τώρα εκστρατεία ενημέρωσης των αρμοδίων  για την υλοποίηση της  ιδέας πάνω στα σημερινά δεδομένα. Ελπίζω  να εισακουστώ».

Ανήσυχε φίλε, σου το εύχομαι από καρδιάς.

Του Αλτάνιου Κλεισοβίτη* – diexodosmes.blogspot.com

 

*Ο Αλτάνιος Κλεισοβίτης είναι συλλέκτης και ιστοριοδίφης θεμάτων που σχετίζονται με την Ιερή Πόλη