Μ. Χριστοδουλάκης: Από την «κυβερνησάρα» στην ατομική ανευθυνότητα

Άρθρο Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα Κινήματος Αλλαγής, στο «Πρώτο Θέμα»

Είναι προφανές ότι, για όλους μας, το φετινό καλοκαίρι δεν είναι σαν τα προηγούμενα. Και φυσικά ελπίζουμε να μην είναι και σαν τα επόμενα. Με τον κορωνοϊό να παραμένει και να επιμένει, την κοινωνική αποστασιοποίηση να προβάλει εκ νέου ως επιτακτική ανάγκη και την πανδημία να φτάνει σε πρωτόγνωρα για τη χώρα μας επίπεδα, το πιθανότερο είναι πως όλοι μας, αναζητούμε, ίσως λίγο παραπάνω, την ξεκούραση και την ηρεμία των ημερών στην ασφάλεια του σπιτιού μας στην πόλη, στο χωριό ή στο νησί.

Χαμένος χρόνος; Θα έλεγα πως όχι. Ίσως, σίγουρα, χρόνος για σκέψεις, κρίσεις και συγκρίσεις. Στην ηρεμία της απομόνωσης, λοιπόν, με τις προσλαμβάνουσες του καθενός να φιλτράρονται από τα μηνύματα των τελευταίων μηνών, προκύπτει ο πειρασμός μιας σύγκρισης. Του Αυγούστου με το Μάρτιο και τον Απρίλιο που μας πέρασαν.

Ας ξεκινήσουμε με τις ομοιότητες. Πρώτη και προφανής, ο κορωνοϊός υπάρχει, και μάλιστα παρά τις προσδοκίες, καθώς φαίνεται, χωρίς μειούμενη ένταση από τη ζέστη ή την ξηρότητα των καλοκαιρινών μηνών, τουλάχιστον ως προς τη μεταδοτικότητα του. Δεύτερη ομοιότητα, η γνωμοδότηση και η επάρκεια της επιστημονικής επιτροπής που είναι αρμόδια για τη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας. Τον Απρίλιο, όλοι αποθεώναμε τον Τσιόδρα και την ομάδα του για το ήθος, την ανθρωπιά αλλά και την ορθή γνωμοδότηση για τα μέτρα περιορισμού της διασποράς της νόσου. Η ομάδα δεν άλλαξε, άρα φαντάζομαι, ούτε και η επάρκεια της, μέσα σε μόλις 3 μήνες. Τρίτη και επίσης προφανής, η ευκολία με την οποία η αποτύπωση της κυβερνητικής οπτικής για τη συγκυρία, τις αιτίες, τις συνθήκες, τις ερμηνείες φτάνει στα μάτια και τα αυτιά της κοινής γνώμης. Οι λόγοι γνωστοί, έχουν ειπωθεί άλλωστε «20 εκατομμύρια» φορές.

Πάμε να αναζητήσουμε τώρα τη διαφορά, που μετατρέπει τον υγειονομικό «θρίαμβο» σε κίνδυνο και απειλή. Κατά την κυβέρνηση, εύκολο. Μάλλον… «άλλαξε» ο βαθμός ατομικής ευθύνης της κοινωνίας και των νέων ανθρώπων της χώρας. Λες και δεν είναι η ίδια κοινωνία και οι ίδιοι νέοι που πειθάρχησαν στα μέτρα τους προηγούμενους μήνες, λες και δεν είναι οι ίδιοι που έμειναν σπίτι, που έκαναν τα ψώνια της οικογένειας για να προστατέψουν τους μεγαλύτερους, που εξήγησαν τον κίνδυνο στον παππού και τη γιαγιά, που έμειναν μακριά τους για καιρό, που έμειναν μόνοι τους σε καραντίνα ερχόμενοι από το εξωτερικό – χωρίς να τους ελέγξει κανείς – για να μη θέσουν σε κίνδυνο τον περίγυρο τους, που έβαλαν μάσκα για ώρες για να εργαστούν, για να μπορούν κάποιοι άλλοι να μείνουν στο σπίτι, που δούλεψαν υπερωρίες στα σούπερμαρκετ, στα delivery, στα νοσοκομεία, στα φαρμακεία. Που έδωσαν τη μάχη για την αυτάρκεια της χώρας, την ασφάλεια, την απρόσκοπτη κοινωνική και οικονομική λειτουργία στο βαθμό του εφικτού, ως οι λιγότερο τρωτοί στον ιό. Για να μπορέσουμε το συντομότερο, να βγούμε όλοι μας δυνατότεροι από αυτή την περιπέτεια. Οι νέοι της χώρας δεν έχουν ανάγκη την υπεράσπιση μας, έχουν μάθει στα δύσκολα. Για αυτό όμως έχουν ανάγκη το σεβασμό μας.

Αυτοί, λοιπόν, δεν άλλαξαν μέσα σε 3 μήνες. Άλλαξε, δυστυχώς, κάτι άλλο. Η ισορροπία, για τους κυβερνώντες, ανάμεσα στην ύψιστη προτεραιότητα της ανθρώπινης ζωής, που όλοι θέσαμε το Μάρτιο, σε σχέση με το πολιτικό κόστος, συνοδευόμενο από την αναποτελεσματικότητα. Είναι αυτά ακριβώς που έστειλαν το μήνυμα της χαλαρότητας στην επανεκκίνηση του τουρισμού και της εστίασης. Που στο βωμό του «ανοίγουμε», και ορθώς ανοίξαμε, παρέλειψαν το «πώς». Που εγκατέλειψαν τους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους υποχρεώνοντας τους στην ανασφάλεια της οριακής εφαρμογής των μέτρων για τη διάσωση των οικονομικών ζημιών, που η απουσία εμπροσθοβαρών μέτρων της κυβέρνησης απέτυχε να ισοσταθμίσει. Που στις πιέσεις εξωγενών φορέων του τουρισμού δεν πρόταξαν την ανάγκη διακρατικών συμφωνιών για υγειονομικά πρωτόκολλα που θα διευκολύνουν την ιχνηλάτηση κρουσμάτων από τον εξωτερικό τουρισμό. Που αύξησαν τις πληρότητες, όταν τα κρούσματα ήταν ήδη τριψήφια. Που με «επιστημονικές» ακροβασίες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν γιατί οι ιδεοληψίες τους προστατεύουν τους χώρους λατρείας από τον ιό. Που είχαν δύο μέτρα και δυο σταθμά στην επιβολή των κυρώσεων, με τους «μεγάλους» να μετατρέπουν τις δίμηνες, ως δια μαγείας, σε διήμερες. Και το σημαντικότερο, με την αποτυχία του παραδείγματος δια της ηγεσίας. Σε εγκαίνια, σε εκδηλώσεις, στη Νίκαια, τον Κορυδαλλό και τους Παξούς.

Είναι φυσικά πολιτικά κοστοβόρα η αυτοκριτική. Για αυτό και αντ’ αυτής επιστρατεύονται διάφοροι εύκολοι ρητορικοί πειραματισμοί. Η αρμοδιότητα αντιμετώπισης της πανδημίας, έτσι απλά, μεταπηδά κατά το δοκούν – και κατά τα αποτελέσματα – από την «κυβερνησάρα» στην ατομική ανευθυνότητα. Είναι τότε που η ανικανότητα και η αναποτελεσματικότητα επιχειρούν να κρυφτούν πίσω από τον κοινωνικό αυτοματισμό. Είναι τότε που το “laissez faire” ψάχνει να βρει την εφαρμογή του στις συνθήκες της πανδημίας, ξεχνώντας φυσικά τον – ορθά – υπέρμετρο συγκεντρωτισμό της καθημερινής ενημέρωσης των 18:00, μιας κυβέρνησης που βιάστηκε πρόωρα να δρέψει τις δάφνες της επιτυχούς διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης στο όνομα του καθολικού lockdown.

Είναι όμως πάλι τότε, που μακριά από λαϊκισμούς και όρους δημαγωγίας, η συλλογική συνείδηση που χτίσαμε ξανά ως κοινωνία μπροστά στον κοινό εχθρό, μετά από πολλά χρόνια, μακριά από ηλικίες, κοινωνικές ομάδες, ακόμα και μακριά από ιδεολογίες και διαφωνίες, πρέπει να δώσει τις δικές της απαντήσεις στα ερείσματα διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Απαντήσεις θετικές και προσθετικές, ευθύνης, διαγενεακής αλληλεγγύης και συλλογικότητας.