Ο Χρήστος Μποκόρος θυμάται Χριστούγεννα στο Αγρίνιο τη δεκαετία του ´60

«Αγρίνιο, αρχές του ’60, παραμονές Χριστούγεννα, στο νηπιαγωγείο του Θεοδωρόπουλου -πρέπει να ‘ταν κάτι σαν δώρο του κ. Μανώλη στον πατέρα μου εκείνη η χρονιά, είμασταν σόι απ’ του Σαγιώργη-

προνόμιο πολυτελείας βέβαια αλλά και πάλι με τα ελάχιστα η γιορτή, λιτή εποχή, δεντράκι στολισμένο, παράθυρο ζωγραφισμένο του χιονιά, αυλαία, εμείς φορώντας τα καλά μας πάνω στη σκηνή, κάτω μπροστά μας η νηπιαγωγός, στο ύψος μας, με το μικρόφωνο στο χέρι, πλησίαζε να πούμε τα δυο λόγια μας, η κυρία Πασώ* -τότε ήταν δεσποινίς-, γλυκύτητα αρχοντική, καλοντυμένη, με ημίκοντο μανίκι στο σκούρο της μαντό και γιακαδάκι γούνινο, ξανθιά, με φωτεινό χαμόγελο, νήπιο εγώ, λευκό πουκάμισο, μανσέτα και γραβάτα στον λαιμό, μαύρο βελούδο παντελόνι, γιλέκο σταυρωτό, χρυσά κουμπιά, μαύρο σκαρπίνι, οι μύτες λιωμένες στα χαλίκια -φώναζε απελπισμένη η μαμά κι όλο τα έβαφε, βούρτσα και camel και πανί τα είχε πάντα εύκαιρα, να τα γυαλίσει να φαίνονται τουλάχιστον περιποιημένα, εκεί, έλεγε, θα δεις την αρχοντιά κι ας είν’ παλιά και τρύπια- ήτανε χωματόδρομος ακόμη έξω απ’ το σπίτι, ανέχεια, λίγα τα λεφτά και τ’ αγαθά περιορισμένα, έστελνε κάποιες φορές ρούχα σε μπαούλα απ’ την Αμερική ο αδελφός της γιαγιάς μας στα προσφυγικά κι είχαμε εκτάκτως κάτι τις της προκοπής για να ντυθούμε στην ανάγκη της γιορτής, να κάνουμε όνειρα, να ξεγελάμε αξιοπρεπώς τη δυσκολία της εποχής. Περήφανοι οι δικοί μου.

Φτώχεια δεν γνώρισα κι ας είμασταν φτωχοί. Αστείρευτος ο μέσα πλούτος των ανθρώπων και η κρυφή ελεημοσύνη της ζωής. Φάτνη εν ερήμω, ανέλπιστη κι ωστόσο εκεί, στην ώρα της.

*απ’ το Ασπασία το Πασώ, άκουσα πρόσφατα έκπληκτος την αμάραντη κελαρυστή φωνή της σε μια τυχαία κι απρόσμενη τηλεφωνική επανεύρεση.

Πρωτοδιορισμένη εκείνη τη χρονιά, ντυνόταν, λέει, έτσι από τότε επίσημα και σοβαρά για να επιβάλεται, να μοιάζει κυρία η μικρή δεσποινίς, μα έμεινε για πάντα κοριτσάκι ανάμεσα στα νήπια του “θηριοτροφείου”, όλα τα θυμάται, δασκάλα ορκισμένη, μου ‘στειλε τώρα ακόμα, βιβλία για το ύψος και το μυστικό της γνώσης βγαλμένα απ’ τη βιβλιοθήκη της με την ακάματη προτροπή: διάβασμα μαθητούδι μου, διάβασμα!»