Αγρίνιο: Οι υδραύλακες της Ερημίτσας ανυδρία και… άλλα

Kαλοκαίριασε για τα καλά τις τελευταίες ημέρες με αποτέλεσμα να αρχίσει από νωρίς φέτος η ξηρασία. Ήδη το νερό της Ερημίτσας έχει λιγοστέψει αρκετά, σημάδι δυσοίωνο για την συνέχεια του καλοκαιριού.


Αναπολώντας παλαιότερες εποχές θα κάνω μία σύντομη αναδρομή από το 1954 και μετά που έχω ιδίαν αντίληψη της κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή του σημερινού οικισμού Τροχός, έως και το Αγρίνιο, σχετικά με την άρδευσή της που γίνονταν την μεγαλύτερη διάρκεια του έτους από το νερό της Ερημίτσας.

Υπήρχαν δύο παρακαμπτήριοι χωμάτινοι υδραύλακες, που η κατασκευή τους ανάγεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας και ξεκινούσαν από το ίδιο σημείο της δυτικής όχθης της Ερημίτσας στην περιοχή Ναστέικων.

Ο ένας διοχέτευε ποσότητες νερού για την λειτουργία των τριών νερόμυλων της περιοχής (Νάστα, Κίτσου και Χονδρού) και είχε διαδρομή ώστε να επιτυγχάνεται η κατάλληλη υψομετρική διαφορά για την υδροκίνησή τους. Το νερό αυτό μετά τον τελευταίο μύλο επέστρεφε στο ποτάμι και συνέχιζε την ροή του. Αυτός ο υδραύλακας ανήκε στον Τ.Ο.Ε.Β.- Παναιτωλίου (που είχε τον πρώτο λόγο στη διαχείριση του νερού της Ερημίτσας) και ο ρόλος του αφορούσε μόνο την λειτουργία των προαναφερθέντων νερόμυλων.

Ο άλλος υδραύλακας, που ανήκε στον Τ.Ο.Ε.Β. Αγρινίου-Ερημίτσας, είχε αφετηρία το ίδιο σημείο του ποταμιού με ροή παράλληλη προς αυτό μέχρι την Επαρχιακή οδό Αγρινίου-Θέρμου οπότε σταδιακά εκτρέπονταν προς τα δυτικά, διασχίζοντας τον σημερινό οικισμό Τροχός και συνεχίζοντας πέρα από αυτόν έφθανε στο Αγρίνιο ακολουθώντας την βόρεια πλευρά των σημερινών οδών Αγίου Ιωάννου Ρηγανά και Σκόπα έως τον νερόμυλο Κακαβιά, που ήταν γνωστός ως μύλος του Ραμμόπουλου.

Να σημειώσω ότι από το νερό του υδραύλακα αυτού λειτουργούσε βυρσοδεψείο στο σημερινό χώρο της παιδικής χαράς απέναντι από το 3ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου.

Στη συνέχεια του νερό που περίσσευε έφθανε στη Λυσιμαχία μέσω του ρέματος του Κατρουλή.

Όσο το ποτάμι είχε επάρκεια νερού, από το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια έως το τέλος της άνοιξης, αυτό έρεε κανονικά και στους δύο υδραύλακες. Στα μέσα όμως του Ιουνίου που άρχιζε η λειψυδρία το Παναιτώλιο, που είχε το πρώτο λόγο όπως προείπαμε, έκανε χρήση του νερού όλη την εβδομάδα εκτός από την 12η μεσημβρινή κάθε Σαββάτου έως την 12η μεσημβρινή της Κυριακής που αυτό παρείχετο για άρδευση στον υδραύλακα του Αγρινίου.

Αν τυχόν κατά την διάρκεια του καλοκαιριού ξεσπούσε κάποια μπόρα και το ποτάμι κατέβαζε μεγάλες ποσότητες νερού για μερικές ημέρες είχαν παροχή και οι δύο υδραύλακες.

Επειδή όμως με την επέκταση της καπνοκαλλιέργειας το νερό δεν επαρκούσε για τις ανάγκες της άρδευσης στην ευρύτερη περιοχή του Τροχού, έως και το Αγρίνιο, ο Τ.Ο.Ε.Β. Αγρινίου-Ερημίτσας στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άνοιξε δύο αντλιοστάσια. Το ένα κοντά στα βόρειο όριο του σημερινού οικισμού Τροχός Αγρινίου και το άλλο επί της οδού Ιωάννου Ρηγανά ( μετά τις σημερινές εργατικές κατοικίες).

Τα δύο αυτά αντλιοστάσια στην ουσία έλυσαν ικανοποιητικά το πρόβλημα της άρδευσης στη περιοχή για αρκετά χρόνια.

Τα επόμενα χρόνια η κοίτη της Ερημίτσας, λόγω αλόγιστων αμμοληψιών, κατέβηκε με αποτέλεσμα το νερό μην μπορεί να εισέλθει στους προαναφερθέντες υδραύλακες και έτσι αυτοί στερέψουν. Οι νερόμυλοι έπαψαν να λειτουργούν και η άρδευση του Τροχού και της ευρύτερης περιοχής περιορίστηκε στο νερό που παρείχαν τα αντλιοστάσια για λίγα χρόνια ακόμα και με την εγκατάλειψη της καπνοκαλλιέργειας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έπαψαν να λειτουργούν και αυτά.

Εν τω μεταξύ στο τέλος της δεκαετίας του 1960 κατασκευάστηκε αρδευτικό δίκτυο στην περιοχή με τσιμεντένιες διώρυγες και με προοπτική να μεταφερθεί νερό με άντληση από την Τριχωνίδα. Το δίκτυο αυτό, που έγινε με απαλλοτριώσεις και στοίχισε πολλά χρήματα, ήταν ενταγμένο στα αρδευτικά έργα της πεδιάδας του κάτω Αχελώου ως διώρυγες ΔΧΙΙΙ2 και ΔΧΙΙΙ2α και στην ουσία δεν λειτούργησε ποτέ με αποτέλεσμα τμήματα των τσιμεντένιων αυτών υδραυλάκων να έχουν καταστραφεί.

Σήμερα η περιοχή, που αποτελεί οικισμό σε ένα μεγάλο τμήμα της, είναι άνυδρη με αποτέλεσμα να γίνεται υπερβολική χρήση του νερού ύδρευσης για άρδευση κήπων, πότισμα ζώων κλπ με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ο Τ.Ο.Ε.Β. Αγρινίου-Ερημίτσας δεν υφίσταται πλέον. Τα δύο αντλιοστάσια εγκαταλείφθηκαν, και ερήμωσαν με αποτέλεσμα να είναι άγνωστη η τύχη τους. Αλήθεια ποιο είναι πλέον το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το μέλλον αυτών; Zητάμε απάντηση.

Kαι όμως, αυτά τα αντλιοστάσια, θα μπορούσαν να λειτουργούν παρέχοντας νερό τους καλοκαιρινούς μήνες σε μεγάλα τμήματα της περιοχής κάνοντας χρήση των υφισταμένων τμημάτων των τσιμεντένιων διωρύγων που προαναφέραμε η εν πάση περιπτώσει και με κάποιο άλλο τρόπο (σωληνώσεις, δεξαμενές κλπ).


Kάτι άλλο ακόμα, ο περιαστικός οικισμός Τροχός Αγρινίου, σε απόσταση μόλις 2 χιλιομέτρων από την πόλη του Αγρινίου, πέρα από το πρόβλημα της προαναφερθείσας ανυδρίας αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα. Προβλήματα βασικών υποδομών όπως είναι για παράδειγμα οι δρόμοι. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος η ανάπτυξη της πανέμορφης και προνομιούχας αυτής περιοχής στην ακροποταμιά χωρίς την βελτίωση τουλάχιστον των υπαρχόντων δρόμων.

Για παράδειγμα στο βόρειο τμήμα του οικισμού υπάρχει ένας και μοναδικός δημοτικός δρόμος που εξυπηρετεί ιδιοκτησίες 15 δημοτών και παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία στην πρόσβασή του. Αυτός ο δρόμος τουλάχιστο θα χαλικοστρωθεί ποτέ τυγχάνοντας συγχρόνως και των απαραίτητων τεχνικών βελτιώσεων;

Η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Αγρινίου κατόπιν οχλήσεων εδώ και 4 χρόνια περίπου διαπίστωσε την ανάγκη βελτίωσής του και με σχετικό έγγραφό της μας ενημέρωσε ότι θα προβεί σε ανάλογες εργασίες. Προς τούτο έστειλε γκρέιντερ για την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών (που σημαίνει ότι είχε εγκριθεί ανάλογη πίστωση) αλλά όλως παραδόξως δεν τις εκτέλεσε.

Ρωτάμε για ποιο λόγο; Θα τύχει επί τέλους αυτή η περιοχή της ελάχιστης τουλάχιστο φροντίδας που δικαιούται από τη Δημοτική Αρχή;

Τελειώνοντας σε σχέση με τον υδραύλακα που μετέφερε το νερό της Ερημίτσας στο Αγρίνιο ο Δήμος Αγρινίου καλώς κατασκεύασε σε μία πάροδο της οδού Σκόπα ένα «μνημείο» για να θυμίζει την εποχή αυτή που πέρασε και ανήκει στην ιστορία της πόλης πλέον.

Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιάννης Γιαννακόπουλος