Η απελευθέρωση του Αγρινίου – 14 Σεπτεμβρίου 1944

Οι ώρες της νύχτας από το σούρουπο της 13ης μέχρι το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου ήταν ώρες αγωνίας και ανησυχίας για όλους. «Οι κάτοικοι», αναφέρει ο Αμάρμπεης, «περίμεναν ανυπόμονα πότε θα ξημερώσει. Οι συνεργάτες των κατακτητών ανησυχούσαν, αν θα τηρηθεί η συμφωνία ή θα γίνουν αυθόρμητες είτε οργανωμένες αντεκδικήσεις. Όσοι δεν συνεργάσθηκαν με τους κατακτητές, αλλά δεν βοήθησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ανυπομονούσαν, πώς θα τους συμπεριφερθούν οι ΕΑΜο-ΕΛΑΣίτες. Οι πλούσιοι σκέπτονταν τι θα γίνουν οι περιουσίες τους. Οι μαυροφορεμένες οικογένειες, οι συγγενείς και οι φίλοι των τριών απαγχονισθέντων στην πλατεία Μπέλλου και των «120» ομαδικά εκτελεσμένων στην Αγία Τριάδα τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη 1944, των 59 εκτελεσθέντων στα Καλύβια, την 31η Ιούλη 1944, αγωνιστών και αγωνιστριών και πολλών άλλων αγωνιούσαν, τι θα γίνουν οι δήμιοι γερμανοτσολιάδες, οι οποίοι, για να βοηθήσουν τους κατακτητές και για να λύσουν εύκολα τα βιοποριστικά τους προβλήματα, βασάνισαν απαγχόνισαν και δολοφόνησαν εκατοντάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, πατριώτες και πατριώτισσες».

του Λευτέρη Τηλιγάδα

Κατά τη διάρκεια της νύχτας τίποτα το σοβαρό δεν έγινε, αν εξαιρέσει κανείς ένα βλήμα όλμου, το οποίο έσκασε στο σπίτι του Καλφούτζου, δίπλα στην κατοικία του Κώστα Παλληγιανόπουλου.

«Το πρωί της 14ης του Σεπτέμβρη», όπως αφηγείται ο κλεισμένος στις φυλακές της Αγίας Τριάδας, Κώστας Κατσούπης, οι φυλακισμένοι ήταν «περίπου 150 αγωνιστές και πατριώτες. Ανάμεσά τους και δυο – τρεις διαφορετικά ιδεολογικά τοποθετημένοι, οι οποίοι διέδιδαν, ότι αν δεν γίνει συμφιλίωση, θα μας σκότωναν όλους. Είχαν στήσει οι Γερμανοτσολιάδες πολυβόλα στο (3ο) δημοτικό σχολείο με τις κάννες στραμμένες προς τις φυλακές.

Στις φυλακές υπήρχε μια επιτροπή για συνεννόηση με τους Γερμανοτσολιάδες και τους ΕΛΑΣίτες, στην οποία ήταν και ο Παπαποστόλης και ο οποίος, όταν επισκεπτόταν τις φυλακές, έδινε θάρρος στους φυλακισμένους.

Από φόβο για την τύχη τους οι φυλακισμένοι δεν κοιμούνταν.

Το πρωί της 14ης ήρθε στις φυλακές έφιππος ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ ….» (δεν υπάρχει όνομα στην καταγεγραμμένη αφήγηση) «και μας είπε: “Συναγωνιστές απ’ αυτή τη στιγμή, είσθε ελεύθεροι να πάτε στα σπίτια σας”. Ο υποδιευθυντής των φυλακών Κοτρότσιος του είπε: “Συναγωνιστή έχουμε και δυο – τρεις του ποινικού δικαίου”. Οι φυλακισμένοι φώναξαν: “Ή όλοι ή κανένας”

Οι φυλακισμένοι, πριν φύγουν για τα σπίτια τους, αποφάσισαν να κάνουν τρισάγιο στον τάφο των «120» εκτελεσθέντων τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο φυλακισμένος παπάς ….» (από την καταγραφή της αφήγησης του Αμάρμπεη λείπει το όνομα, αλλά από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι ο συγκεκριμένος παπάς ήταν ο παπα-Κώστας Βαλλής) «έκανε το τρισάγιο, στο οποίο παραβρέθηκαν και μέλη των οικογενειών των εκτελεσμένων, που ήρθαν στις φυλακές να πάρουν τα ρούχα των δικών τους. Μετά το τρισάγιο οι αποφυλακισθέντες κατευθύνθηκαν στην πλατεία Μπέλλου».

Στις 11:00 το πρωί της ίδιας μέρας τα τμήματα του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής το διοικητή του 42ου Συντάγματος λοχαγό Φοίβο Γρηγοριάδη – Βερμαίο μπήκαν στην πόλη, τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια και παρατάχθηκαν στην πλατεία Μπέλου (σήμερα πλατεία Δημοκρατίας) με μέτωπο προς το ξενοδοχείο ΙΛΙΟΝ (πρώην Ακροπόλ).

Από το μπαλκόνι του δωματίου που φιλοξένησε το προηγούμενο βράδυ τον Αμάρμπεη και το Θανάση Χατζή οι δύο μόνιμοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ (Αμάρμπεης και Βερμαίος) καθώς και ο γραμματέας του ΚΚΕ Στερεάς (Θανάσης Χατζής) μίλησαν στα παρατεταγμένα τμήματα και το συγκεντρωμένο λαό της πόλης, τηρώντας ενδιαμέσως ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων του Αγώνα.

Μετά την ομιλία του Θανάση Χατζή τραγουδήθηκε από όλους τους παρευρισκομένους στην πλατεία ο Εθνικός Ύμνος και τα τμήματα του Ε ΛΑΣ στρατωνίσθηκαν στα λιοστάσια της Αγίας Βαρβάρας, για να ξεκουραστούν και να προετοιμασθούν για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου και της Άμφισσας που κατείχαν ακόμα οι Γερμανοτσολιάδες.

Η τοπική  εφημερίδα «ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ» που κυκλοφορούσε με ημερομηνία  15 Σεπτεμβρίου 1944, γράφει:

«Από νωρίς χθες το πρωί μία ασυνήθιστη κίνηση επικρατούσε σ’ όλη την πόλη μας. Οι δρόμοι έσφυζαν από την κίνηση των πολιτών. Όλη η αγορά είχε σημαιοστολιστεί αυθόρμητα χωρίς, σχεδόν, την εντολή κανενός…

Γυναίκες, παιδιά, γέροντες ξεπετιούνταν από τα σπίτια αλαλάζοντας χαρούμενα και σχηματίζοντας μία συνεχώς ογκούμενη πομπή που κινούνταν προς το Διοικητήριο του Τάγματος Ασφαλείας. Η κυκλοφορία των πολιτών ήταν απαγορευμένη κι όμως αψηφώντας τα στημένα πα-ντού πολυβόλα, ο λαός ορμούσε ζητωκραυγάζοντας υπέρ της συμφιλιώ-σεως. Ο λαός της πόλης μας έδινε έτσι την ψήφο του.

Από εκείνη τη στιγμή η συνθηκολόγηση του Τάγματος είχε υπογραφεί. Όταν η πομπή έφθασε στην πλατεία Μπέλλου, οι Αγρινιώτες, μπροστά στις προτεταμένες κάννες των αυτομάτων που ήταν στημένα στις τέσσερις γωνίες της πλατείας, όρμησαν έξαλλοι από ενθουσιασμό προς τους αντιπροσώπους του ηρωικού ΕΛΑΣ, που η είσοδός τους στην πόλη ήταν μία εγγύηση για την απελευθέρωσή τους…

Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν, ως εκ συνθήματος θα ‘λεγε κανείς, αγγέλλοντας τη χαρμόσυνη νίκη που΄χε αποσπάσει ο λαός, παρ όλον ότι επίσημα δεν είχε τακτοποιηθεί ακόμη τίποτε. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια των οποίων και οι τελευταίες αντιρρήσεις υπερνικήθηκαν. Αμέσως έπειτα ο Θανάσης Χατζής, αντιπρόσωπος της ΠΕΕΑ συνοδευόμενος από έναν αντιπρόσωπο του Τάγματος, έσπευσε στις φυλακές για την απελευθέρωση των κρατουμένων.

Ύστερα από μία συγκινητική προσφώνηση ανοίχτηκαν οι πύλες των φυλακών κι όλοι οι κρατούμενοι, τίμιοι αγωνιστές του πιο τίμιου λαϊκού αγώνα, που ζούσαν διαρκώς υπό την απειλή του θανάτου γιατί τόλμησαν να υψώσουν το ανάστημά τους και να βροντοφωνάξουν τα δικαιώματα του Λαού, ανέπνευσαν τον αέρα της λευτεριάς. Κάτω απ’ τις επίμονες κραυγές των απελευθερωμένων όλοι εν πομπή κατευθύνθηκαν προς τον ομαδικό τάφο των θυμάτων της φασιστικής τυραννίας στην Αγία Τριάδα.

Ο αποφυλακισθείς εφημέριος συναγωνιστής Κωνσταντίνος Βαλλής, σε μία ατμόσφαιρα συγκίνησης, έψαλε την επιμνημόσυνο δέηση. Όλοι μαζί έπειτα έψαλαν το πένθιμο εμβατήριο, ενώ δάκρυα πόνου και χαράς συνάμα έτρεχαν από τα μάτια των ελεύθερων πια παλληκαριών.

Στη συνέχεια παραληρώντας από χαρά και ενθουσιασμό, οι ελευθερωμένοι συναγωνιστές ξεχύθηκαν στην πόλη. Στην πλατεία κατέβασαν την προδοτική σημαία των γερμανοτσολιάδων και ύψωσαν την Ελληνική Σημαία.

Αναρτήθηκαν φωτογραφίες του Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ και πάνω με την επιγραφή «Ζήτω η Ένωση», «Ο λαός Νικά»… Έτσι τελείωσε το απόγευμα αυτό της Πέμπτης 14 του μηνός Σεπτεμβρίου, του ιστορικότερου μήνα και της ιστορικής διαδρομής του ηρωικού Αγρινίου»