Ν. Κανής στο AgrinioTimes.gr: «Η δημοσιογραφία είναι μεράκι, έρωτας, πάθος»

Το όραμά μου παραμένει το ίδιο: Να υπηρετήσω την ενημέρωση και τον δημόσιο λόγο, με τις αρχές και τις αξίες οι οποίες υποβάλλονται από τους κανόνες της ηθικής, που διέπουν το λειτούργημα της δημοσιογραφίας. Να μπορώ να στέκομαι με αξιοπρέπεια και παρρησία απέναντι σε κάθε αναγνώστη μου και να είμαι ικανός να εξηγήσω την άποψή μου, αποδεικνύοντας ότι στηρίζεται σε βάσεις αντικειμενικότητας, δικαιοσύνης, επιείκειας.

Συνέντευξη στη Νάντια Μπούτα

Κύριε Κανή, είστε ο εκδότης της αρχαιότερης εφημερίδας του Αγρινίου και μιας από τις πιο αρχαίες εφημερίδες της Ελλάδας. Την εφημερίδα «ΜΑΧΗΤΗΣ» ίδρυσε ο πατέρας σας, ο αείμνηστος Ανδρέας Κανής το 1961. Ποιες είναι οι πρώτες μνήμες που έχετε από την εφημερίδα μεγαλώνοντας μέσα σε μια δημοσιογραφική οικογένεια;

Η ολοκλήρωση κάθε έκδοσης μιας περιφερειακής εφημερίδας εκείνη την εποχή, θεωρούταν επιτυχία. Και αυτό λόγω του ότι τα περισσότερα μηχανήματα ήταν πολύ παλιάς τεχνολογίας και συνεχώς  παρουσίαζαν βλάβες. Για την επισκευή τους καλούνταν μηχανικοί από την Αθήνα ή την Πάτρα, διαδικασία  που απαιτούσε μερικές ημέρες. Επομένως, η έκδοση  πήγαινε πίσω.

Όμως, οι εκδότες των εφημερίδων είχαν και τα προνόμιά τους. Τους παρήχετο η ευχέρεια της  γνωριμίας με σημαντικούς ανθρώπους. Αρκετές φορές θυμάμαι τον πατέρα μου και τους άλλους δύο αείμνηστους εκδότες, τον Γρηγόρη Σταυρόπουλο και τον Γιώργο Αναστασόπουλο, να είναι παρέα με Μητροπολίτες, Υπουργούς, Βουλευτές, Νομάρχες, Δημάρχους, με τους Παπαστραταίους και με πολλούς άλλους εξέχοντες ανθρώπους, να συνομιλούν για σημαντικά θέματα. Καθόμουν λίγο πιο πέρα, διακριτικά, και αποτύπωνα λόγια και εικόνες.

Πείτε μου κάποια πράγματα για τον πατέρα σας, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο ξεκίνημα του «ΜΑΧΗΤΗ» και τις δημοσιογραφικές του επιτυχίες.

Οι δυσκολίες δεν υπήρξαν μόνο στο ξεκίνημα αλλά συνεχίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας της εφημερίδος. Όχι μόνο από ελλιπή τεχνική υποστήριξη, αλλά από οικονομικής κυρίως πλευράς. Ο πατέρας μου γεννήθηκε φτωχός και πέθανε φτωχός.

Την πενταετία 1969-1974 η κυβέρνηση της επταετίας, διέταξε τη διακοπή της έκδοσης του «ΜΑΧΗΤΗ». Ο πατέρας μου τύπωνε κρυφά και μοίραζε τα φύλλα της εφημερίδος ο ίδιος, στους λίγους συνδρομητές. Το μεσημέρι ή τη νύχτα. Παράλληλα εργαζόταν και ως τυπογράφος για να μπορέσει να παρέχει τα άκρως αναγκαία στην οικογένειά του.

Δημοσιογραφικές επιτυχίες είχε πολλές. Κυρίως διηγούταν το γεγονός της κηδείας του Αριστοτέλη Ωνάση, όπου κατάφερε και παραβρέθηκε, μεταξύ πολύ λίγων δημοσιογράφων, κυρίως ξένων.

Περιγράψτε μου τη διαδικασία από τη στιγμή που γινόταν η καταγραφή της είδησης έως τη στιγμή που αυτή έφτανε τυπωμένη στα χέρια του αναγνώστη.

Βασικές πηγές λήψης ειδήσεων ήταν τότε η αστυνομία (όπως και σήμερα) και κάποιοι φίλοι του σε πόλεις και χωριά του Νομού. Ο πατέρας μου, δεν δημοσίευε είδηση, αν δεν τηρούσε απαρέγκλιτα τον πρώτο κανόνα. Τη διασταύρωσή της. Έτσι σιγουρευόταν για να ξέρει τι γράφει και τι διαβάζει ο κόσμος.

Τότε, η δημιουργία της εφημερίδος γινόταν με τις λεγόμενες «κάσες». Ήταν ξύλινα πλαίσια (κορνίζες), 1 μέτρο επί 1 περίπου, των οποίων το εσωτερικό ήταν χωρισμένο σε 24 κουτάκια, όσα και τα γράμματα της αλφαβήτου και ξεχωριστά κουτάκια για τα σημεία στίξης. Το κάθε κουτί περιείχε τουλάχιστον 15-20 από το κάθε γράμμα. Γράμματα μικρά, μεγάλα, πολύ μεγάλα, για πηχυαίους τίτλους, εξάστηλους, δηλαδή όλο το πλάτος της εφημερίδος. Η ονομασία αυτών των γραμμάτων ήταν «στοιχεία». Ήταν μεταλλικά και συγκεκριμένα φτιαγμένα από ένα στοιχείο που λέγεται αντιμόνιο. Τα πολύ μεγάλα ήταν πολλές φορές ξύλινα.

Θυμάμαι τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν κάποιες εφημερίδες του έκαναν αντιπολίτευση, απαντούσε δυνατά «τα ξύλινα εξάστηλα δεν θα μας ρίξουν». Στο μέγεθος, στο πάχος και στο ύψος ήταν όσο ένα σπίρτο. Και όσο μεγάλωναν, όσο τρία, τέσσερα σπίρτα, ώσπου έφταναν τα τριάντα, σαράντα σπίρτα μαζί.

Οι τυπογράφοι άρχισαν να συνθέτουν τα γραπτά κείμενα που τους έδινε ο πατέρας μου και οι συνεργάτες του. Χειρόγραφα κείμενα. Όρθιοι μπροστά στην κάσα. Για πολλές ώρες. Για τη λέξη «Γιώργος» π.χ., ο τυπογράφος έπρεπε να πάρει 7 διαφορετικά στοιχεία, κινώντας το χέρι του 7 φορές προς την κάσα και 7 φέρνοντας το πίσω. Τα στοιχεία τοποθετούνταν μέσα σε ένα ειδικό μεταλλικό πλαίσιο (καθένα από τα οποία είχε διαφορετικό μέγεθος).

Όταν τελείωναν το κείμενο το έδεναν με σπάγκο και το τοποθετούσαν πάνω σε ένα τετράγωνο μεταλλικό πλαίσιο που ήταν λίγο μεγαλύτερο από το σχήμα της σελίδας της εφημερίδας. Ο αρχισυντάκτης κανόνιζε σε ποια σελίδα θα μπει το κάθε κείμενο. Στην πρώτη, στην τρίτη, στην τελευταία. Όταν το μεταλλικό πλαίσιο, η σελίδα, γέμιζε, την έδεναν και αυτή και τη μετέφεραν προσεκτικά να μην διαλυθεί στην υποδοχή του πιεστηρίου για να τυπωθεί με την άλλη, την αντίστοιχη. Δύο-δύο μαζί.

Η εκτύπωση ολοκληρωνόταν, η εφημερίδα διπλωνόταν και πήγαινε στο ταχυδρομείο για διανομή ή δίνονταν σε παιδιά που την μοίραζαν κυρίως στο κέντρο.

Την άλλη μέρα άρχιζε η διαδικασία της διάλυσης. Τα στοιχεία ένα-ένα έπρεπε να ριχτούν στο σωστό κουτάκι. Το ‘δ’ στο κουτάκι με το ‘δ’, η τελεία στο κουτάκι με την τελεία κλπ. Ο τυπογράφος έπαιρνε από τον στοιχειοθέτη μία «αράδα», την διάβαζε: «Ο Γιώργος ήρθε χθες», την απομνημόνευε στο μυαλό του και άρχιζε να ρίχνει τα στοιχεία, το καθένα στο δικό του κουτάκι.

Έχω δει τοπογράφους που τα μάτια δυσκολευόταν να ακολουθήσουν την εκπληκτικά γρήγορη κίνηση του χεριού. Οι πλέον ικανοί εξ αυτών διέλυαν χωρίς να κοιτάζουν την κάσα. Τόση εξοικείωση και μάλιστα χωρίς λάθη, να ρίξουν δηλαδή το ‘ε’ στο κουτάκι με το ‘κ’. Διότι σε περίπτωση λάθους λίγο μετά ή την επομένη, ο άλλος τυπογράφος (ή και ο ίδιος) θα έπαιρνε αντί για ‘ε’ το ‘κ’. Και αυτό ήταν αφορμή για εντάσεις: «Ποιος έκανε διάλυση χθες σε τούτη την κάσα; Μαντάρα τα έκανε».

Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «ΜΑΧΗΤΗΣ», 1 Οκτωβρίου 1961

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη δημοσιογραφία; Πότε αναλάβατε την Διεύθυνση της Εφημερίδας και ποιο ήταν το όραμά σας;

Κυρία Μπούτα, η δημοσιογραφία είναι μεράκι. Έρωτας, πάθος. «Είναι αρρώστια», έλεγαν οι παλιοί. Από μικρό παιδί ένιωθα εξημμένος με τη δημοσιογραφία. Τον έντυπο λόγο. Είχα τη μεγάλη ευλογία να τη σπουδάσω πεντέμισι χρόνια στη Γερμανία. Έζησα και έμαθα πράγματα για τα οποία αισθάνομαι ευγνώμων στους Γερμανούς δασκάλους μου.

Τη διεύθυνση του «ΜΑΧΗΤΗ» ανέλαβα το 1986. Το όραμά μου παραμένει από τότε το ίδιο: Να υπηρετήσω την ενημέρωση και τον δημόσιο λόγο, με τις αρχές και τις αξίες οι οποίες υποβάλλονται από τους κανόνες της ηθικής, που διέπουν το λειτούργημα της δημοσιογραφίας. Να μπορώ να στέκομαι με αξιοπρέπεια και παρρησία απέναντι σε κάθε αναγνώστη μου και να είμαι ικανός να εξηγήσω την άποψή μου, αποδεικνύοντας ότι στηρίζεται σε βάσεις αντικειμενικότητας, δικαιοσύνης, επιείκειας.

Ο δημοσιογράφος δικτυώνει την άποψή του στην κοινωνία, διαμορφώνει γνώμη. Ως εκ τούτου η γνώμη του θα πρέπει να είναι υπεύθυνη, ψαγμένη, βαρύνουσα.

Ποια ήταν η σχέση Τύπου – αναγνωστικού κοινού εκείνη την εποχή και πώς αυτή έχει διαμορφωθεί με το πέρασμα του χρόνου;

Λίγοι οι συνδρομητές και αναγνώστες τότε. Έτσι, η σχέση αναγνώστη-εκδότη ήταν σε μεγάλο μέρος προσωπική. Και αυτό ήταν καλό.

Βέβαια με το πέρασμα του χρόνου έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Όμως και σήμερα διατηρώ προσωπικές σχέσεις με αρκετούς αναγνώστες μου, ακούγοντας πάντα με προσοχή τη γνώμη τους, όποια και αν είναι, διότι λειτουργεί καθοριστικά στο να επαναπροσδιορίζω τις θέσεις μου προς το καλύτερο. Διότι το τέλειο δεν υπάρχει. Ούτε το καλό έχει τέλος.

Στις μέρες μας η εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης έχει επιφέρει μια σταδιακή συρρίκνωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων αλλά και των εντύπων γενικότερα. Πιστεύετε ότι η «παραδοσιακή» έντυπη δημοσιογραφία μπορεί να συνυπάρξει ή να ανταγωνιστεί την ηλεκτρονική;

Εκτιμώ ότι ηλεκτρονική και έντυπη ενημέρωση δεν βρίσκονται σε αντιπαλότητα, υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αυτοί πυλώνες της πληροφόρησης, επιτελούν το έργο τους με υγιή και υπεύθυνο τρόπο. Δεν υπάρχει λόγος ανταγωνισμού, αλλά φιλικής συμπόρευσης και ίσως εύρυθμης συνεργασίας. Άλλωστε οι δύο αυτές μορφές του δημόσιου λόγου, ηλεκτρονικού και έντυπου, είναι εκ των πραγμάτων διαφορετικές.

Ποιος είναι ο βασικός κανόνας που θα πρέπει να διέπει τη σωστή έντυπη ή ηλεκτρονική δημοσιογραφία και ποιες είναι οι αρχές που εφαρμόσατε και ακόμη εφαρμόζετε στη δουλειά σας;

Ο κάθε πολίτης ο οποίος εκφέρει δημόσια τη γνώμη του, θα πρέπει πάνω από όλα να σέβεται τον εαυτό του και αμέσως μετά όλους τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Όποιος δεν σέβεται την προσωπικότητά του, δεν μπορεί να σεβαστεί κανέναν.

Ο δημοσιογραφικός λόγος θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν σύντομος, κατανοητός και ολοκληρωμένος σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματεύεται. Η είδηση θα πρέπει να δίδεται στη σωστή της διάσταση, χωρίς κραυγές και εξάρσεις. Η υπερβολή στην παρουσίαση των θεμάτων, καταρρακώνει την αξιοπιστία του μέσου.

Ακόμα χειρότερα, ο χειρισμός του λόγου με ακρότητες, η προβολή αναληθειών λόγω σκοπιμοτήτων και η αντιστροφή της πραγματικότητας, καταδικάζουν το μέσο στην ανήκεστη τρώση της αξιοπρέπειάς του, στην αφερεγγυότητα, στην καταβαράθρωση. Τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό όσο η αλήθεια.

Και πάντα θα πρέπει να διατηρούμε ενεργή την βεβαιότητα μέσα μας ότι εμείς δεν είμαστε εξυπνότεροι από τους αναγνώστες μας, ίσως ακριβώς το αντίθετο. Γεγονός το οποίο βεβαίως μας τιμά.

Μπορείτε να θυμηθείτε κάποια άρθρα του «Μαχητή» που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική του πορεία;

Χάριτι Θεού ο «ΜΑΧΗΤΗΣ» έχει βραβευτεί δύο φορές. Μία από το Ίδρυμα Προαγωγής της Δημοσιογραφίας «Αθανασίου Β. Μπότση», για την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο και μία από την Γενική Γραμματεία Τύπου, για το καλύτερο κύριο άρθρο πανελληνίως.

Χωρίς καμία διάθεση έπαρσης, εκτιμώ ότι η αποδοχή και η επιβράβευση από την πολιτεία αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για έναν χειριστή του λόγου. Και παρακαλώ να μου επιτρέψετε εδώ να προσθέσω ότι ο «ΜΑΧΗΤΗΣ» -βεβαίως- δεν ανήκει πνευματικά μόνο σε εμένα αλλά και σε όλους τους συνεργάτες μας, μόνιμους ή έκτακτους οι οποίοι ζητούν βήμα, μέσω του οποίου εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις τους. Και αυτό το γεγονός περιποιεί ιδιαίτερη τιμή για την εφημερίδα και για τη συνολική μας προσπάθεια.

Σήμερα, μετά από 60 χρόνια δημοσιογραφικής προσφοράς, πώς φαντάζεστε το μέλλον του «ΜΑΧΗΤΗ»;

Το 2010 στο Αγρίνιο κυκλοφορούσαν 14 πολύ καλές εφημερίδες. Σήμερα, 11 χρόνια αργότερα μείναμε 6. Οι εφημερίδες που αναγκάστηκαν να διακόψουν την έκδοσή τους, συνέβαλαν σημαντικά στην άνοδο του επιπέδου της ενημέρωσης και αυτό δεν αναπληρώνεται.

Σήμερα, και οι πέντε εκδότες-συνάδελφοί μου, έχουν επιδοθεί σε μία ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια για την επιβίωση των πραγματικά αξιόλογων εφημερίδων τους. Με την ευκαιρία, επιτρέψατε μου να τους συγχαρώ και να τους ευχαριστήσω και δημοσίως για την αγάπη που εμπράκτως μου δείχνουν.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον του «ΜΑΧΗΤΗ», με τα έως σήμερα ισχύοντα, προχωρούμε ημέρα με την ημέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα και δοξάζουμε το Θεό που μας κρατά όρθιους και υγιείς πνευματικά και σωματικά.

Έχω δύο κόρες οι οποίες σπουδάζουν διαφορετικές της δημοσιογραφίας επιστήμες και στις οποίες εκτιμώ ότι θα αφιερώσουν την πλήρη και αποκλειστική απασχόλησή τους.

Κυρία Μπούτα, σας ευχαριστώ πολύ για την ιδιαίτερη τιμή της φιλοξενίας που μου κάνατε. Οι ερωτήσεις σας ήταν εύστοχες, ουσιαστικές και καθοριστικές ώστε να μπορώ να διαμορφώσω με σαφήνεια και ενάργεια (κατά το μέγεθος της νοητικής μου ισχύος) τις απόψεις μου.

Σας συγχαίρω για το έργο σας, και εύχομαι στο AgrinioTimes.gr και στο Antenna-Star.gr, πολλές και πολυποίκιλες δημοσιογραφικές επιτυχίες και επαγγελματική μακροημέρευση.


Συνέντευξη: Νάντια Μπούτα

«Agrinio365» Media Group | AgrinioTimes.gr και Antenna-Star.gr