Ο Χρήστος Μποκόρος αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη – Συγκλονίζουν τα λόγια του

Ο Αγρινιώτης ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη – Συγκλονίζουν τα λόγια του:

«Κοιτάω έξω αμήχανος και βλέπω να συνεχίζεται ως συνήθως η ζωή, ο κόσμος πάει κι έρχεται, κι οι όλοι μαζί κι οι μόνοι τους, καθένας μοναχός του γυροφέρνει.

Μπας κι ήτανε σημάδι ένας σεισμός που ένιωσα περαστικόν απόψε βράδυ; Δεν άκουσα βροντή, ούτε άνοιξεν η γη κάτω απ’ τα πόδια μου να γκρεμιστώ, ούτε λυγμό άκουσα, ούτε κλάμα, δεν είδα ούτ’ ένα δάκρυ, τίποτε.

Πάει καιρός που δεν ακούγονται τραγούδια του, σαν να μην τα ‘χει ανάγκη πια καμμιά πατρίδα. Ποια ευγνωμοσύνη τον τιμά; Ούτε οι παρέες πια τον τραγουδούν, ούτε γεμίζουν γήπεδα, ούτε οι πλατείες αντηχούν τη μουσική του, ούτε οι δρόμοι τρέμουν απ’ τα λαϊκά τ’ ατίθασα θριαμβικά εμβατήρια, ούτε ξανάκουσα κρυφά να ξεγλυστρά στίχους ποιητών και λόγια τρυφερά μέσα από πόρτες και παράθυρα μισάνοιχτα, πάνε χρόνια πολλά. Τα είχα μάθει όλα απ’ έξω, μ’ αυτά μεγάλωνα. Λόγια αγοραία ακούω τώρα από παντού. Μεγάλα λόγια και μικρά, αλλόγλωσσα τα πιο πολλά κι όλο για κέρδη και γι’ απώλειες κι ελευθερίες ανάπηρες για όλους, άκοπες κι ανυπόμονες, ποιος να πετάξει πια, που ν’ ανεβαίνεις; Όλα εδώ γύρω σέρνονται εύκολα κι απλά. Να βολευτούμε.

Ε, μια που βολευτήκαμε έτσι ‘δα, σώπασε κι ο ψηλός αρχάγγελος που ‘χε τα χέρια του ανοιχτά, μιαν αγκαλιά να μας χωράει όλους, μαγευτική, να μας μαυλίζει η μουσική του, κόσμο, λαό κι έναν σωρό ελπίδες, σμήνος αχόρταγο σ’ ανθούς και μέλι, απόκαμε κι ησύχασε, έκλεισε τις φτερούγες του, τα μάτια του, τ’ αυτιά του, ήρθ’ η ώρα του και πάει, ανεβαίνει να τώρα ψηλά, πλημμυρισμένος μελωδίες ανήκουστες για τις ουράνιες μονές, στις φωτεινές αψίδες. Όποιος κατέχει και κοιτά θα βλέπει και θ’ ακούει τα δώρα του πτερόεντα, ανατατικά. Μα ποιός θα διανοηθεί στις μέρες μας αναστροφή οφθαλμών και υδάτων; Ποιος θα ονειρευτεί πάνω πατρίδες; Πού τέτοια μαγεμένα θαύματα και γιατρικά; Στέρεψε το ποτάμι που μας πήγαινε ψηλά, χείμμαρος κακοτράχαλος απόμεινε στεγνός κι η ξηρασία θα επιδεινώνεται ολοταχώς στο μέλλον του καιρού μας. Θολώσαν και τα μάτια μου, δε βλέπουνε καλά, τον ξενυχτάω απόψε και του ανάβω ένα κεράκι, να φέγγει την ψυχή του όπως περνά. Νεύμα αδιόρατο, σινιάλο μυστικό στ’ όνειρο που μας κέρναγε γλυκό και στην αλήθεια την πικρή του. Όλα όσα αγάπησε χαμένα, τίποτα… δεν έμεινε κανένα. Περνάμε κι έρχονται άλλοι άνθρωποι, άλλοι καιροί αλλ’ άκου τι ψιθυρίζω να σου πω: τίποτα δεν ξεχνώ… όλα είν’ αθάνατα εδώ, και τα ζωντανά και τα πεθαμένα».