Πενήντα ένα χρόνια χωρίς τον Βασίλη Αυλωνίτη

Αρκούσε μια σκηνή από την «Ωραία των Αθηνών», ένα πλάνο από τη «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και ένα μόνο κάδρο από την «Καφετζού» – εκείνο στο τέλος μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου στην καρέκλα του οδοντιάτρου – για να καταλάβεις το αστείρευτο, έμφυτο ταλέντο, το θεϊκό χάρισμα του Βασίλη Αυλωνίτη. Ενός γίγαντα της κωμωδίας, που αγαπήθηκε τόσο όταν ήταν στις δόξες του, όσο και μετά τον θάνατό του, μέσα από τις χιλιοπαιγμένες ταινίες του στην τηλεόραση.

Ο Αυλωνίτης είχε όλα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων κωμικών που μπορούσαν με το τίποτα να χαρίσουν το γέλιο, να συγκινήσουν, να επικοινωνήσουν με το λαό, να περάσουν από το δράμα στην κωμωδία με μία σύσπαση του προσώπου, ένα βλέμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πηγαίου ταλέντου που ποτέ δεν σπούδασε ηθοποιία, δικαιώνοντας τον θρυλικό Βιττόριο Γκάσμαν που έλεγε «θα βρεις περισσότερο ταλέντο σε μία λαϊκή αγορά της Νάπολης από όλο το Χόλιγουντ…».

Συμπληρώνοντας 51 χρόνια από τον ξαφνικό θάνατό του (10 Μαρτίου 1970) είναι ευκαιρία να θυμηθούμε πώς μπήκε στον χώρο του θεάματος, πώς γλύτωσε από μια “τρομοκρατική” επίθεση της εποχής του Μεσοπολέμου, το πάθος του για τα άλογα, που τον ανάγκασαν να παίξει σε απαράδεκτες ταινίες για να βγάλει τα χρέη του και φυσικά τις κορυφαίες του στιγμές στη μεγάλη οθόνη.

Από πλακατζής θιασάρχης

Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε  στο Θησείο. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογενείας. Ο πατέρας του τους εγκατέλειψε και πριν τελειώσει το δημοτικό αναγκάστηκε να δουλέψει σε διάφορες δουλειές, για να βοηθήσει τη μητέρα του. Με την ολοκλήρωση του στρατιωτικού του, έπιασε δουλειά ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν» στο Θησείο.

Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο θίασος πήγαινε στο κοντινό ταβερνάκι. Από κοντά και ο Αυλωνίτης, που εξελίχθηκε στον «πλακατζή» της παρέας. Ο θεατρικός επιχειρηματίας Θόδωρος Σκούρας δεν έχασε την ευκαιρία και τον έσπρωξε στη σκηνή. Είχε βρει θησαυρό. Έτσι, σε ηλικία 20 ετών θα πρωτοεμφανιστεί στην οπερέτα «Το κορίτσι της γειτονιάς» κερδίζοντας το χειροκρότημα.

Η απήχηση που είχε στο κοινό, τον έκανε μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια θιασάρχη! Το ισχυρότερο όπλο του ήταν ο αυτοσχεδιασμός και ειδικά στο απαιτητικό είδος της επιθεώρησης που ανέβαζε με τον θίασό του. Πολλές φορές δεν χρειαζόταν ούτε κείμενο ούτε σκηνοθέτη για να κάνει τους θεατές να παραληρούν.

Γλυτώνοντας από θαύμα

Στις 22 Αυγούστου του 1931 κι ενώ έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» που σατίριζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, φανατικός οπαδός των βενιζελικών εισέβαλε στο θέατρο πυροβολώντας προς τη σκηνή, σκοτώνοντας έναν τεχνικό, τραυματίζοντας θεατές, ενώ ο πρωταγωνιστής γλίτωσε από θαύμα. Ο Αυλωνίτης το πήρε προσωπικά -ειδικά για τον αδόκητο θάνατο του τεχνικού και είχε δηλώσει «Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βγω σε αθηναϊκή σκηνή».

Η αρρώστια με τα άλογα

Όμως, ο Βασίλης Αυλωνίτης είχε κι ένα μεγάλο πάθος. Τον ιππόδρομο. Ο εθισμός του ήταν τόσο μεγάλος που παρά τις τεράστιες επιτυχίες του στο θέατρο και το σινεμά δεν του έμενε δραχμή. Προσπάθησε να τον βοηθήσει η αγαπημένη του φίλη Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι υποσχέσεις και οι όρκοι γινόντουσαν θεατρικός αυτοσχεδιασμός και τα χρέη του μεγάλωναν πιο γρήγορα και από τη δημοφιλία του. Έτσι, αναγκάστηκε να ζητεί δουλειές στο σινεμά, κυρίως ρολάκια-ξεπέτες σε σαχλαμάρες, που όμως του έδιναν τα χρήματα για το σανό… των αλόγων.

Γι αυτό τον λόγο οι επιτυχίες του στον κινηματογράφο δεν ήταν ανάλογες του ταλέντου του. Ακόμη και τη μεγαλύτερη επιτυχία του, το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» την πήρε κόντρα στον Φίνο, που πίστευε ότι δεν έπρεπε να πάρει τον ρόλο του Παυλάρα επειδή είχε παίξει εκείνη την εποχή σε κάποιες χαζοταινίες. Τον διέψευσε πανηγυρικά. Πέρα από τις κλασικές κωμωδίες «Η Ωραία των Αθηνών», «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός», έπαιξε πολλές φορές και ρόλους συμπρωταγωνιστή, με εξαιρετική επιτυχία, όπως στην «Καφετζού», στο αριστουργηματικό «Το Αμαξάκι», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και δίπλα στον μέγιστο Ορέστη Μακρή τον οποίο εγκαταλείπει για να γίνει ταξιτζής και λιγωμένος με τις ευκολίες του αυτοκινήτου και το «πουαμόρ»…

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές φορές έπεσε θύμα και της ανεπάρκειας των σκηνοθετών ή της επιλογής να τον φορτώνουν με άσκοπες ατάκες και γκριμάτσες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», θέλοντας να ικανοποιήσουν το κοινό που ήθελε σε κάθε σκηνή τον Αυλωνίτη. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι ακόμη και σε μέτριες ταινίες κατάφερνε αβοήθητος από σενάριο και σκηνοθέτη να μας κλέβει την καρδιά.

Ο Αυλωνίτης έζησε πίκρες, ταλαιπωρήθηκε από κάκιστα σενάρια και σκιτζήδες σκηνοθέτες, αλλά έφυγε δικαιωμένος από την αγάπη του κόσμου, αφήνοντας πίσω του ορισμένες μεγαλειώδης εμφανίσεις και δύο παιδιά, όταν το 1970, ένα κρυολόγημα εξελίχθηκε σε βρογχοπνευμονία η οποία νίκησε την ταλαιπωρημένη υγεία του.

ΑΠΕ – ΜΠΕ